31/8/13

Η αυθαιρεσία του «καινού» έναντι της «εξέλιξης» στη λογοτεχνία

ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΡΟΥΒΑΛΗ

Σε παρέες συζητιούνται, όλο και συχνότερα, τα ονόματα της τρέχουσας λογοτεχνικής επικαιρότητας. Ποιος είναι, πώς φαίνεται, τι είπε, τι χλεύασε και τι ειρωνεύτηκε, τι εντύπωση δημιούργησε, πώς αύξησε τη διαδικτυακή φήμη του, γιατί και πώς τα κατάφερε όλα τα ανωτέρω. Άλλο τόσο απουσιάζει από το πνεύμα της συζήτησης η καλλιτεχνική αξία, η βάσανος και η δοκιμή της δημιουργίας υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, η συγκινησιακή αποτίμηση του έργου, η θέση του γράφοντος έναντι του αναγνώστη αλλά και η γραμματολογική του επάρκεια. 

Εύκολα εξηγήσιμο, ως εκ τούτου, το επείγον - η σκιαγράφηση του προσώπου και το μέγεθος της αποδοχής του απαιτούν την άμεση διαλεύκανση και τη σίγουρη τοποθέτησή του στο εφαλτήριο προς την καταξίωση ή την αποπομπή του. (Η ενημέρωση καλπάζει μέσα από οθόνες και συσκευές με γρήγορες «συνδέσεις», με μόνη απαίτηση την εγρήγορση του χρήστη και την ενεργό καθήλωσή του στα λογής τσιτάτα, τις ανακοινώσεις, τα επικοινωνιακά τεχνάσματα, τα έξυπνα-πονηρά σχόλια στον δαιδαλώδη μικρόκοσμο των κοινωνικών δικτύων). Επ’ ουδενί όμως δεν υφίσταται το κριτήριο της αποσκόπησης, απουσιάζει η επιμέρους εκτίμηση που αφορά την επάρκεια, τις φιλότιμες εκφραστικές αφετηρίες κι αναζητήσεις, την ολότητα της συγγραφικής προσφοράς, την απόλαυση είτε ακόμη τα τρωτά, αδύναμα σημεία της γραφής ενός εκάστου δημιουργού. Όλα μοιάζουν να είναι λυμένα, κατά μαγικό τρόπο, επιμελώς τακτοποιημένα υπέρ μιας «σύνολης εικόνας», ενός φαντασιακού περιτυλίγματος που αναδεικνύει το προϊόν στη βιτρίνα του κόσμου των τεχνών και του πνεύματος.

Ο χρόνος του έργου δεν ταυτίζεται με την τρέχουσα στιγμή θέασής του. Ανάμεσα στα «επίκαιρα ονόματα» της λογοτεχνίας, ετούτο το αξίωμα αποσιωπάται, παραμένει ανερμήνευτο και σίγουρα δεν εμπλέκεται -ως στοιχείο αδιέξοδης ενόχλησης- σε όλη αυτή τη δίνη προβολής, προώθησης, πολλαπλής συνδιαλλαγής. Σ’ αυτό το αλισβερίσι κατάκτησης της κοινής γνώμης με περιθώριο συγκεκριμένο χρονικά, έχουν προεξάρχουσα θέση, «ιεραρχούν» τα μίντια (τα παραδοσιακά με την ελλειπτική αντίληψη περί «νεοεμφανιζόμενου» αλλά και τα νεόκοπα «φρι-πρες» και τα ηλεκτρονικά που πάσχουν από αξιακές υποδομές) όσο και οι αυτόκλητοι μέντορες των πρωταγωνιστών, όπως εκδότες, δημοσιογράφοι, συγγραφείς-παράγοντες, διευθυντές περιοδικών, βιβλιοπώλες. 
Πίσω από την επιλήψιμη άνθηση του φαινομένου υποκρύπτεται η ανάγκη ανατροπής της πρότερης λαγνείας περί παλαιού ίσον έγκυρου κι ευάρεστου. Το παλαιό δεν είναι νέο πια, απομυζήθηκε αρκούντως αλλά παράλληλα δεν προετοίμασε το επόμενο παλαιό που θα εξυπηρετούσε τη συνέχεια… Συμβαίνει ωστόσο οι όροι να αντιστρέφονται ταχύτατα, εδώ και τώρα, αφού σημασία έχει το «πλασάρισμα» στην κονίστρα του ειδέσθαι. Το τι γράφει κανείς μπορεί εύκολα να οροθετηθεί κατασκευάζοντας ένα ψεύτικο, βολικό καλούπι (συνήθως, για λόγους ευκολίας, αποκαλείται μεταμοντέρνο). Η αντίληψη της λογοτεχνίας ως μέσου έκφρασης υποβιβάζεται για να αναδειχθεί, αντιστρόφως ανάλογα, σε πεδίο εναλλασσόμενης παρέμβασης στο γίγνεσθαι της δημόσιας σφαίρας. Το στοίχημα μπαίνει στ’ όνομα του «νέου». 
Από την άλλη πλευρά, γίνεται φανερό ότι ο λόγος κατακερματίζεται από μιαν πολυφωνία που θεωρητικοί ωσάν τον Γιούργκεν Χάμπερμας επιδιώκουν να εγκιβωτίσουν σε μια νέα τάξη πραγμάτων, μη εποπτευόμενων τελικά από τον σύγχρονο άνθρωπο. Η καλοδεχούμενη τεχνολογική διευκόλυνση επέτεινε - αντί του αντιθέτου: δεν συμμόρφωσε- την αναπόφευκτη κρίση των πολιτισμικών αξιών στη διάρκεια του 20ού αιώνα, σίγουρα δε, ανέδειξε τη μάζα της θρασύτατης ευκολίας που κάποιοι εκπρόσωποί της δοκιμάζουν να υπερφαλαγγίσουν νήματα ηθικής, αναχώματα στοχασμού, ποικιλότητα και ποιότητα συμπεριφορών, διάφορων από τη λογική της εμπορευματοποίησης. 
Η συζήτηση μπορεί να εκταθεί. Δεν είναι πρωτότυπη ιστορικά η εμμονή στο κάτοπτρο απ’ ό,τι όφειλε στο είδωλο, στο στεγνό πρόσωπο κι όχι στο εκπέμπον φως έργο. Ούτε βεβαίως πρέπει να μείνει ασχολίαστη η κανονιστική πρακτική των προηγούμενων λογοτεχνικών «γενεών» - μόνον που τώρα, σε σύγκριση με τότε, εκλείπει ο πήχυς της γνώσης, της προόδου και της συνείδησης του συγγραφέα για το ίδιο το περίγραμμά του. Ανάμεσα σ’ αυτά τα αντιφατικά δεδομένα, σήμερα, βρίσκουν χώρο οι αυτοαναγωγές και οι αυτοκρισίες, οι παραστάσεις δυνατών κι αδυνάμων, όλα όσα αποτυπώνονται στον «γυάλινο κόσμο» των βραβεύσεων, των εκδηλώσεων, των εκδόσεων, των αναγορεύσεων, των δηλώσεων και των συνεντεύξεων, των ομαδοποιήσεων, των προκηρύξεων… 
Συνδυάζοντας αυτές τις σκέψεις με την αισιόδοξη εμπειρία της πνευματικής δημιουργίας στους αιώνες, μπορεί να υποστηριχθεί η ελευθερία μετά τον περιορισμό που προξενεί αυτή η κατάσταση: Όποιος δεν «παίζει» στο σύστημα, το οποίο δομείται και νομιμοποιείται από τους ίδιους τους παίκτες του, είναι καταδικασμένος στη σιωπή και την παρασιώπηση. Ε, όχι λοιπόν… Υπάρχει η άλλη όψη της πραγματικότητας που υποστηρίζει ότι η κατάσταση ετούτη είναι μια φούσκα, όπως ακριβώς οι χρηματιστηριακές, που μέλλει να σπάσει. Είναι κατάσταση κι όχι εξέλιξη˙ αυθαιρεσία κι όχι κυρίαρχο γεγονός. Το σημαντικότερο: δεν εισδύει, δεν επηρεάζει τη διανοητική διαδικασία και τη λογοτεχνική ζωή, και άρα επιτρέπεται εκ νέου στη σιωπή να γίνει φωνή. Εάν επικρατήσει αυτή η τελευταία άποψη, θα σημαίνει ότι πάλι επιβεβαιώνεται η α λα Μπόρχες απλή λογοτεχνική πράξη: πίστη στη φαντασία και θράσος της έκφρασης. Η τέχνη του λόγου θα οδεύει σταθερά στον δρόμο της και θα προσφέρει πολλές, ανάλογες και χρήσιμες εμπειρίες. Γιατί όχι άλλωστε;


Ο Βασίλης Ρούβαλης είναι ποιητής, δημοσιογράφος κι εκδότης του περιοδικού (.poema..)

Δεν υπάρχουν σχόλια: