17/8/13

Εις παραμονάς εκρήξεως του Βαλκανικού ηφαιστείου

ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ (3)


ΤΗΣ ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

Ο Κλεάνθης Νικολαΐδης (1858-1938), συγγραφέας βιβλίων για τη Μακεδονία, εξέδιδε την εφημ. Διεθνής Ανταπόκρισις με κρατικό «μηνιαίον επιχορήγημα» και ήταν για χρόνια ανταποκριτής της Ακροπόλεως και άλλων εφημερίδων στο Βερολίνο και τη Βιέννη. Από την πρωτεύουσα της Αυστροουγγαρίας, στο προανάκρουσμα της Βαλκανικής σύρραξης, αναλαμβάνει «Μεγάλη πολιτική αποστολή ανά τον Αίμον» με θέμα «Είνε δυνατή η Βαλκανική συνεννόησις;». Καρπός του ταξιδιού του είναι δεκαεπτά κείμενα, συνεντεύξεις και σχόλια, από Βελιγράδι, Σόφια και Κωνσταντινούπολη, που δημοσιεύτηκαν στην εφημ. Ακρόπολις από τις 5 ως τις 28 Απριλίου 1912.
Από τις πρώτες ανταποκρίσεις του, ο Νικολαΐδης με ενθουσιασμό εκφράζεται για τη σύγχρονή του προσπάθεια δια-βαλκανικής «συνεννοήσεως» –θα ευχόταν μάλιστα να εξελιχθεί σε «αδελφοποίησιν»–, την οποία αντιλαμβάνεται «ως ανάγκην επιβαλλομένην υπό της αδηρίτου βίας των πραγμάτων». Στη συνέχεια ωστόσο αντί να αναλύσει τα καθέκαστα της «ανάγκης» και των «πραγμάτων», ανατρέχει στο «κήρυγμα του μάρτυρος» Ρήγα Φεραίου, σύμφωνα με ένα τόπο που από το 19ο αιώνα επιβιώνει ακόμα σήμερα. Αυτή η φαινομενικά αυτονόητη, αλλά σαφώς ετεροχρονισμένη αναφορά, στην πραγματικότητα, μόνο επιφανειακή σχέση είχε με την κερματισμένη σε αντίπαλα εθνικά κράτη Χερσόνησο, και μάλιστα στη συγκυρία της συνεννόησης από «ανάγκην».
Δεν θα ήταν ωστόσο ορθό να θεωρήσουμε ότι αυτή η ιστορική αναδρομή περιοριζόταν να προσδώσει απλώς χρονικό βάθος και ένδοξη προϊστορία στο εγχείρημα της συνεννόησης και, συνεπώς, νομιμοποίηση/ δικαίωση στους πρωταγωνιστές πολιτικούς –όπως ο Ελ. Βενιζέλος. Η ίδια έδινε επιπλέον στον συγγραφέα την ευκαιρία να αναφερθεί στους αποδέκτες του μηνύματος του Ρήγα, «Τούρκους, τους Άραβας, τους Αλβανούς, τους Μουσουλμάνους πάντας μεθ’ ών κοινάς έχομεν τας τύχας οι Χριστιανοί της Ανατολής και εν πολλοίς και την καταγωγήν», δηλαδή σε μια «εν πολλοίς» ελληνική Ανατολή, όπως ο ίδιος την αντιλαμβανόταν, πάνω από μια εκατονταετία πριν. Έτσι, στο ιστορικιστικό και μεγαλο-ιδεατικό ιστορικό πλαίσιο των ανταποκρίσεών του, ο Νικολαΐδης αναπλάθει, αυθαίρετα, την πρόταση που έκανε ο Ρήγας στη συγκυρία της Γαλλικής επανάστασης, με τρόπο που ωραιοποιεί τη δια-βαλκανική συνεννόηση. Συνεπώς, από τις επόμενες ανταποκρίσεις του, δεν είναι υπερβολή να αναμένουμε λιγότερο κριτικές παρατηρήσεις και περισσότερο αποσιωπήσεις, π.χ. γύρω από τον επιχειρούμενο τακτικισμό των βαλκάνιων συμμάχων, και εξιδανίκευση της αναγκαίας συγκυριακής σύγκλισης των συμβαλλόμενων-ανταγωνιστών.
Ο Νικολαΐδης, εκκινώντας από μια τέτοια αφετηρία, δεν πρωτοτυπεί· με τα ελληνοκεντρικά και μεγαλο-ιδεατικά ιδεολογήματα «της μεγάλης ιδέας της συνεννοήσεως», έρχεται να διαδώσει μέσω του σπουδαιότερου οχήματος, του τύπου, το μήνυμα για πόλεμο από κοινού και να εμπνεύσει πολεμικό ενθουσιασμό στους αναγνώστες του, πολλοί από τους οποίους σύντομα επρόκειτο να κληθούν στα πεδία των μαχών. Συνάμα, γνωστοποιεί στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό ρομαντικά μοτίβα του 19ου αιώνα, που εξιδανικεύουν τον αγροτικό πληθυσμό καθηλώνοντάς τον στην παραδοσιακότητά του, όπως ο επίσης ετεροχρονισμένος τόπος –όχι μόνο της σερβικής ιστοριογραφίας–, το «ίδιον σύστημα οικογενείας, απαρτιζομένης …εξ ελευθέρας συμβιώσεως πολλών προσώπων», τη γνωστή δηλαδή «ζάντρουγκα», «σύστημα» ιστορικά ασύστατο, όπως έχει δείξει η νεότατη ιστορική έρευνα (τη ζάντρουγκα θα αναδείξει στη μεσοπολεμική Ελλάδα ο Κ. Καραβίδας).
Οι επαφές που κάνει ο Νικολαΐδης, κυρίως με πολιτικούς, όπως ο δικηγόρος, ιστορικός, καθηγητής και πρωθυπουργός Μ. Μιλοβάνοβιτς (1863-Ιούλιος 1912), δίνουν μια ιδέα για το ιδεολογικό υπόβαθρο κάποιων κύκλων καθώς και για τις εσωτερικές αντιφάσεις και γεωπολιτικές εξαρτήσεις των βαλκανικών κρατών. Από αυτή την άποψη, εξηγούν ενδεχομένως την αναποφασιστικότητα, π.χ. των Σέρβων, για συμμαχίες και συνθήκες μερικές από τις οποίες –όχι τυχαία– κατέληξαν να υπογράφονται, όταν είχαν ήδη αρχίσει οι συγκρούσεις στα πεδία των μαχών. Αυτή τη διπλωματική ανακολουθία ο πολιτικός και δημοσιογραφικός λόγος, όπως αυτός του Νικολαΐδη, δεν άφηνε ούτε να φανεί ούτε πολύ περισσότερο να γίνει κατανοητή.
Η Αγγελική Κωνσταντακοπούλου διδάσκει Βαλκανική ιστορία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

Σερβία, Απρίλιος 1912

Ο Σέρβος πρωθυπουργός Περί της Βαλκανικής συνεννοήσεως.
Η Σερβική πρωτεύουσα
Μάλλον εις τον αγροτικόν χαρακτήρα του Σερβικού λαού παρά ίσως εις τας αγόνους κτηματικάς έριδας δέον ν’ αποδοθή η παραμέλησις μέχρι τινός της πρωτευούσης. Αισθάνεταί τις αμέσως, κατερχόμενος μάλιστα εξ Ευρώπης, ότι εδώ άρχεται η Ανατολή με τα καλδερίμια της και ταις λάσπαις της.
Οι Σέρβοι έχουσιν έν πλεονέκτημα, ότι η γη είναι διανεμημένη εις μικράς ιδιοκτησίας και έκαστος έχει την μικράν του περιουσίαν. Εις τας οδούς του Βελιγραδίου δεν θ’ απαντήση τις ούτε ένα επαίτην. Εις τας επαρχίας ο βίος είναι τόσον πατριαρχικός, ώστε εδημιουργήθη ενταύθα και έν ίδιον σύστημα οικογενείας, απαρτιζομένης όχι εκ συγγενείας αλλ’ εξ ελευθέρας συμβιώσεως πολλών προσώπων, ξένων προς άλληλα, αλλ’ εχόντων κοινήν την ιδιοκτησίαν. Το σύστημα τούτο, εκλείπον όμως οσημέραι, επέχει τόπον συνεργατικών εταιριών. Απόρροια της πατριαρχικής αντιλήψεως είναι και η σλάβια, ήτοι εκάστη οικογένεια έχει και ίδιον άγιον πάτρωνα, κληρονομικόν, την ημέρα του οποίου εορτάζει και όχι του ομωνύμου τῳ εκάστοτε οικογενειάρχῃ αγίου, ως παρ’ ημίν.
Διά τους αυτούς λόγους και τα οικήματα, και αυτών των υπουργών, είναι απλά και απηλλαγμένα πάσης επιδείξεως. Αυτά τα ανάκτορα, το κονάκι –τουρκικαί λέξεις απαντώσι πλείσται όσαι εις σερβικήν– τα οποία επισκέφθην τη ευμενεί συστάσει του διακεκριμένου γενικού γραμματέως και υφυπουργού των Εξωτερικών κ. Γιοβάν Γιοβάνοβιτς, όσον και αν ευπρεπώς πολυτελή έξωθεν –το παρκέτον των αιθουσών είναι θαυμάσιον, έν δε χειμερινόν κηπάριον, με αναβρυτήρια και στέγην υάλινον παραπλεύρως του εστιατορίου μόνον ίσως εις αφηγήσεις περί ανακτόρων και παραδείσων παλαιών Σουλτάνων απαντά τις– εξωτερικώς είναι μάλλον απέριττα και ευρίσκονται εν συνεχεία προς ιδιωτικάς οικίας επί της οδού Μιλάνου, μόνον εις το σημείον τούτο εστρωμένης διά ξύλου. Όλαι αι λοιπαί οδοί είναι καλδιρίμι ή τελείως άστρωτοι, μόνον δε την οδόν Μακεδονίας, εφ’ ής η οικία του άλλοτε πρωθυπουργού ιατρού κ. Βλαδάν Γεώργεβιτς εύρον εστρωμένην δι’ ασφάλτου, έν δε αυτοκίνητον απεπειράτο εκεί τας πρώτας του νεοσσού κινήσεις.
Η οδός Μιλός του Μεγάλου, εστρωμένη διά μακαδάμ (=σκυρόστρωμα), υπόσχεται να καταστή η οδός Κηφισσιάς των Αθηνών, ως εκ των επ’ αυτής μεμονωμένων επαύλεων, όπου όλαι σχεδόν αι πρεσβείαι, ως και η Ελληνική. Διατρέχεται υπό ηλεκτρικού τροχιοδρόμου με μίαν μόνην δυστυχώς γραμμήν, εξ ού αναγκάζεταί τις να χρονοτριβή εφ’ ικανόν αναμένων την διέλευσιν του αντιθέτως αρχομένου τροχιοδρόμου. Αισθάνεταί τις αμέσως και εδώ την Ανατολήν, όπου η αξία του χρόνου είναι παντελώς και μακαρίως άγνωστος.
Τα μεγάλα οπωσούν κτίρια είναι η υποθηκική και η ιδιωτική Εθνική Τράπεζα, το Εθνικόν θέατρον, τινά υπουργεία, ο καθεδρικός ναός, το Πανεπιστήμιον, συνεχόμενον προς ιδιωτικάς οικίας, απέναντι του οποίου η ύπαιθρος  εν παραπήγμασιν αγορά της πόλεως. Η Σκουψίνα [=Βουλή] είνε έν αφανές χαμηλόν κτίριον, εις το οποίον ουδόλως υποπτεύεται ο διαβάτης ότι στεγάζονται οι πατέρες του Έθνους. Νέον κτίριον όμως ετοιμάζεται, το μεγαλοπρεπέστερον ίσως του Βελιγραδίου. Το δίκτυον των υπονόμων της πόλεως είναι εν τω συμπληρούσθαι. Το πόσιμον ύδωρ, γλυφόν ολίγον, κομίζεται δι’ υδραγωγείου από πηγών έξωθεν της πόλεως.

Συνέντευξις με τον κ. Μιλοβάνοβιτς
Η Α. Εξ. ο Πρωθυπουργός και υπουργός επί των Εξωτερικών κ. Μιλοβάν Μιλοβάνοβιτς, όν έσχον την τιμήν να γνωρίσω εν Kωνσταντινουπόλει, ότε προ τριετίας είχε συνοδεύσει εκεί τον βασιλέα Πέτρον, με εδέχθη μετά της διακρινούσης αυτόν ευγενούς προσηνείας. Ομιλεί άριστα την γερμανικήν και γαλλικήν. Καθηγητής χρηματίσας του πανεπιστημίου, διατελεί καίτοι νεοριζοσπαστικός, σχεδόν έξω των κομμάτων, αναλαβών, ως μοι είπε την διεύθυνσιν των πραγμάτων μόνον εκ του πόθου του να υπηρετήση την πατρίδα του, υπ’ ουδεμιάς άλλης φλεγόμενος προσωπικής φιλοδοξίας και θα εξηκολούθει παραμένων εις την θέσιν του, εάν, εξερχόμενος, ως ελπίζεται, νικητών εκ των καλπών των υπό τον κ. Πάσιτς συνδυασθέντων παλαιών και νέων ριζοσπαστών, ήθελε παρακληθή να μείνη εν τη εξουσία.
Εκ της μακράς μετ’ αυτού συνομιλίας μου, εξήγαγον ότι ικανήν σημασίαν αποδίδει εις την ουσιώδη βελτίωσιν των μετά της γείτονος Αυστροουγγαρίας σχέσεων, ής αψευδές μαρτύριον είναι η ελευθέρα, μέχρις ορισμένου ποσού, εισαγωγή των σερβικών προϊόντων κυρίως χοίρων εσφαγμένων και δαμασκήνων ξηρών εις Αυστροουγγαρίαν.
Τούτο θα συντελέση εις το να εξαλείψη βαθμηδόν τας κατά της αυστροουγγρικής πολιτικής υποψίας, ως τεινούσας εις την δι’ οικονομικού αποκλεισμού παρακώλυσιν της ελευθέρας αναπτύξεως και ανεξαρτησίας της χώρας. Τας αυτάς παραχωρήσεις άλλως τε έκαμεν η Αυστρία και εις την Ρουμανίαν και Βουλγαρίαν, χώρας επίσης γεωργικάς και κτηνοτρόφους, απέναντι ανταλλαγής βιομηχανικών προϊόντων. Τούτο αποδεικνύει νέαν όλως, διάφορον της παλαιάς κατακτητικής ή υποτιθεμένης τοιαύτης, κατεύθυνσιν της πολιτικής της δυαδικής Μοναρχίας.
Ήδη και η Σερβία ήρξατο να προσβλέπη μάλλον ελευθέρως προς την ιδέαν μιας Βαλκανικής συνεννοήσεως. Η ιδέα ότι η Σερβία, καθό έχουσα ανάγκην της καλλιεργείας αγαθών σχέσεων μετά της Τουρκίας, ένεκα της ανάγκης της διά Θεσσαλονίκης εισαγωγής και εξαγωγής της Σερβίας, ιδία των πολεμικών αυτής προμηθειών, διστάζει να θίξη το ζήτημα της προσεγγίσεως των Βαλκανικών Κρατών, δεν έχεται κατά τον κ. Μιλοβάνοβιτς υποστάσεως. Την προσέγγισιν ταύτην ουδόλως εννοεί ο κ. Mιλοβάνοβιτς ως τείνουσαν κατά της Τουρκίας. Όλως τοὐναντίον, μόνον εν αγαθαίς μετά της τελευταίας σχέσεσιν, αίτινες να επιτρέψωσιν να συμπεριληφθή και αύτη εις μίαν τοιαύτην συνεννόησιν, θεωρεί ταύτην δυνατήν. Συγκεκριμένον τι βήμα προς την συνεννόησιν ταύτην δεν εγένετο μέχρι τούδε προς την Σερβίαν, αλλ’ όταν επιστή η στιγμή, δεν θα εύρη κώλυμα εις άρνησίν τινα εκ μέρους της Σερβίας.
Την φήμην περί συνάψεως τελωνειακής ενώσεως μετά της Βουλγαρίας, μοί διέψευσεν εντόνως ο κ. Μιλοβάνοβιτς, αφού αι δύο χώραι παράγωσι τα αυτά προϊόντα και ουδόλως έχουσιν ανάγκην η μία της άλλης. Επίσης ουδόλως ήκουσαν οι εν Σερβία δυσπίστως το γεγονός της Ελληνοβουλγαρικής προσεγγίσεως, ως και από του βήματος της Βουλής πανηγυρικώς εδήλωσεν ο κ. Μιλοβάνοβιτς, αλλ’ η φήμη περί προσεχούς ανταλλαγής επισκέψεων των Διαδόχων Ελλάδος και Σερβίας είναι πρόωρος, θα παρέλθη δε πολύς χρόνος πριν ή γίνη λόγος και περί επισκέψεως του βασιλέως Πέτρου εις Αθήνας και Σόφιαν, οφείλοντος πρώτον να περατώση τας προς τας αυλάς των Μεγ. Δυνάμεων επισκέψεις του. (Ε΄. Ακρόπολις 11-4-1912)

Συνομιλίαι με εξέχοντα μέλη της Σερβίας [...]Η αισιοδοξία του Προέδρου της σερβικής Βουλής
Άλλο τόσο αισιοδοξότερος όμως είνε ως προς την πολιτικήν ιδέαν της συνεννοήσεως των Κρατών του Αίμου ο Πρόεδρος της Σερβικής Βουλής κ. Άνδρε Νίκολιτς. Ως σας ετηλεγράφησε, ΙΣΩΣ ΜΕΤΑΒΗ ΠΡΟΣΕΧΩΣ ΕΙΣ ΤΑΣ ΑΘΗΝΑΣ. Πρέπει να παύσωμεν, μοι είπε, ξιπαζόμενοι με τας μεγάλας πόλεις της Ευρώπης. Η Ευρώπη είνε Ευρώπη και ο Αίμος είνε Αίμος. Αντί να τρέχωμεν όλο προς επίδειξιν εις Ευρώπην, πρέπει να αντεπισκεπτώμεθα συχνότερον αλλήλους και να γνωρισθώμεν καλλίτερον, προπαρασκευάζοντες το έδαφος διά την μεγάλην ιδέαν της συνεννοήσεως προς εξασφάλισιν της ειρήνης επί του Αίμου δι’ ιδίας ημών ελευθέρας θελήσεως και όχι επιβολής έξωθεν.

Το πρωτόκολλον της συνεννοήσεως έρχεται τελευταίον μόνον του και δύναται να συνταχθή εις μίαν στιγμήν, όταν τα πράγματα ωριμάσουν. Θεωρεί μόνον δύσκολον την αυτονομίαν της Αλβανίας ήτις ούτω θα καταβροχθισθή ευκολώτερον υπό των Μεγάλων. Τανάπαλιν την βουλγαροσερβικήν συνεννόησιν θεωρεί εύκολον, πάσα δυσπιστία εκατέρωθεν εξέλιπεν ήδη. Επίσης εύκολος είνε και μία ρωμουνοβουλγαρική συνενννόησις περί της Δοβρούτσας, δεν πιστεύει επομένως εις ρωμουνοτουρκικήν συνεννόησιν κατά της Βουλγαρίας, πολύ ολιγώτερον εις γραπτήν ρωμουνοτουρκικήν σύμβασιν. […] (Στ΄. Ακρόπολις 12-4-1912).

Δεν υπάρχουν σχόλια: