ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
Θεωρώ τον Βύρωνα Λεοντάρη έναν από τους σημαντικότερους -ίσως τον
σημαντικότερο- ποιητή της γενιάς του, της Δεύτερης Μεταπολεμικής, και μία από τις κορυφαίες και
χαρακτηριστικότερες μορφές της μεταπολεμικής μας ποίησης και κριτικής. Το ποιητικό
του κυρίως έργο είναι κατάστικτο από τα στοιχεία εκείνα που ταλανίζουν τον
ευαίσθητο και ευαισθητοποιημένο ιδεολογικά μεταπολεμικό άνθρωπο και συγκροτούν
την έννοια της «μεταπολεμικότητας» (τραυματικές μνήμες, εμπειρίες και βιώματα
από τη δεκαετία του ’40, συγκεκριμένη ή ασαφής και απροσδιόριστη, προσωπική και
συνάμα συλλογική αίσθηση της ήττας και της οριστικής ματαίωσης των προσδοκιών για έναν ανθρώπινο κόσμο,
έντονο αίσθημα ενοχής, που συχνά παίρνει υπαρξιακής υφής διαστάσεις και συχνά
εκδηλωνόμενη ανάγκη καταφυγής σε μια διαβρωμένη από το προσωπικό συναίσθημα
εκδοχή της απάνθρωπης πραγματικότητας).
Ο Λεοντάρης, τόσο ως ποιητής όσο και
ως κριτικός και ως πνευματική ενγένει προσωπικότητα αποτελεί τον συνδετικό
κρίκο, τον ενωτικό δίαυλο ανάμεσα στους ιδεολογικά εμπλεκόμενους ποιητές της
Πρώτης Μεταπολεμικής γενιάς και στους παρεμφερώς προβληματιζόμενους ποιητές της
γενιάς του. Εμφανίζεται στα γράμματα το 1954 (με τη συλλογή Γενική αίσθηση)· όταν η εκτυφλωτική
φωταψία του ματαιωμένου οράματος, σβησμένη οριστικά, έχει κατακαθίσει και έχει
επικαλυφθεί από την οδυνηρή αίσθηση της ματαίωσης· όταν το αγωνιστικό ρίγος των
πρώτων έχει ήδη μετατραπεί σε υπαρξιακή αγωνία και έχει γίνει συνείδηση ότι
είναι αδύνατον να ταυτιστούν «η πορεία της επανάστασης και η πορεία του
ανθρώπου», ότι «ο θάνατος και η φθορά δεν αντισταθμίζονται με καμιά λυτρωτική
μελλοντολογία», ότι είναι καιρός οι όποιες αγωνιστικές αξίες να γκρεμιστούν
συθέμελα, αφού «κανένα αποτέλεσμα και κανένα τέρμα δεν μπορεί να είναι το
ζητούμενο» και αφού δεν μένει πια «παρά μόνο […] η ασταμάτητη θεομαχία μπροστά
σε ένα μέλλον που θα έχει πάντα ‘πολύ ξηρασία’». Είναι η εποχή που, όπως λέει ο
ίδιος, κάνουν, ολοένα και εντονότερα, την εμφάνισή τους «οι εκφυλιστικές τάσεις
της αντιστασιακής ποίησης με κύριο χαρακτηριστικό την αποδέσμευση από την
ιδεολογία, με παράλληλη υποτίμηση και απομυθοποίησή της».
Στην
ποίησή του είναι ευδιάκριτα -περισσότερο από όσο στην ποίηση των άλλων εκπροσώπων
της Δεύτερης Μεταπολεμικής γενιάς- τα ίχνη του επώδυνου περάσματός του από το
στάδιο της φθίνουσας ελπίδας «του αντιστασιακού πεσιμισμού», στο τέλμα ενός
«απέραντου μουδιάσματος». Ο πεσιμισμός, ο μηδενισμός, η αίσθηση της ματαίωσης
και της διάψευσης καθώς και η ενοχή, που χαρακτηρίζουν την ποίηση των
σημαντικότερων πρώτων μεταπολεμικών ποιητών, μπορεί να μην ανταποκρίνονται
πλήρως στα προσωπικά βιώματα, τις εμπειρίες, τις πνευματικές αναζητήσεις και ανησυχίες
του Λεοντάρη, βρίσκουν ωστόσο απήχηση στον -μονίμως ρέποντα προς τη νηφάλια
συγκινημένη και συναισθηματικά φορτισμένη πρόσληψη της πραγματικότητας και της
περιρρέουσας ατμόσφαιρας- ψυχισμό του, υποδορίως υποδεικνύοντάς του τρόπους και
εκφραστικές εκδοχές ανταποκρινόμενες στις ενδιάθετες τάσεις του. Στην περίπτωσή
του, θα τολμούσα να μιλήσω για έναν εσωτερικό «μετεμφυλιακό εμφύλιο» ο οποίος,
μολονότι διεξάγεται χωρίς όπλα, καθόλου δεν στερείται τραυματικών συνεπειών σε
ιδεολογικό και συνειδησιακό επίπεδο.
Ο
Λεοντάρης αισθάνεται «ηττημένος», χωρίς να έχει συμμετάσχει «εμπράκτως» σε
κάποια μάχη· δεν έχει γνωρίσει καμιάς μορφής χαρακώματα. Όπως και οι περισσότεροι
εκπρόσωποι της γενιάς του «βρέθηκε από νωρίς έξω από το ιστορικό παιχνίδι»,
στερημένος από τη «δυνατότητα ομαδικής δράσης. Πράγμα που σημαίνει αναγκαστικά
έλλειψη ομαδικής ζωής και μάλιστα σε όλα τα επίπεδα, όπως λ.χ. στο πνευματικό»
(Γιώργος Αράγης). Κι όμως, οι συνέπειες μιας χαμένης υπόθεσης τον κατατρέχουν
μονίμως, σε ατομικό, απολύτως προσωπικό και σε συλλογικό-γενεαλογικό επίπεδο.
Αν και η «συμμετοχή» του είναι πρωτίστως συναισθηματική, διακρίνει κανείς μιαν
εξ αποστάσεως ταύτισή του με τους πρωταγωνιστές του συντελεσμένου δράματος· τον
αισθάνεται να συμπεριφέρεται ως άμεσος συνεργός, να βιώνει την ήττα σε προσωπικό
επίπεδο και να τείνει, από νωρίς, προς μιαν ιδιότυπη ενδοσκόπηση, σπανίως αποκομμένη
από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, με συνεχείς αναδρομές σε τραυματικές μνήμες της
νεότητάς του, στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν και σε μιαν έμφοβη αντιμετώπιση του
κατακερματισμένου παρόντος.
Η
παθητική βίωση των δραματικών γεγονότων των δεκαετιών του ’40 και του ’50 και η
καθόλου άσχετη μ’ αυτήν συχνή, άμεσα ή έμμεσα εκδηλωνόμενη, τάση του να μυθοποιεί
γεγονότα και καταστάσεις, σε συνδυασμό με μιαν ενδιάθετη, ιδιοσυγκρασιακά
προσδιορισμένη εσώστροφη διάθεση, τον ωθεί σε μοναχικές και συχνά αντιπροσωπευτικές
της γενιάς του εξομολογήσεις, φορτίζοντας τον λόγο του συναισθηματικά και
συγκινησιακά, κάνοντάς τον να φαίνεται σαν «συγκινησιακό ισοδύναμο» σκέψεων και
αισθημάτων και συντελώντας στη διαμόρφωση μιας γλώσσας αυτοβιογραφικής στη
συναισθηματική μετάδοση της εμπειρίας του ιστορικού γίγνεσθαι (Δώρα Μέντη). Στη
διατήρηση, εξάλλου, της υψηλής συναισθηματικής θερμοκρασίας που διακρίνει την
ποίησή του, συμβάλλει και η, με την πάροδο του χρόνου, ολοένα επιταχυνόμενη
μετατροπή της ενοχής και της ηθικής ευθύνης, που μονίμως τον διακατέχουν, σε
μιαν δυσβάστακτη, υπαρξιακής υφής, αγωνία, την οποία καμιά μεταφυσική δεν
μπορεί να αμβλύνει. Η ιδιαιτερότητα, στην προκειμένη περίπτωση, έγκειται στο
γεγονός ότι ο εσωτερικός και ο εξωτερικός κόσμος, σαν δύο ομόκεντροι κύκλοι, επικαλύπτονται
ακατάπαυστα εναλλάξ, με συνέπεια άλλοτε να υπερισχύει ο ιστορικός-κοινωνικός
περίγυρος, διαβρωμένος από την υγρασία των προσωπικών συναισθημάτων και της
προσωπικής οδύνης, και άλλοτε η αγωνιώδης προσπάθεια του ανθρώπου που μονίμως
και διακαώς επιθυμεί να αυτοπροσδιορίζεται μπροστά στις αενάως μεταβαλλόμενες
-παρά το αναλλοίωτο του πυρήνα τους- εκδοχές της πραγματικότητας.
Το παρελθόν, στην ποίηση του Λεοντάρη, δεν
είναι κάτι που απλώς, άμεσα ή έμμεσα, ανακαλείται· υποβόσκει απειλητικό,
επίφοβο και διεκδικητικό του παρόντος. Η «ήττα» του χθες είναι και προβάλλει ως
«ήττα» του σήμερα, ενδεχομένως και του αύριο. Η αίσθησή της, ωστόσο, όσο
συγκινημένη, όσο φορτισμένη συναισθηματικά και αν προβάλλεται, ποτέ δεν
υπερβαίνει τα όρια της κάθε φορά επιβαλλόμενης νηφαλιότητας. Ίσως επειδή συχνά,
περισπαστικά, διαχέεται σε απροσδόκητες, λυρικές και άλλες λυρικότροπες, κάποτε
και ερωτικές κορυφώσεις, ενίοτε και εκρήξεις, που δεν αποκλείεται να είναι, ως
ένα σημείο τουλάχιστον, απόηχος της αγαπητικής σχέσης που πάντοτε διατήρησε με
τους νεορομαντικούς και νεοσυμβολιστές ποιητές του μεσοπολέμου. Μιας σχέσης που
δημιουργήθηκε και καλλιεργήθηκε είτε απ’ ευθείας είτε μέσω δύο
αγαπημένων του ποιητών: του Καρυωτάκη και του Αναγνωστάκη.
*Αισθάνομαι
ότι το κείμενο αυτό, γραμμένο υπό το καθεστώς αμηχανίας και συγκίνησης, από το
ξαφνικό άγγελμα του θανάτου του Βύρωνα Λεοντάρη (ο οποίος με τίμησε με τη φιλία
του για τουλάχιστον τριάντα πέντε χρόνια), δεν εκφράζει ούτε την αγάπη και την
εκτίμηση που έτρεφα για τον ποιητή και για το σύνολο του έργου του, ούτε
ανταποκρίνεται στη μέγιστη αξία της ποίησής του. Ελπίζω στο εγγύς μέλλον να
αξιωθώ να του αποδώσω τα δέοντα.
Ο
Κώστας Γ. Παπαγεωργίου είναι ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου