9/8/14

Βύρων Λεοντάρης, 1932-2014

Ἐδῶ, στό συνοικιακό νεκροταφεῖο
πού μαζευτήκαμε νά κεραστοῦμε
καφέ, παξιμαδάκι καί κονιάκ
γιά τόν ἀγαπημένο μας πού χάθηκε νέος πολύ ἐν ἀρετῆ καί θλίψει
καί λίγο πρίν στή γῆ ἀπιθώσαμε τό σῶμα του
-τό βάρος μιᾶς νεότητας ἀσήκωτο σά μεταμέλεια…-
ἡ σύναξη ἑτερόκλητη
φίλοι καί συγγενεῖς ἐγγύτεροι καί ἀπώτεροι οἱ συμμετασχόντες
-σέ τί συμμετασχόντες
καί ποιοί τώρα οἱ «ἐγγύς» καί ποιοί οἱ ἀπώτεροι…-
λόγια συμβατικά γιά τόν νεκρό, τριμμένα κι ἄλλα πού σωπαίνονται
καί ἐγκώμια σέ παληά ἑλληνικά ὅπως συνηθίζεται
«ἀναλωθείς...», «διαπρέψας...», «ὑπερακοντίσας...»

Τό τελευταῖο αὐτό μέ λύγισε
Τί λέξη, ἀλήθεια, καί τί μοίρα
γι᾿ αὐτούς πού ξεπεράσανε τό στόχο
κι ἔτσι, ὑπερακοντίσαντες, ἀστόχησαν

Τί ἔγινε ἡ ὁρμή τους
ποῦ καρφώθηκε τό ἀκόντιο...
Δέ μέτρησε ἡ βολή τους τίποτε δέ μέτρησε

***

Υπάρχουν ποιητές και κριτικοί τελεσίδικα γνωστοί, υπάρχουν και αυτοί που τους ανακαλύπτουμε αδιάκοπα. O Λεοντάρης είναι ένας από εκείνους που απωθούμε.
Κατά ένα μεγάλο μέρος τους, η ποίηση και τα δοκίμια του Λεοντάρη αποτελούν την έκφραση και την κριτική του κοινωνικού είναι της νεώτερης ελληνικής ποίησης. Γιατί ένιωσε τόσο βαθιά και τόσο άμεσα την τραγική αδυναμία και ευτέλεια του ποιητή σαν κοινωνικής ύπαρξης, αναιρώντας τόσο ριζικά και καίρια τις ιδεολογικές κατασκευές για την «κοινωνική σημασία» της ποίησης και τον «κοινωνικό ρόλο» του ποιητή. Στα κείμενά του, οι αντιλήψεις για την «μοναδικότητα της ποιητικής προσωπικότητας», για την μεσσιανική «αποστολή» του ποιητή κλπ, σαρώνονται με άτεγκτους, βάναυσους, όσο και οξείς αφορισμούς. Υπήρξε ψυχρός συγγραφέας, χωρίς αναπτύξεις στην έκφραση, χωρίς μηρυκασμούς στην έμπνευση, συντάκτης του ισολογισμού: ουσία της ποίησης - κοινωνικοί όροι ύπαρξής της.

Όλες οι λογοτεχνίες εκδικούνται τα βλάσφημα παιδιά τους, κάθε μια με τον τρόπο της. Η νεοελληνική λογοτεχνία, καθόλου εύρωστη, αναιμική και κομφορμιστική, επιβιώνουσα ακόμα μέχρι σήμερα κάτω από τους ίδιους ακριβώς κοινωνικούς όρους ύπαρξης που διέγραψε ο Καρυωτάκης και στη συνέχεια ο Λεοντάρης (επαιτεία της αναγνώρισης, έπαθλα και βραβεία, βιομηχανοποιημένες μεταφράσεις, εκδόσεις «απάντων» προθανάτιες και μεταθανάτιες, ανθολογίες κλπ) δεν φαίνεται ικανή για μια σοβαρή εκδίκηση στην πρόκλησή τους. Με όλους τους μηχανισμούς της, δεν κατορθώνει να τους εντάξει (δηλ. να τους αφανίσει) θετικά ή αρνητικά στο σύστημα των αξιών της.
Δεν μένει παρά ο μηχανισμός της απώθησης, γιατί η ωραία μας ποίηση πρέπει να ζήσει και να προκόψει. Και δεν αντέχει αυτόχειρες και βλάσφημους. Είναι βέβαια και η απώθηση μια μορφή ένταξης. Όμως κάθε φορά που η ελληνική ποίηση απελπίζεται, δηλ. κάθε φορά που γίνεται ποίηση, ο Καρυωτάκης και ο Λεοντάρης θα είναι εξακολουθητικά παρόντες.
Ο Βύρων Λεοντάρης δεν ορίζεται σαν προσωπικότητα. Ορίζεται μόνο σαν πραγματικότητα. Χρειάζεται να απορρίψουμε όλες τις εκδοχές που έκαναν και θα κάνουν το ύποπτο λάθος να τον προσεγγίσουν μόνο ή κυρίως σαν προσωπικότητα-περίπτωση.
Σαν μορφή είναι και θα παραμείνει άγνωστος.
Άγνωστος από όσα θα γράψουν οι συγκαιρινοί του και οι βιογράφοι. Είναι τρομακτικά ασήμαντα όλα όσα θα μας παραδοθούν για τη ζωή του, τις συνήθειές του, τα βάσανά του.
Άγνωστος από όσα ο ίδιος αυθεντικά έχει πει για τον εαυτό του. Ήταν και έμεινε τέλεια οχυρωμένος πίσω από μιαν αδιαπέραστη ασπίδα συμπεριφοράς και λόγων καθημερινότητας.
Άγνωστος από τις φωτογραφίες του. Όσο τις κοιτάζουμε, τόσο περισσότερο η μορφή αυτή εσωστρέφεται, αρνείται να μας δει, αρνείται να την δούμε, αρνείται ν' αφήσει το αποτύπωμά της στον κόσμο και τον χρόνο.
Και θα μείνει άγνωστος. Ας το πάρουν απόφαση, βιογράφοι, ιστορικοί της λογοτεχνίας, επετειογράφοι, σαβανωτές και σαβανώτριες. Δεν πρόκειται να μάθουμε τίποτε παραπάνω από όσα «ξέρουμε».
Ο Λεοντάρης είναι μια αντιπροσωπικότητα. Όπως και ο Καρυωτάκης.

[Πρόκειται για μερικές από τις «Θέσεις για τον Καρυωτάκη», του Βύρωνα Λεοντάρη, «εφαρμοσμένες» πάνω στον ίδιο. Νομίζω πως το δικαιούται. Κ.Β.]


Ο νεκρός της οθόνης
Έτσι όπως έγυρε στην τελική του πτώση
αρπάχτηκε από την οθόνη που έπεσε κι αυτή μαζί από πάνω του
μανδύας διάτρητο σκοτάδι.
Τρέξαμε τον σηκώσαμε και στα κρυφά περάσαμε στην έξοδο κινδύνου
έμπαζε από παντού αναφιλητό
η νύχτα της Αθήνας ξέβραζε ναυάγια τραγουδιών και σάπια φώτα
κι η σκάλα φρέαρ στο πουθενά.

Ίλιγγοι και στροφές η κάθοδος.
Χυμούσε από ψηλά να μας τον πάρει ο ουρανός
και κάτω μας λυσσομανούσαν υποχθόνια πνεύματα
κάθε σκαλί μάς σκαμπανέβαζε σαν κύμα
- κι η σκάλα ανέβαινε; κατέβαινε; -
μα εμείς γερά κρατούσαμε
παληοί της συντεχνίας
μανουβραδόροι σε λιμάνια και σταθμούς
σε αναχωρήσεις και σε αφίξεις
για τα μεγάλα βάσανα και τα βαριά τα πένθη
βαστάζοι των αβάσταχτων κι ασήκωτων του κόσμου.

...Αγέρωχος, αγαλματένιος μέσ’ στην πίκρα του
άσπρα κοράλλια οι ξεραμένοι αφροί στα χείλη του
η θάλασσα απ' τα μάτια του φευγάτη
ολόσωμος μέσα στη νύχτα φωσφορίζων
σήματα κρυπτογραφικά απόκοσμα μηνύματα.

Όχι, θα τον αφήναμε στον έλεο του κοινού
σε ασθενοφόρους κριτικούς και περιπολικούς δημοσιογράφους
για την των παθημάτων κάθαρση...
Άσ’ τους να ψάχνονται οι περίοπτοι θεατές στην αίθουσα
όταν ανάβουνε τα φώτα κι ασβεστώνονται οι ψυχές.
Ίσαμε εδώ η μέθεξη.
Μας παίξατε, κύριοι, στην τέχνη και μας χάσατε.

...Κι έτσι, τρεκλίζοντας, αγκαλιαστά μπουκάραμε απρόσκλητοι στο Poetry Bar.
Kονιάκ!... και μη μου λες εμένα «κλείνουμε» παλιορουφιάνα
Ποτήρι και στον φίλο μας... Και μακρυά τα χέρια απ' τον συναγερμό.
Τώρα θα δεις τι πάει να πει μεθύσι των νεκρών.
Δεν είμαστε ποιήματα για απαγγελία και πώληση αλλά για αυτοπυρπόληση.

Κάθε πρωί εξαφανίζουνε τις στάχτες μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: