ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΧΑΤΖΗΜΩΥΣΙΑΔΗ
Ζω σε μιαν υπό κατοχή επικράτεια λέξεων, και
κάθε φορά που προσπαθώ με ένα γραφτό να βεβαιώσω τα πνευματικά μου δικαιώματα
στην κυριότητα, στη νομή και τη χρήση τους βρίσκω ξανά και ξανά τον εαυτό μου
να διαβάζει το ανέκδοτο χειρόγραφο του Πεσόα, που ως γνωστόν περιέφεραν οι
ηττημένοι του εμφύλιου πολέμου στο ξύλινο Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου, για να το
αποθέσουν στην είσοδο ενός τεράστιου Πύργου με σκοτεινά γραφεία και δαιδαλώδεις
διαδρόμους λίγο προτού εκτελεστούν, όπως μας ιστορεί ο Φλομπέρ στην Αισθηματική
Αγωγή τα ξημερώματα της 18ης Ιανουαρίου του 1848 από τις δυνάμεις της
παλινόρθωσης.
Ζω σε μιαν υπό κατοχή επικράτεια λέξεων και
κάθε φορά, που προσπαθώ με ένα γραφτό να βεβαιώσω τα πνευματικά μου δικαιώματα
στην κυριότητα, στη νομή και τη χρήση τους βρίσκω ξανά και ξανά τον εαυτό μου
να περιφέρεται πίσω από τις σκιές των ηρώων μου και να αφουγκράζεται το αύλισμα
του μικρού βοσκού, που κάθε απόγευμα παρασύρει εν αγνοία του αθώες παιδούλες
στο πιο βαθύ μπλουμ, ενόσω οι γιαγιάδες τους εξομολογούνται τα ένοχα
κρίματά τους στον Πατριάρχη Ιωακείμ, μια μέρα αφότου συλλειτούργησε στον
καθεδρικό ναό του Αγίου Πέτρου μαζί βεβαίως με την εγκυμονούσα Πάπισσα Ιωάννα.
Έτσι, διατελώ αμήχανος και συγκεχυμένος,
χτυπώντας πλήκτρα, ανασκολοπίζοντας λέξεις και σέρνοντας από τα μαλλιά
περιόδους, με την εφηβική αφέλεια της ανακάλυψης μιας νέας ηπείρου και την
αλαζονική προσδοκία μιας νέας κοσμογονίας να ξεθυμαίνουν από τη πρώτη κιόλας
μαρτυριάρα φράση, που σε πείσμα των πιο πετυχημένων μεταφορών μου διακηρύσσει
με την αξιοπιστία του αυτόπτη μάρτυρα ότι παραμένω αυτόκλητος προσκεκλημένος
στο Κοινόβιο του Χάκκα, το τρίτο μέρος από το Διπλό Βιβλίο του Χατζή, η
αδικαίωτη δικαίωσης του Καρυωτάκη, ο “καλά τους κάνανε” τουρίστας του Ιωάννου,
ο αργόσυρτος λυγμός του Λειβαδίτη για τη δικιά του Μαρία, ένα ανολοκλήρωτο
ημιστίχιο από τους σπασμούς της Γώγου, τα απειλητικά μάτια της κατσαρόλας του
Ρίτσου, το πρώτο τεύχος του Ιδεοδρόμιου, μαζί βέβαια με όλη τη σειρά από τον
“Μικρό Σερίφη” και ένα ξεσκισμένο “Ταρατατά” που είχα βρει πιτσιρικάς
σουλατσάροντας στο δάσος, πεταμένο από τους φαντάρους της θερινής διαβίωσης.
Παρ' όλα αυτά, δεν λέω να το βάλω κάτω και
κάθε φορά που ανοίγω τον υπολογιστή μου για να ξαναπάρω μέρος στην ίδια
αυταπάτη της γραφής, ζητιανεύοντας δηλαδή δάνειες ιδέες από τα ράφια της
βιβλιοθήκης μου ή τυμβωρυχώντας σε κουφάρια από ξένες μνήμες ή σηκώνοντας το
βλέμμα προς τη μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα, απ' όπου παρελαύνει μια ατέλειωτη
πορεία από σιωπηλούς πρόσφυγες, ρωσίδες πόρνες, απορημένους μεσοαστούς και
μεταλλαγμένες κερασιές, διατηρώ κατά βάθος την πεποίθηση πως έστω και αν
φιλοξενούμαι σαν ψοφοδεής λαθρομετανάστης σε μια ξένη επικράτεια λέξεων
καταφέρνω λέξη τη λέξη να ορίζω τη δική μου γλώσσα, τη δική μου θρησκεία, τα
δικά μου ήθη και τις δικές μου επετείους, ό,τι δηλαδή στοιχειοθετεί μια
διακριτή πολιτισμική οντότητα κι υπόσχεται την προοπτική της εθνικής της
αυτοδιάθεσης, για να αντιληφθώ όμως εκ των υστέρων ότι το κράτος που
εγκαθίδρυσα δεν διαφέρει σε τίποτα από τη Λωρίδα της Γάζας.
Προσπαθώ να καταλάβω τι στα κομμάτια φταίει
και άλλοτε μεταθέτω την ευθύνη στη μετανεωτερικότητα, που με έβαλε να κολυμπάω
σε μια θάλασσα από σιωπηλές συνομιλίες και ατέλειωτες αφηγήσεις, άλλοτε
κατηγορώ το “περιβάλλον” και την “εποχή” που με ανάγκασαν από πολύ νωρίς να
διαλέξω ανάμεσα στο σπέρμα, τα ούρα και το αίμα, άλλοτε νευριάζω με το στραβό
μου το μυαλό που αρρωσταίνει με την ιδέα να κάνει πιάτσα σαν ανήλικη πόρνη των
στενών της Ομονοίας στα εκδοτικά stand των σούπερ μάρκετ και άλλοτε ρίχνω το
φταίξιμο στην έρμη τη γιαγιά μου, που όταν μια φορά άνοιξα το σεντούκι της με
την παιδική περιέργεια για το αλλοτινό και τη νοσταλγία για το περασμένο, δεν
βρήκα τίποτα άλλο, προτού βέβαια με σύρει βίαια έξω από το δωμάτιο για να με
ξυλοφορτώσει, από τα φάρμακα, τις ενέσεις και τα εισπνεόμενα για τον καρκίνο
του παππού μου – κι ίσως εκεί, τελικά, να οφείλεται που όσες φορές κι αν
προσπάθησα να αρχίσω μια αφήγηση με το ρήμα “θυμάμαι” ή τουλάχιστον να τη
χρωματίσω με μια νοσταλγική διάθεση δεν κατάφερα ούτε μια σωστή παράγραφο να
ολοκληρώσω.
Αλλά τώρα που το λέω, θυμάμαι με νοσταλγική
διάθεση ένα δημοσίευμα πολύ παλιό, που μιλούσε για τον νεκροθάφτη της Λωρίδας
της Γάζας. Ότι είχε συνηθίσει τόσο πολύ με τους σκοτωμούς που δεν του έκανε
καθόλου αίσθηση όταν παράχωνε στον λάκκο έναν καινούριο σκοτωμένο, όσο νέος κι
αν ήταν, εκτός από μία φορά, λέει, που του 'φεραν ένα δίχρονο κοριτσάκι με
θραύσματα βόμβας στο κεφάλι του. Όση ώρα λοιπόν κρατούσε η τελετή έκανε σοβαρός
και ανέκφραστος τη μακάβρια δουλειά του, αλλά αργά τη νύχτα που άδειασε εντελώς
το νεκροταφείο ξέθαψε το παιδί, καθάρισε τα ρουχαλάκια του από τα χώματα, το
πήρε μέχρι να ξημερώσει αγκαλιά και το μοιρολογούσε.
Το κακό είναι ότι μόλις τώρα αντιλαμβάνομαι
ότι κι αυτό το έχω ξαναγράψει κάπου αλλού με διαφορετικό βέβαια τρόπο, και τότε
μάλιστα είχα την αυτάρεσκη εντύπωση ότι ήταν της απολύτως δικής μου επινόησης,
ο ανυποψίαστος.
Ο Παναγιώτης Χατζημωϋσιάδης είναι πεζογράφος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου