ΤΗΣ ΕΥΓΕΝΙΑΣ
ΚΡΙΤΣΕΦΣΚΑΓΙΑ
Κανονικά ο Γκογκόλ θα
έπρεπε να απαγορευτεί στην Ελλάδα. Και στην Ευρώπη των «27» επίσης. Σπανίως βρίσκεις
πιο επαναστατικά κείμενα από τα δικά του. Το Παλτό είναι ένα από τα πλέον «βλάσφημα» του έργα. Ξεχάστε ότι
γράφτηκε το 1839 και τοποθετήστε το στη δεκαετία του ‘60, στην εποχή του
ασπρόμαυρου ελληνικού σινεμά, και θα δείτε ότι ο Ακάκιος Ακάκιεβιτς ζούσε και
τότε. Θα τον αναγνωρίσετε στους ήρωες του Ηλιόπουλου, του Χορν, του Χατζηχρήστου,
του Βέγγου. Είναι ο άνθρωπος της σφαλιάρας, του θελήματος, λίγοι τον προσέχουν
και τον ακούνε, κι ακόμα λιγότεροι πίσω από τα τιτιβίσματά του μπορούν να
διακρίνουν τη χριστιανικότητα, την ταπεινότητα και τη γαλήνη, που διέκρινε ο
ένας και μοναδικός συνάδελφος του Ακάκιου Ακάκιεβιτς: «Είμαι αδερφός σου».
Κι αν υποθέσουμε ότι
επιστρέφουμε βαναύσως και μνημονιακά σε
εκείνα τα χρόνια της αθωότητας της δεκαετίας του ‘60, αλλά χωρίς την
προπατορική αθωότητα, ανεπανόρθωτα «βιασμένοι», τότε πρέπει να παραδεχτούμε ότι
ο Ακάκιος Ακάκιεβιτς συνεχίζει να ζει και ίσως είναι ζωντανός όσο ποτέ άλλοτε,
και καμιά τεχνολογική επανάσταση και καμιά κατάκτηση του Διαστήματος δεν τον
έχουν καταργήσει.
Ο κόσμος του Παλτού είναι ο αιώνιος κόσμος των
υπαλλήλων, που υπηρετούν έναν μηχανισμό, επινοημένο και φτιαγμένο να υποτάσσει,
να αποβλακώνει. Δεν είναι απαραίτητα κρατικός μηχανισμός, όπως συνηθίζουν να τον
ερμηνεύουν: η φάμπρικα δουλεύει με την ίδια λογική, όπως και κάθε επιχείρηση,
που ληστρικά στοχεύει να παίρνει από τους εργαζόμενους πολλά, δίνοντας λίγα, να
τους ξεζουμίζει χωρίς να τους εξελίσσει. Εν ολίγοις, παντού όπου επικρατεί η διαχρονική
αρχή «δούλευε και μη ερεύνα».
Ο Ακάκιος Ακάκιεβιτς δεν
είναι καθόλου γελοίος. Απλώς, όλα μέσα και έξω του είναι τραβηγμένα στα άκρα.
Ακραία, αλλά όχι φανταστική είναι η ικανότητά του να κάνει μία και μοναδική
δουλειά, να αντιγράφει τα επίσημα έγγραφα, δεξιότητα την οποία απέκτησε μετά
από δεκαετίες μονότονης και ανούσιας εργασίας, που τον μετέτρεψε σε
«γραφομηχανή». (Πλούσια και καθαρή τροφή έδωσε στον Γκογκόλ η προσωπική του
εμπειρία στο Υπουργείο δημόσιας οικονομίας και δημοσίων κτιρίων, όπου εργάστηκε
ως γραφιάς). Οι σχέσεις του Ακάκιου Ακάκιεβιτς με τους συναδέλφους και τους
ανωτέρους είναι επίσης διαχρονικές και διαπολιτισμικές: δείτε τις ταινίες που
προαναφέραμε ή, όποιων βαστούν τα κότσια τους, παρατηρείστε χωρίς φόβο και
πάθος τις προσωπικές σας σχέσεις στην εργασία.
Συνηθίζεται να βλέπουμε
τον Ακάκιο Ακάκιεβιτς ως θύμα της παγωμένης Πετρούπολης, πόλης-τέρατος, που
συμβολίζει το καθεστώς ενός απόλυτου κακού. Όσο περισσότερο διαβάζω το Παλτό, τόσο λιγότερο θέλω να πιστεύω,
ότι ο Ακάκιος Ακάκιεβιτς Μπασμάτσνικόφ έπεσε θύμα μιας και μόνο απρόσωπης και
ανελέητης δύναμης που λέγεται καθεστώς. Κοιτάξτε, πόσα καλά του συμβαίνουν μέσα
σε 10.000 λέξεις της ιστορίας! Ένας από τους συναδέλφους του, που όπως όλοι
άλλοι πήγε να πειράξει τον ηλικιωμένο γραφιά, έγινε καλύτερος: ο αστείος και
αδύναμος Ακάκιος Ακάκιεβις έγινε η αιτία της μεταμόρφωσής του! «...Σαν κάτι να τον διαπέρασε, και από τότε
τα πάντα άλλαξαν, άρχισε να βλέπει τα πάντα αλλιώς. Κάποια αφύσικη δύναμη τον
έσπρωξε μακριά από τους συντρόφους, με τους οποίους συνδέθηκε, λογίζοντάς τους
για καθωσπρέπει κοσμικούς ανθρώπους. Και για πολύ καιρό μετά, ακόμα και στις
πιο εύθυμες στιγμές της ζωής του, σαν να έβλεπε μπροστά του τον κοντούτσικο
υπάλληλο με την φαλακρίτσα στο μέτωπο, με τα διεισδυτικά του λόγια: ‘Γιατί με
πειράζετε;’ Και πίσω από αυτά τα διεισδυτικά λόγια ακούγονταν άλλα: ‘Είμαι
αδερφός σου’. Κι έκλεινε το πρόσωπό του με τα χέρια ο καημένος ο νεαρός, και πολλές
φορές ανατρίχιαζε, βλέποντας πόση απανθρωπιά κουβαλά μέσα του ο άνθρωπος, πόση
θηριώδης σκληρότητα κρύβεται στην εκλεπτυσμένη, πεφωτισμένη κοσμικότητα –ω Θεέ
μου– ακόμα κι εκείνων που ο κόσμος θεωρεί ευγενείς και τίμιους!»
Ο προϊστάμενος του Ακάκι
Ακάκιεβιτς, αναγνωρίζοντας τον εργατικό του ζήλο, του προσφέρει μεγαλύτερο απ’
ό,τι υπολόγιζε ο γραφιάς ποσόν ως δώρο Χριστουγέννων. Ένας από τους συναδέλφους
του αναλαμβάνει να κάνει πάρτι με την ευκαιρία απόκτησης τού καινούργιου παλτό
από τον Ακάκιο Ακάκιεβιτς, και ένα πολύ σημαντικό πρόσωπο, που έγινε άθελά του
αιτία της θανάσιμης ασθένειας του Ακάκιου Ακάκιεβιτς, βασανίζεται έστω και
προσωρινά από τύψεις, και στέλνει έναν υπάλληλό στο σπίτι του γραφιά για να
μάθει τα νέα του! Δεν είναι και τόσο ανεπανόρθωτα διεφθαρμένος ο κόσμος, δεν
είναι απελπιστικά κακός! Όσο για την Πετρούπολη, έτοιμη να καταβροχθίσει τον
ήρωα, όπως ερμηνεύεται συνήθως, έτσι ήταν πάντα, ακόμα και στα σοβιετικά
χρόνια, όταν υποτίθεται πως εξαλείφθηκε η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο: ο
χειμώνας στη σκοτεινή Πετρούπολη δεν υποφέρεται, και το έγκλημα καραδοκεί.
«Όλοι βγήκαμε από το Παλτό του Γκογκόλ»,
είπε ο Ντοστογιέφσκι. Ίσως να είναι έτσι, αλλά κανείς άλλος ρώσος πετρουπολίτης
κλασικός του 19ου αιώνα δεν έφτιαξε τόσο γλυκό ήρωα, σαν τον Ακάκιο
Ακάκιεβιτς, τον άκακο, καθαρό άνθρωπο. Το ανθρωπάκι του Θεού.
Ιδιαίτερη τροφή δίνει
στους μελετητές τού Γκογκόλ το φινάλε του Παλτού,
εκεί που η αφήγηση ξεφεύγει στο γκροτέσκο και εμφανίζεται το φάντασμα του Ακάκιου
Ακάκιεβις να εκδικείται όλους ανεξαιρέτως για τη μοιραία κλοπή του Παλτού. «Το τέλος του Παλτού είναι μια θεαματική αποθέωση του
γκροτέσκου, κάτι σαν τη βουβή σκηνή στο τέλος του Επιθεωρητή», έγραφε ο λαμπρός φιλόλογος Μπορίς Αϊχενμπάουμ το 1918.
Η πραγματικότητα όμως
τον ξεπέρασε, 90 χρόνια μετά, αποδεικνύοντας ότι καμιά φαντασία δεν μπορεί να
συγκριθεί με τη ζωή, ούτε καν η φαντασία του ίδιου του Γκογκόλ, τον οποίο οι
μαθητές στα γυμνασιακά του χρόνια στην ουκρανική πόλη Νέζιν, με κατά κόρον
ελληνικό πληθυσμό, αποκαλούσαν «μυστηριώδη νάνο». Η μετά θάνατον περιπέτεια του
Γκογκόλ επισκίασε τις πιο εξεζητημένες φαντασίες των γραπτών του! Το 1931 στα
πλαίσια της αθεϊστικής εκστρατείας, αποφασίστηκε το κλείσιμο της Μονής
Δανίλοφσκι στη Μόσχα, όπου στις 24 Φεβρουαρίου (7 Μαρτίου) κηδεύτηκε ο Γκογκόλ.
Ο τάφος του έπρεπε να μεταφερθεί.
Όταν όμως ανοίχτηκε το φέρετρο του Γκογκόλ, οι επιφανείς σοβιετικοί συγγραφείς
που παραβρέθηκαν στην τελετή, είδαν, ότι έλειπε το κρανίο του! Σκάνδαλο απίστευτο
και ανήκουστο! (Θυμάστε, στο Μαιτρ και
Μαργαρίτα του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, πουεξαφανίζεται το κομμένο στο δυστύχημα
κεφάλι του Μπερλιόζ, και το κρανίο του αργότερα γίνεται κρασοπότηρο του Σατανά;
Νοσηρή φαντασία του Μπουλγκάκοφ ή ανάμνηση για κάτι που συνέβη; Το μυθιστόρημα
πάντως γράφθηκε την περίοδο 1929-1940...)
Ο Γκόγκολ υπέφερε από
μανιοκατάθλιψη. Τον τρόμαζε η ιδέα να θαφτεί ζωντανός, και γι’ αυτό στη διαθήκη
του υπαγόρευσε να μη τον θάψουν πριν περάσουν μέρες και φανούν τα σημάδια
αποσύνθεσης. Αλλά ούτε μέσα στη δική του τρέλα δεν μπορούσε να φανταστεί, ότι
θα χάσει το κεφάλι του! 80 χρόνια μετά το θάνατό του, ο Γκόγκολ ήταν ξαπλωμένος
στο φέρετρο με άψογα διατηρημένο σακάκι, παντελόνια, ακόμα κι εσώρουχα με κοκάλινα
κουμπιά και ψηλοτάκουνες μπότες, αλλά... ακέφαλος. Με τον τάφο του γενικώς κάτι
δεν πήγαινε καλά: το φέρετρο βρισκόταν βαθύτερα στη γη απ’ ότι συνηθιζόταν, και
μέσα σε ιδιαίτερα ανθεκτική τούβλινη σαρκοφάγο.
Το μυστικό του κρανίου
του Γκογκόλ αποκαλύφθηκε(;) δεκαετίες μετά, όταν διαλύθηκε η Σοβιετική Ένωση και ανοίχτηκαν τα αρχεία της ΚαΓκεΜπε.
Το κρανίο, λέει, το έκλεψε το 1909 ο μεγιστάνας και μεγαλύτερος συλλέκτης έργων
τέχνης της Μόσχας, Αλεξέι Μπαχρούσιν: το μνήμα του Γκογκόλ στη Μονή Δανίλοφσκι
επισκευαζόταν για την 100η επέτειο του συγγραφέα, και κάποιος από
τους ταφάδες, έναντι πολύ καλής αμοιβής, έκλεψε το κρανίο του διάσημου
συγγραφέα για τον συλλέκτη. Δεν γνωρίζουμε κατά πόσο στέκει αυτή η εκδοχή: στο
Μέγαρο Μπαχρούσιν στη Μόσχα, ανάμεσα στα 1 εκατομμύρια εκθέματα και τους 60.000
τόμους σπανίων βιβλίων, το κρανίο του Γκογκόλ δεν αναφέρεται. Αλλά και το 1931,
παρά την έκπληξη και την ανατριχίλα στη θέα του ακέφαλου Γκογκόλ, οι σοβιετικοί,
και άθεοι πλέον συνάδελφοί του, δεν φέρθηκαν με μεγαλύτερο σεβασμό στη σορό του
μεγάλου κλασικού.
Δύο από αυτούς έκοψαν με
ψαλίδι (το οποίο κουβάλησαν ειδικά γι’ αυτό το σκοπό!) κομμάτια από το σακάκι
του Γκογκόλ: ένας από τους δύο ενσωμάτωσε το δικό του κομμάτι στο εξώφυλλο της
πρώτης έκδοσης των Νεκρών ψυχών, η
οποία βρίσκεται σήμερα στην κατοχή της κόρης του. Άλλοι έκλεψαν από το φέρετρο
ό,τι μπόρεσαν: ένα πλευρό, ένα κομμάτι κνήμης και ένα παπούτσι. Όλοι τους ήταν
γνωστοί λογοτέχνες...
Πού να βρίσκεται σήμερα
το κεφάλι του Γκογκόλ; Κάνει παρέα με το φάντασμα του Ακάκιου Ακάκιεβιτς; Με τη
Μύτη του ταγματάρχη Κοβαλιόφ από την ομώνυμη ιστορία του Γκογκόλ; Πάντως τίποτα
από αυτά δεν μου κάνει ιδιαίτερη εντύπωση, και είμαι έτοιμη να πιστέψω ότι όλα συνέβησαν
πραγματικά. Εκείνο που αρνούμαι να πιστέψω, είναι ότι τίποτε από αυτά που
καυτηρίαζε ο Γκογκόλ δεν άλλαξε. Και ότι ο άνθρωπος συνεχίζει να φορτώνει στο
καθεστώς όλες τις αμαρτίες του κόσμου, αρνούμενος να καταλάβει ότι το καθεστώς
είναι αυτός ο ίδιος. Και αν σήμερα στο δρόμο του βρεθεί ένας Ακάκιος Ακάκιβιτς,
θα προτιμήσει και πάλι να μείνει κουφός μπρος στα διεισδυτικά και βουβά του
λόγια: «Είμαι αδερφός σου».
Η Ευγενία Κριτσέφσκαγια είναι
κλασική φιλόλογος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου