23/5/14

Ο Δράκος που ντρεπότανε

Ένα εκλογικό παραμύθι

G-L. LECLERC DE BUFFON, HISTOIRE NATURELLE. ΠΑΡΙΣΙ 1939. ΟΞΥΓΡΑΦΙΑ 2

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ Ν. ΦΑΡΜΑΣΩΝΗ

Τα ζώα του δάσους είχαν προβλήματα: Η Χελώνα κι ο Λαγός μαλώνανε κάθε μέρα, ποιος απ’ τους δυο τους τρέχει πιο γρήγορα, ο Τζίτζικας κι ο Μέρμηγκας μαλώνανε, τι είναι πιο καλό, όλο να τραγουδάς, ή όλο να δουλεύεις, η Αλεπού έτρωγε κρυφά το μέλι του Λύκου - και ο τεμπέλης Κούκος πετούσε έξω απ’ τις φωλιές τους τα αυγά των άλλων πουλιών και έχωνε μέσα τα δικά του, για να του τα κλωσάνε τα κορόιδα. Και είπανε να ψηφίσουνε ένα Δήμαρχο, να βάλει κάποια τάξη στο δάσος.
Θέλανε τρεις να γίνουνε Δήμαρχοι. Οι τρείς ήταν: Ο Σκίουρος, Ο Τυφλοπόντικας, και το Γουρούνι. Κι ανοίξανε στο χώμα μια γούβα και είπανε: Όποιος θέλει το Σκίουρο, θα ρίχνει ένα καρύδι, όποιος θέλει τον Τυφλοπόντικα, ένα κρεμμύδι - και όποιος θέλει το Γουρούνι, ένα βελανίδι.
Ρίξανε για ψήφο στον καθένα το φαγητό που του αρέσει.
Επειδή όμως δε βρίσκανε εκεί γύρω ούτε καρύδια, ούτε και κρεμμύδια - και βαριόντουσαν να ψάξουνε, ρίξανε οι πιο πολλοί βελανίδια. Κι έτσι βγήκε το Γουρούνι για Δήμαρχος.
Το Γουρούνι, μόλις βγήκε Δήμαρχος, άρχισε να μαθαίνει μουσική και ν’ ασχολείται με τις τέχνες. Από κείνη τη μέρα σταμάτησε να κάνει όλο “γκρου” και “γκρου” κι άρχισε όλο να τραγουδάει...

Το βράδυ μετά τις εκλογές, μαζεύτηκε ο λαός του δάσους με τραγούδια, να γιορτάσει τον πρώτο του Δήμαρχο. Τότε το Γουρούνι βγήκε απ’ τη φωλιά του να τους υποδεχτεί:
ΓΟΥΡ: Φίλοι μου! Από αύριο μας περιμένει σκληρή δουλειά. Εγώ δεσμεύομαι να βάλω τάξη στο δάσος. Εσείς θα ερχόσαστε σ’ εμένα με μια φούχτα βελανίδια κι εγώ θα λύνω τα προβλήματα σας. Ευχαριστώ όσους με ψήφισαν, αλλά και όσους δεν με ψήφισαν! Ζήτω το ελεύθερο Δάσος!
Και το πρωί έβαλε τα ζώα και γκρέμισαν τη μεγάλη βελανιδιά και του φτιάξανε μια παράγκα για Δημαρχείο κι έβαζε κάθε μέρα «τάξη» σε όλα.
Μ’ έναν δικό του τρόπο, πρέπει να πούμε:
Έδεσε το Λαγό με ένα κλωνάρι λυγαριάς, για να βγαίνει πάντα πρώτη η Χελώνα και να τελειώνουμε, έβαλε το Τζιτζίκι να δουλεύει και το Μυρμήγκι να τραγουδάει, ζήτησε το μέλι του Λύκου να πάει στο Δημαρχείο, για να το φυλάει ο ίδιος - και απαγόρευσε στον Κούκο να ξανακάνει αυγά!
Αξέχαστη έχει μείνει η μουσική βραδιά, όπου το Γουρούνι κάλεσε όλα τα ζώα για να απολαύσουν το μουγκό Μυρμήγκι σε μονωδίες του δάσους.
Αυτή η νέα λογική του Γουρουνιού μάζεψε ουρές με παραπονούμενους έξω από το Δημαρχείο. Και κάθε παραπονούμενος έφερνε και μια φούχτα βελανίδια. Τα πολλά παράπονα έφεραν πολλή δουλειά στο Δημαρχείο - και τότε ο Δήμαρχος αναγκάστηκε να προσλάβει τα παιδιά του και τα παιδιά των φίλων του των Γουρουνιών, για να τα βγάζει πέρα με τα παράπονα.
Αφού όμως για κάθε παράπονο έπρεπε να φέρνεις και μια φούχτα βελανίδια, λιγόστεψαν πάρα πολύ και τα βελανίδια στο δάσος. Έτσι όμως λιγόστευαν σιγά-σιγά και τα παράπονα, αφού, για να πας παραπονούμενος, έπρεπε να ‘χεις βρει βελανίδια.
Το τελευταίο βελανίδι το βρήκε η Χελώνα. Και μ’ αυτό πήγε παραπονούμενη στο Δήμαρχο. Το αίτημα ήταν να σταματήσει κάθε μέρα να τρέχει μονάχη της χωρίς να τη βλέπει κανένας...
Ο Δήμαρχος όμως θύμωσε που του πήγε όλο κι όλο ένα βελανίδι, ξέχασε τους καλούς του τρόπους κι άρχισε πάλι να γρυλλίζει. Και η Χελώνα, που είχε σπασμένα τα νεύρα της, του πέταξε το βελανίδι στη μούρη και του είπε πως δεν τον θέλει πια κανείς, μήτε η κουτσή Κουρούνα.
Αυτή η συμπεριφορά της Χελώνας πείραξε πάρα πολύ το Δήμαρχο. Και κείνο το βράδυ έκανε άσχημο ύπνο, έβλεπε εφιάλτες. Και το πρωί κάλεσε όλα τα Ζώα και τους είπε:
-Φίλοι μου! Είμαι πολύ στεναχωρημένος. Εχθές η Χελώνα, που, ας μην ξεχνάμε, εγώ την έκανα πρωταθλήτρια, η Χελώνα λέγω, μου πέταξε ένα βελανίδι στη μούρη, λέγοντάς μου πως αυτό είναι και το τελευταίο!
Και τα Ζώα του είπαν με μια φωνή:
ΖΩΑ: Δίκιο έχει! Το τελευταίο είναι!
ΓΟΥΡ: Φίλοι μου, ας μη σταθούμε σε αυτό!
Εγώ δεν θα επιμείνω στα βελανίδια. Από σήμερα μπορεί να μου φέρνει ο καθένας ό, τι τρώει αυτός και τα παιδιά του. Εγώ, όλα θα τα τρώω...
ΖΩΑ: Τρως πολύ! Πάρα πολύ! Όσο τρώμε όλοι εμείς μαζί, το τρως μόνος σου!
ΓΟΥΡ: Φίλοι μου! Ακούστε, δεν ήθελα να σας το πω, γιατί είναι μεγάλο μυστικό. Όλα αυτά, εσείς νομίζετε ότι τα τρώω μόνος μου; Κάνετε λάθος! Τα πιο πολλά είναι για τον πολυχρονεμένο μας το Δράκο!
ΖΩΑ: Ποιο Δράκο; Τι μας λες τώρα; Εμείς δεν είδαμε ποτέ κανένα Δράκο!
ΓΟΥΡ: Δεν τον είδατε, γιατί κρύβεται. Είναι πανύψηλος και τρομερός, μα κρύβεται!
ΖΩΑ: Τι θα πει κρύβεται; Από πότε κρύβονται οι Δράκοι;
ΓΟΥΡ: Κρύβεται, γιατί ντρέπεται... Και κοκκινίζει άμα τον δουν και τότε χάνει τη δύναμή του και λιποθυμά. Γι αυτό κρύβεται πίσω από ένα πανύψηλο δέντρο, εκεί στην καρδιά του βουνού, εκεί που φυλάει και το νερό μας!
ΖΩΑ: Ποιο νερό μας;
ΓΟΥΡ: Το νερό που κυλάει στο ποταμάκι μας και πίνουμε και δροσιζόμαστε κι εμείς και τα παιδιά μας, το φυλάει ένας Δράκος. Και είναι καλός και μας αγαπάει.
ΖΩΑ: Κι αφού κρύβεται, πώς τον είδες εσύ; Τι ψέματα μας κατεβάζεις;
ΓΟΥΡ: Εγώ δε τον βλέπω ποτέ. Του πάω μόνο τα δώρα του κάθε δειλινό και τον ακούω που βουίζει πίσω απ’ το μεγάλο δέντρο. Κι όταν φύγω, έρχεται και τα παίρνει και τα τρώει!
ΖΩΑ: Τι σαχλαμάρες είν’ αυτές; Δεν υπάρχουν Δράκοι. Κανένας Δράκος δε φυλάει το νερό μας. Το νερό είναι δικό μας. Το ίδιο νερό πίνανε κι οι πατεράδες και οι παππούδες μας. Δεν υπάρχουν Δράκοι! Δεν υπάρχουν Δράκοι!
Και τα Ζώα έφυγαν ευχαριστημένα, που για πρώτη φορά μιλήσανε έξω από τα δόντια. Και πήγαν σπίτι τους τραγουδώντας και χορεύοντας. Και κοιμήθηκαν όμορφα στις φωλιές τους. Μα την άλλη μέρα το πρωί, που πήγαν στο ποταμάκι για να πιούν νερό, δε βρήκαν σταγόνα. Τότε είπε η Νυφίτσα στον Ασβό:
ΝΥΦ: Τι να σημαίνει άραγε αυτό;
ΑΣΒ: Λες να σημαίνει αυτό που φοβάμαι;
Και προσπάθησαν κι οι δυο τους να γλείψουν λίγες σταγόνες.
Κι έτσι τα Ζώα άρχισαν να πιστεύουν τα λόγια του Δήμαρχου, πως το νερό τους, το φυλάει ο Δράκος - και τώρα θύμωσε μαζί τους και τους το ‘κοψε! Κι άρχισαν πάλι τώρα να δίνουν φαγητά στο Γουρούνι, για να τα δίνει στο Δράκο, για να μη θυμώνει! Μάλιστα τώρα έδινε κάθε ζώο κάθε μέρα φαγητό, είχε δεν είχε δουλειά στο Δημαρχείο.
Κι έπαψαν πια να κάνουν άλλα παράπονα στο Γουρούνι. Και οι μόνες ουρές που έκαναν τώρα έξω από το Δημαρχείο ήταν για να καταθέσουν τα τρόφιμα του Δράκου. Μα ερχόταν χειμώνας σιγά-σιγά και το φαΐ λιγόστευε στο δάσος - και πού να βρεις φαΐ να ταΐσεις τα παιδιά σου και να δίνεις και κάθε μέρα και στο Δράκο! Τα παιδιά τους άρχισαν να πεινάνε! Και οι γονείς μαζεύτηκαν έξω απ’ το Δημαρχείο και φωνάζανε:
ΖΩΑ: Φαΐ! Δεν υπάρχει άλλο φαΐ! Τί θα κάνουμε; Εντάξει ο Δράκος, αλλά δε μπορούμε να δίνουμε τόσο φαΐ κάθε μέρα!
Και τότε βγήκε μελαγχολικό το Γουρούνι και τους είπε:
ΓΟΥΡ: Φίλοι μου, έχετε δίκιο. Έκανα λάθη. Το καταλαβαίνω! Γι’ αυτό παραιτούμαι! Ας γίνουν νέες εκλογές, για νέο Δήμαρχο!
Αυτό ήταν! Τα ζώα άρχισαν να πανηγυρίζουν σαν τρελά:
ΖΩΑ: Νικήσαμε! Ζήτω! Κάτω το Γουρούνι! Ζήτω το ελεύθερο Δάσος! Εκλογές! Να ψηφίσουμε άλλο Δήμαρχο! Ζήτω!
Βέβαια, πριν απ’ τις νέες εκλογές, έπρεπε να μιλήσουν οι υποψήφιοι. Ήταν πάλι οι ίδιοι: ο Σκίουρος, ο Τυφλοπόντικας και ...το Γουρούνι. Βγήκαν μπροστά στα ζώα ο καθένας και είπαν:
Πρώτος βγήκε ο Σκίουρος: Φίλοι μου, μην ακούτε τα ψέματα. Δεν υπάρχει Δράκος! Απλώς το Γουρούνι ήθελε να τρώει όλη μας την τροφή μαζί με τα παιδιά του και τα παιδιά των φίλων του των Γουρουνιών, που τα’ χει όλα και δουλεύουν τάχα στο Δημαρχείο! Δράκος, λοιπόν, δεν υπάρχει! Εμείς οι Σκίουροι που ανεβαίνουμε σ’ όλα τα δέντρα , δεν είδαμε ποτέ ένα δέντρο να κρύβει έναν πανύψηλο Δράκο - και μάλιστα που να ντρέπεται! Απλώς δεν υπάρχει! Μην πιστεύετε σε Δράκους! Ψηφίστε εμάς, που λέμε την αλήθεια!
Μετά βγήκε ο Τυφλοπόντικας και είπε: Καλοί μου φίλοι! Δεν ξέρουμε, αν υπάρχει Δράκος, ή όχι! Αν όμως υπάρχει, εμείς οι Τυφλοπόντικες δεσμευόμαστε για ένα πράγμα: Αν ο Δράκος, μας κόψει ξανά το νερό, εμείς που σκάβουμε τούνελ μέσα στη γη , θ’ ανοίξουμε κάτω απ‘ τη γη κανάλι και θα το φέρουμε ξανά στο δάσος μας! Γι αυτό σας λέω, είμαστε πολύτιμοι! Ψηφίστε μας εμάς - και δεν θα χάσετε! Μη φοβόσαστε τόσο πολύ το Δράκο! Εμείς θα σας σώσουμε!
Και τελευταίο μίλησε το Γουρούνι. Ήταν πολύ βαθιά συγκινημένο - και είπε: Φίλοι μου, παλιοί και νέοι! Μη σας κρύβουν την αλήθεια και σας κοροϊδεύουν! Ένα είναι σίγουρο: Δράκος υπάρχει! Το είδατε και μόνοι σας, όταν μας έκοψε το νερό. Όμως εγώ, απόψε, θα τολμήσω να πω, αυτό που δεν τόλμησε ως τώρα να πει κανένας:
Εγώ, το Γουρούνι, δεσμεύομαι, αν αύριο με βγάλετε Δήμαρχο, δεσμεύομαι να σκοτώσω το Δράκο με τα ίδια μου τα χέρια ! Θα μου πείτε, πώς θα γίνει αυτό, αφού είναι τρομερός και πανύψηλος. Ακούστε, λοιπόν:
Θα πάρω μαζί μου όλα τα Γουρούνια του Δημαρχείου και θα πάμε να ροκανίσουμε τις ρίζες του δέντρου που κρύβει το Δράκο! Αυτό θα πέσει κάτω, εμείς θα δούμε το πρόσωπο του Δράκου, εκείνος θα ντραπεί, θα κοκκινίσει, θα λιποθυμήσει - και τότε θα τον σκοτώσω! Αυτά!
Αν δε σκοτώσω αύριο το βράδυ το Δράκο, να μη με λένε Γουρούνι! Ψηφίστε με!
Και τα Ζώα συγκινήθηκαν τόσο πολύ από τα ψέματα του Γουρουνιού, που πίστεψαν ότι τελικά ο Δράκος υπάρχει - κι ότι ο μόνος που θα μπορούσε να τους σώσει, ήτανε το Γουρούνι. Και άρχισαν να πανηγυρίζουν και να φωνάζουν:
-Ζήτω το Γουρούνι! Ζήτω το Γουρούνι!
-Είσαι, είσαι ο Δήμαρχός μας!
Και τα Ζώα ψήφισαν ξανά το Γουρούνι για Δήμαρχο! Και το βράδυ μετά τις εκλογές μαζεύτηκαν όλοι έξω από το Δημαρχείο και περίμεναν, να τους πουν, ότι ο Δράκος σκοτώθηκε. Περίμεναν... Περίμεναν... Αλλά τίποτα! Κανείς δε φάνηκε... Κανείς δεν ακούστηκε! Ο Δήμαρχος θα πρέπει να κοιμότανε, γιατί τον άκουσαν να ροχαλίζει δυνατά.
Την άλλη μέρα το πρωί, τα Ζώα πήγαν όλα αγριεμένα στο Δημαρχείο και ρωτούσαν: «Γιατί δεν τον σκότωσε;»
Τότε βγήκε ο ίδιος ο Δήμαρχος και τους είπε: Θα τον σκοτώσω... Είναι άρρωστο το μεγάλο μου το παιδί με τα μεγάλα τα δόντια, που θα κόψει τις ρίζες του δέντρου. Μόλις γίνει καλά, θα πάμε και θα τον σκοτώσω... Μα οι μέρες περνούσαν και το παιδί ήταν όλο άρρωστο...
Και το παιδί έγινε καλά. Και πάλι ο Δράκος δεν σκοτωνόταν... Και οι μέρες όλο περνούσαν... Τα Ζώα τότε αγρίεψαν πάρα πολύ - κι έλεγαν στο Δήμαρχο πως τα κορόιδεψε πάλι και πως τσάμπα τον ψηφίσανε... Και του έριχναν τις κατάρες τους!
Τότε ο Δήμαρχος έβαλε τα Γουρούνια και κόψανε πάλι κρυφά το νερό. Και είπε πως ο Δράκος θύμωσε τώρα πιο πολύ που θέλανε να τον σκοτώσει. Όμως τότε τα Ζώα ζήτησαν απ’ το Γουρούνι να τους πάει τώρα αμέσως στο δέντρο που τους έλεγε πως κρύβει το Δράκο. Και κρατούσαν στα χέρια τους μεγάλα ξύλα και πέτρες!
ΖΩΑ: Εμπρός! Ή το Δράκο σου θα σκοτώσουμε ή εσένα!
Tότε κοκκίνισε η μούρη του πάρα πολύ και κυλίστηκε κάτω κι άρχισε να φωνάζει, γιατί έψαχνε λάσπη να δροσιστεί και δεν έβρισκε πουθενά, αφού όλα τριγύρω ήταν ξερά... Αυτή ήταν και η τελευταία δημόσια εμφάνιση του Γουρουνιού.
Και τότε τα ζώα ξήλωσαν την παράγκα που του ‘χανε φτιάξει για Δημαρχείο. Και βρήκαν πως ήτανε μέσα γεμάτη καρπούς και μέλια. Και διώξανε απ’ το Δάσος και το Γουρούνι κι όλους τους δικούς του.

Ο Κώστας Ν. Φαρμασώνης είναι σκηνοθέτης

Δεν υπάρχουν σχόλια: