Ο καιρός του επόμενου βλέμματος*
Μη με
διαβάζετε/ όταν/ έχετε/ δίκιο
«Ρομαντικός επίλογος»
ΤΟΥ ΘΩΜΑ
ΤΣΑΛΑΠΑΤΗ
Πέρυσι, από τις 30 Γενάρη έως τις 28 Μαΐου, το
θέατρο Άττις φιλοξένησε δέκα νέους ποιητές, από 25 έως 35 ετών, σε μια σειρά
εκδηλώσεων με τον τίτλο «Ιστορία ερχόμαστε. Κοίτα τον ουρανό!» (τίτλος
δανεισμένος από το γνωστό σύνθημα του Δεκέμβρη του 2008). Όταν ο Θεόδωρος
Τερζόπουλος μας πρότεινε ο κύκλος των αναγνώσεων να είναι αφιερωμένος στην
μνήμη του Νίκου Καρούζου, αποδεχτήκαμε την πρόταση ως μια χειρονομία που
συμπλήρωνε με φυσικότητα τις προθέσεις και το περιεχόμενο του εγχειρήματος. Ο
κύκλος ξεκίνησε με την ανάγνωση ενός ποιήματος του Νίκου Καρούζου από τον
Θεόδωρο Τερζόπουλο (το ποίημα «Ρομαντικός Επίλογος» από τη συλλογή Πενθήματα). Κατά τη διάρκεια των
εκδηλώσεων, αρκετοί ποιητές διάβασαν ποιήματα του Καρούζου ανάμεσα στα δικά
τους, στίχους εμπνευσμένος ή αφιερωμένους σε αυτόν. Λίγους μήνες μετά, και ενώ
η ανάμνηση ταξινομεί στο παρελθόν τα γεγονότα, τίθεται το ερώτημα από πού
προήλθε η φυσικότητα με την οποία το όνομα ενός ποιητή της πρώτης μεταπολεμικής
γενιάς συνοδεύει τις προσπάθειες ποιητών γεννημένων από το 1977 και μετά. Γιατί
ο Νίκος Καρούζος;
Μια
αγαπητική σχέση
Ο Νίκος Καρούζος είναι ο ποιητής που συναντά κανείς
συχνότερα ξεφυλλίζοντας τα βιβλία των νεότερων ποιητών. Στίχοι του ως μότο
ποιημάτων, ή ακόμη και συλλογών, ποιήματα αφιερωμένα στη μνήμη και τον ποιητικό
του τρόπο, δάνεια μοτίβα, παραφράσεις και διασκευές στίχων, ακόμη και ολόκληρων ποιημάτων. Η έκταση της
αναφοράς, αλλά και ο τρόπος της, ορίζει τη σχέση αυτή ως κάτι πιο έντονο από
μια απλή αφετηρία ή επιρροή. Η σχέση των νεοτέρων με τον Καρούζο προκύπτει ως μια
σχέση αγαπητική.
Είναι αρκετά επικίνδυνο, όταν προσπαθείς να βυθομετρήσεις
το φαινόμενο της γοητείας, να αστοχήσεις επιπλέοντας στην πιο ρηχή επιφάνεια.
Μιλώντας για τον Νίκο Καρούζο μπορούμε εύκολα να καταλήξουμε (όπως έχει συμβεί
τόσες και τόσες φορές) στην καταγραφή
και στην καταμέτρηση ανεκδοτολογικών γεγονότων της ζωής του, που προσθέτουν στον
μύθο του ποιητή. Στον μύθο του Νίκου Καρούζου όσο και στον τρόπο με τον οποίο
ένα μεγάλο κομμάτι ανθρώπων (ανάμεσά τους και ποιητές) αντιλαμβάνεται τη θέση
και την ιδιότητα του ποιητή σε αυτόν τον κόσμο: αλκοόλ, φτώχια, ξενύχτια,
φιλίες, γυναίκες, καπνοί τσιγάρων, γόπες πραγματικότητας σβησμένες στα τασάκια
του μύθου. Τόσο συχνά -από τον
Μπωντλερικό 19ο αιώνα έως και σήμερα- ο ποιητής υπάρχει και ως στερεότυπο ενός συγκεκριμένου
τρόπου ζωής. Τόσο συχνά λοιδορείται ή γίνεται αποδεκτός, υφίσταται ως
αντικείμενο χλευασμού ή θαυμασμού και μίμησης, μέσα στις αυστηρά
προκαθορισμένες και μυθολογημένες ιδιότητές του. Και αν ο Νίκος Καρούζος υπήρξε,
μέχρι και σήμερα, μια από τις πιο χαρακτηριστικές και μυθολογημένες περιπτώσεις
Έλληνα ποιητή, ως προς τις επιλογές και τους τρόπους ζωής, είναι αρκετή μια
τέτοια ιδιότητα ώστε να εξηγήσει την ιδιαίτερη σχέση του με την νεότερη γενιά
ποιητών; Ο ποιητής υπάρχει, πριν απ’ όλα και πάνω από όλα, μέσα στα ποιήματά
του, ανεξάρτητα της στάσης, της γοητείας ή της διάψευσης του βίου του. Η σχέση,
λοιπόν, πρέπει να εξεταστεί αυστηρά μέσα στους στίχους και τα ποιήματα του
Νίκου Καρούζου.
Μια γιορτή
αντιφάσεων
Ερχόμενος σε επαφή με το σύνολο του ποιητικού έργου
του Καρούζου, έρχεσαι συχνά σε αμηχανία όταν προσπαθείς να βγάλεις ασφαλή
συμπεράσματα. Ποιητής κυρίως του στίχου (σε μια παράδοση που μοιάζει να έρχεται
από τον Σολωμό) και όχι του ποιήματος, ο Νίκος Καρούζος μοιάζει να γιορτάζει
τις αντιφάσεις του ακόμα και μέσα στην ίδια σελίδα. Τόσο συχνά έρχεσαι σε επαφή
με μοτίβα και αποκρίσεις που θα αναιρεθούν μετά από λίγα ποιήματα. Και όμως, η
διαδοχή των αντιφάσεων δεν παρουσιάζεται ως ποιητική αδυναμία, αλλά αντίθετα ως
πρόταση κι ως αποτέλεσμα που προκύπτει φυσικά, ως δομικό στοιχείο Ποιητικής. Η
καταγραφή τους δεν αποτελεί μια φιλολογική καταλογογράφηση για τον γυαλάκια του
μέλλοντος (όπως θα έλεγε ο ίδιος), αλλά αντίθετα μια περιγραφή του στίγματος
που προκύπτει από την ποιητική επαφή.
Η πρώτη αντίθεση που συναντά κανείς (κι ένα από τα
σημαντικότερα στοιχεία της ποίησης του) είναι η αντίθεση ανάμεσα στη
θρησκευτικότητα και την υλικότητα. Ο Καρούζος υπήρξε ένας ποιητής της ύπαρξης («βρισκόμαστε
μπροστά σε μια ποίηση όχι υπαρξιακή αλλά υποστασιακή», διευκρινίζει εύστοχα ο
Γιάννης Δάλλας) και ταυτόχρονα ποιητής ανοιχτός προς το κοινωνικό. Η γλώσσα και
οι αναφορές στην αγία γραφή, στους πατέρες της εκκλησίας, στη γλώσσα του
Παπαδιαμάντη, επιστρατεύονται για να εκφράσουν την ένταση της ύπαρξης.
Εξετάζοντας όμως πιο προσεκτικά τα ποιήματα, καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως ο
ποιητής πλέκει το εγκώμιο της ύλης. «Πιστεύω εις έναν ποιητή εκτός ουρανού...»,
γράφει. Ο Νίκος Καρούζος παρέμεινε ένας ευλαβικός υλιστής, μακριά από την
υλοφροσύνη. Στους στίχους του δίνει στον εαυτό του το όνομα Χερουβίμ Αρουραίος
και γιορτάζει την Θρησκεία του Σκούληκα, διατρανώνοντας την αντίθεση του έργου
του εγκιβωτισμένη ανάμεσα σε δύο λέξεις. Το θείο υπάρχει στους στίχους αποκαθηλωμένο
από το υπερβατικό («η αμηχανία του θείου», μας λέει) και μέσα σε αυτούς προσπαθεί
να βγάλει από την ύλη ό,τι την ξεπερνά, να στύψει την υλικότητά της. Η
μεταφυσική στην ποίηση του Καρούζου γίνεται τελικά ένας τρόπος να συγκρατείς
την ομορφιά μες την φθαρτότητα.
Μια άλλη αντίθεση που προκύπτει από την πρώτη, είναι
η αντίθεση ανάμεσα στις «υψηλές» λέξεις που χρησιμοποιεί ο Καρούζος, με λέξεις
και μοτίβα της πιο πεζής καθημερινότητας. Η Θεία Ευχαριστία μπορεί να
συγκατοικεί ευρύχωρα στον ίδιο στίχο με έναν τροχονόμο. Ο Καρούζος χρησιμοποιεί
μια γλώσσα που έρχεται από μακριά, προσπαθώντας να αναστήσει ερείπια λέξεων
στην λειτουργική τους μαγεία και όχι στην ετυμολογική ακρίβεια των λεξικών.
Ταυτόχρονα, μπολιάζει το οραματικό στο καθημερινό, μέσα από ηχομιμητικές λέξεις
και νεολογισμούς. Μέσα σε αυτόν τον ποιητικό ορίζοντα, λέξεις όπως «λευκοπλάστης»,
«ανελκυστήρας» ή «υπνόσακος» χάνουν την καθημερινή τους υπόσταση και αποκτούνε
νέο βάθος, κάπου ανάμεσα στην ετυμολογία τους και την μεταφορά. Μέσα από την
λεξιπλασία, ο Καρούζος κάνει την ομορφιά σχεδόν χειροποίητη.
Παράλληλα με την αντίθεση των λέξεων μπορούμε να
παρατηρήσουμε μια αντίθεση και στους στίχους ή ακόμα και στα ποιήματα. Ενώ στο
σώμα του κειμένου βρίσκουμε τόσο συχνά στίχους μιας τρομακτικής αισθητικής
συμπύκνωσης και μιας πρωτόγνωρης εκφραστικής αρτιότητας, σε άλλα σημεία (κυρίως
στη β΄ περίοδο όπως έχει οριστεί από την έκδοση των απάντων) η αισθητική δεν
είναι η βασική επιδίωξη. Έτσι, ο ποιητής συχνά κατασκευάζει στίχους και
ποιήματα στα όρια της αντιποίησης, αποκλείοντας την εμφανή ομορφιά και
καλλιέπεια. Ο Καρούζος είναι ένας ποιητής που δεν φοβάται να δοκιμάσει,
κατασκευάζοντας έναν πειραματισμό, συχνά στα όρια του παιχνιδίσματος. Αυτό το
χαμογελαστό καινούργιο, που δεν διεκδικεί δάφνες μεγέθους αλλά την λάμψη της
πρωτοτυπίας, και συχνά την αμεσότητα της ειλικρίνειας, δεν διστάζει να στραφεί
συχνά ενάντια στην ίδια την ποίηση, ακόμα και ενάντια στον ποιητή.
Η ίδια η ποίηση εμφανίζεται στους στίχους του
Καρούζου ως μια υπόθεση εξαιρετικά σημαντική. Ο ποιητής οντολογεί μέσα από τις
λέξεις. Η ποίηση είναι ταυτόχρονα ηθική, πολιτική και τελικά μια στάση ζωής.
Δοσμένος και κυριευμένος από ποίηση, περιγράφει την λειτουργικότητά της: «η
ποίηση βατεύει τα γεγονότα», και αλλού: «γράφοντας εκδικούμαστε τα πράγματα». Η
ένταση και η σημασία συνεπάγεται κόστος και φθορά για τον ίδιο τον ποιητή. Ο
ίδιος έγραφε πως σε κάθε βιβλίο γκρεμίζεται. Προκαλεί λοιπόν έκπληξη (για μία
ακόμη φορά), όταν ο Καρούζος δεν διστάζει να στραφεί και κατά της ίδιας της
σημασίας της ποίησης: "Η γραπτή ποίηση/ σωριάστηκε στο στήθος μου/ σαν ένα
τίποτα", γράφει ανάμεσα σε άλλους στίχους με παρόμοια διάθεση. Ο ποιητής
αυτοϋπονομεύεται έως τα έγκατα, μέχρι την ολική του αναίρεση, σε μια σειρά κριτικών και ειρωνικών προς τον
εαυτό του παρενθέσεων μέσα στους στίχους του («το ‘χω παρακάνει μ’ αυτό το
έαρ’, «ε, άντε στο διάβολο, το χεις πια παραχέσει», «σαν πολλά δεν είν’ ως τώρα
τα θηλυκά σου ουσιαστικά βρε παρλαπίπα;», ανάμεσα σε άλλους αντίστοιχους
στίχους).
Για την
άγρια σκέψη του Νίκου Καρούζου*
Ο ίδιος ο ποιητής μας έχει αποτρέψει από το να
έχουμε δίκιο και το να προσπαθείς να μιλήσει συνολικά για ένα έργο σαν αυτό του
Νίκου Καρούζου μοιάζει με το να προσπαθείς να αγκαλιάσεις την άμμο. Παρ’ όλα
αυτά, ο αναγνώστης, ακόμη και γοητευμένος, δεν μπορεί παρά να κουβαλά
εντυπώσεις, αισθήσεις, συμπεράσματα.
Η ποιητική των αντιφάσεων που περιγράψαμε παραπάνω
δεν παύει με την παράθεσή τους. Τα αντίθετα βρίσκουν χώρο εξίσου μέσα στα
ποιήματα. Μέσα από τη συνύπαρξη και την ισότιμη ένταση, οι αντιθέσεις
αυτοαναιρούνται. Η διαδικασία αυτή καταφέρνει να παραδώσει στον αναγνώστη ανάγλυφη
την ένταση της ποιητικής διαδικασίας. Μιας διαδικασίας με όρους ύπαρξης και
αγωνίας. Η αγωνία της ύπαρξης παρατίθεται ως γεγονός και ως διαδρομή και όχι ως
συμπέρασμα ή απάντηση. Η γλώσσα του Νίκου Καρούζου -όλη αυτή η ανάσα ενάντια
στην αναπνοή- μέσα από το μέγεθος της πάλης και το αγκομαχητό της δημιουργίας,
ταυτίζεται με την πάλη του ανθρώπου που προσπαθεί να κάνει ποίηση, να φτιάξει
με όρους επείγοντος και τελικά να υπάρξει μέσα απ’ αυτή. Η προσπάθεια για
γλώσσα γίνεται προσπάθεια για ύπαρξη. Ένας τρόπος η ζωή να ειπωθεί στην
ρευστότητά της και ο πυρήνας της να έρθει στην επιφάνεια.
Ο νέος που ξεκινά να γράφει και να ψηλαφίζει το
άρρητο, εντοπίζει μέσα σε αυτή την προσπάθεια τους λόγους που τον οδήγησαν
στην ποίηση, την δικιά του επιθυμία στην
πιο καθαρή μορφή της. Διαβάζοντας την ποίηση του Καρούζου -και ενώ βρίσκεται
ακόμη στο δικό του ξεκίνημά- έρχεται σε επαφή με την ποιητική ευφυΐα, την
ποιητική δέσμευση, τη στράτευση στον στίχο. Ταυτόχρονα όμως μέσα από έναν
εναγκαλισμό οικειότητας μοιράζεται με τον ποιητή τον ενθουσιασμό της ανάγκης ή
αυτό που ο ίδιος ο Νίκος Καρούζος θα περιέγραφε ως «απαίτηση του ανεπανάληπτου».
*οι φράσεις
είναι δανεισμένες από στίχους του ποιητή
Ο Θωμάς Τσαλαπάτης είναι ποιητής
tsalapatis.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου