31/8/13

Μικρά Ασία Ιδεολογικές διαδρομές - εθνικές ταυτότητες

ΤΗΣ ΚΑΛΛΙΟΠΗΣ ΠΑΥΛΗ


Όταν ο ελληνικός στρατός αποβιβάστηκε στη Σμύρνη και προχώρησε στην ενδοχώρα για να την κατακτήσει ως «αείποτε ελληνική», βάδισε επάνω σε μια γη που εσώκλειε στρώματα ιστορίας που η εθνική ιδεολογία παρέβλεπε∙ τους πολιτισμούς πριν και μετά τον ελληνικό αποικισμό, τη διαφορετικότητα της προ-εθνικής οργάνωσης της εξουσίας και των τρόπων παραγωγής, και το επισφαλές της απόδοσης ακέραιων φυλετικών και τεχνοτροπικών χαρακτηριστικών μετά από τις προσμίξεις που οι αδιάκοπες ανθρώπινες παλίρροιες είχαν διαμορφώσει. Η Μεγάλη Ιδέα υποχρέωσε στην αναπαραγωγή ενός εθνικού αφηγήματος που δεν διέγραφε μόνο την παρουσία των σύγχρονων μικρασιατικών πληθυσμών: στην αναζήτηση της «χαμένης» γεωγραφίας του έθνους, μέσα από την κατανομή των αρχαίων τεχνέργων του, διέγραφε και τη συμβολή των άλλων αρχαίων λαών στο μικρασιατικό παλίμψηστο.
Παρά τη δυσκολία να μελετά κάποιος το ημιφεουδαρχικό χτες από την πλεονεκτική θέση του μεταβιομηχανικού σήμερα, χάρη στις άφθονες πηγές της περιόδου είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε πως, κι αν αρχαίοι λαοί μετατρέπονταν σε «επουσιώδεις» γείτονες και αδρανείς φορείς του ελληνικού πολιτισμού, ώστε να επανεγγράφονται ως «ομογενείς», οι γνώσεις ήταν κιόλας πολλές στην αυγή του 20ού αιώνα, όπως και οι καταγεγραμμένες ενστάσεις απέναντι στις καθιερωμένες προσεγγίσεις. Ανατολιστές είχαν δημοσιεύσει πολύμοχθες μελέτες για τους προελληνικούς πολιτισμούς και για όσους στη συνέχεια συγχρωτίσθηκαν με τον ελληνικό, με το συγγραφικό έργο τους γνώριμο στην ελληνική επιστημονική κοινότητα, αφού στην πλειοψηφία τους ήταν μέλη της Αρχαιολογικής Εταιρείας των Αθηνών. Κι ας παραβλέπονταν οι απόψεις τους ως επιζήμιες για το εθνικό ζήτημα, ήταν πια κοινός τόπος πως στην αλληλόδραση των λαών της Μικράς Ασίας οφειλόταν το ότι τα ελληνικά φύλα επέζησαν στον πολυεθνοτικό μερκαντιλισμό: μια «φυσική επιλογή» από μέρους τους, στη συγχώνευση και τη διαμόρφωση εκείνων των στοιχείων που συνέβαλαν στην εξέλιξη της σκέψης και του καλλιτεχνικού αισθητηρίου, που, με σκηνικό τα πολύβουα παράλια, εξέφρασαν οι κάτοικοί της. 
Ούτε οι μανιχαϊστικές προσεγγίσεις της Δύσης εξηγούν την εμμονή των ελλήνων λογίων σε ιδεοληψίες. Ο τριψήφιος αριθμός μελετών του 19ου αιώνα από Δυτικούς μαρτυρά την ειλικρινή αγάπη τους για το «φως» που είχε γεννηθεί στους υδραυλικούς πολιτισμούς της Ανατολής — προτού έρθει και την καταδικάσει σε στασιμότητα το «σκοτεινό Βυζάντιο» και ο «βάρβαρος» Σουλτάνος, ο κάποτε αυθέντης «Μέγας Τούρκος» των βενετσιάνικων αρχείων. Αναγνώριζαν πως η Ανατολή αποτέλεσε μέρος ενός ιδιαίτερα διευρυμένου κοινωνικοπολιτικού εργαστηρίου, στο οποίο η εθνικότητα υπήρξε μια συνεχής διαδικασία επιλογών ―κι ας μην είχαν χρησιμοποιήσει αυτούς τους όρους για να το περιγράψουν— και είχαν γράψει για τις σύνθετες πνευματικές και καλλιτεχνικές τάσεις, που μαρτυρούσαν συνύπαρξη των πληθυσμών, που εμπορεύονταν από την Βαβυλώνα έως το Αιγαίο.
Αναμφίβολα, ο προσδιορισμός «ελληνικό» από ένα σημείο και μετά αποτέλεσε μια υπερκείμενη πολιτιστική αξία που ξεπέρασε σημασιολογικά κατά πολύ τη γλωσσική αντίστιξη με τους Κάρες που έδινε ο Όμηρος, και ως τέτοια αξία διατηρήθηκε έως την αυγή των βυζαντινών χρόνων. Αλλά δεν συνιστά μοναδικό φαινόμενο στην ιστορία· ανάλογη υπερκείμενη πολιτιστική αξία είχε επί δεκάδες αιώνες και ο όρος «Βαβυλώνιος». Και αναμφίβολα οι ξένοι, που με τις πολλές μελέτες καταδείκνυαν πως οι Έλληνες δεν ήταν οι μόνοι συντελεστές της ανατολιακής ιστορίας, δεν εμπλέκονταν εθνοπολιτικά με την Ανατολή, σε αντίθεση με τους Έλληνες, που έβλεπαν στα αρχαία υλικά κατάλοιπα την αδιάσπαστη πολιτική συνέχεια του έθνους τους, άρα την εμπρόθετη δράση των αρχαίων μαστόρων για συνειδητή επέκταση της «ελληνικότητας». Δεν αμφισβητείται πως η Ανατολή είχε υπάρξει και των Ελλήνων· ποιος θα μπορούσε να διαφωνήσει με την περιγραφή του Αθανάσιου Σουλιώτη-Νικολαΐδη, που όταν τη σκεφτόταν του έρχονταν στο νου «οι τόσοι αρχαίοι Έλληνες που πηγαινοήρχοντο στον Μεγάλο Βασιλέα [Πέρση], οι επιγραφές των Βυζαντινών, οι τόσοι χριστιανογέννητοι Μ. Βεζίρηδες, οι Γενίτσαροι, και τόσα άλλα όμοια»[1]. Αλλά το εθνικό αφήγημα δεν είχε διάθεση να αναμετρηθεί με τους επιστημονικούς κανόνες. Η Μεγάλη Ιδέα, η κιβωτός του εθνικού κράτους που παρείχε το ιδεολογικό οπλοστάσιο για τον θρίαμβο της επέκτασής του, υποχρέωσε τους έλληνες αρχαιολόγους να καταφθάσουν στη Μικρά Ασία για να προσδιορίσουν, μέσα από τα ευρήματα, την υπέρ των Ελλήνων διαφορά· το αντίθετο θα σήμαινε έκπτωση του αείποτε ηγεμονικού ρόλου της Ελλάδας και των δικαιωμάτων της στη χάραξη νέων συνόρων. Κι όσο πιο έντονη ήταν η αντίθεση ανάμεσα στον μύθο και το παρόν, στο ιδεατό και το πραγματικό, στην απαίτηση και στη δυνατότητα υλοποίησής της, τόσο πιο βάρβαροι ήσαν οι Οθωμανοί, πιο δίκαιη η εκστρατεία και πιο επιθετικά τα ιδεολογήματα που συλλήβδην εξελλήνιζαν την Ανατολή, περιορίζοντας στα καθ’ ημάς την ιστορική ανατομία της. Με πρωτοστατούσες τις «πνευματικές κορυφές», την Εκκλησία, το Πανεπιστήμιο Αθηνών και την Ακαδημία, έως τις δυο Αρχαιολογικές Εταιρείες και τους Φιλολογικούς Συλλόγους, που με αβαθείς αναλύσεις προπαγάνδιζαν την πανάρχαια ύπαρξη ενός ελληνικού μικρασιατικού κράτους που εχθροί ανά τους αιώνες σφετερίζονταν. 
Να προστεθεί και ο μεγάλος ανακατασκευαστής της ιστορίας, ο αμεσότερος στη διάχυση ιδεολογιών, και γι’ αυτό ο καταλυτικότερος στο πεδίο αναπαραγωγής εθνικών και κοινωνικών στερεοτύπων, ο αστικός Τύπος. Που εξαντλούσε την πληροφόρησή του στο πόσο μακριά είχε φτάσει ο ελληνικός στρατός. Απόλυτα εμπρηστικός όταν επρόκειτο για τον «εθνικό εχθρό», αλλά καθησυχαστικός και ανούσιος για τις πολιτικές εξελίξεις, με την επιστημονικοφανή γραφίδα που είχε επισύρει το ειρωνικό σχόλιο του Σεραφείμ Μάξιμου: «Βδομάδες ολόκληρες προχωρούσε ο ελληνικός στρατός […] σε έδαφος ξένο και εχθρικό, που μόνο η αρχαιολογική ικανότητα των Ελλήνων δημοσιογράφων απεκάλυπτε πως όχι μονάχα ήτανε, μα και είναι ελληνικό»[2]. Ακόμα και στρατιωτικοί θα παραδεχτούν, όταν όλα έχουν τελειώσει, πως το ιστορικό και το αρχαιολογικό κριτήριο, το άλλοθι της προέλασης, είχε υπάρξει ανεπαρκές: «κι αν κάποτε Έλληνες είχαν κατοικήσει εδώ, αφού τις τελευταίες χιλιετίες κατοικούν άλλοι λαοί αυτοί έχουν αποκτήσει εθνικά δικαιώματα· αλλιώς ας διεκδικούσαμε τον Καύκασο και την Κολχίδα από όπου οι πρωτο-έλληνες εξόρμησαν πριν από χιλιετίες. Γιατί στα βάθη της Φρυγίας, στον τομέα Σεϊντή-Γαζή που είχε στρατοπεδεύσει η μεραρχία, Έλληνες δεν κατοικούσαν πια. Όσο για τα σπασμένα μάρμαρα με ελληνικάς επιγραφάς, ναοί ηρειπωμένοι […] αυτά ήσαν αι μόναι εκ πρώτης αντιλήψεως δια τον μαχόμενον ελληνικόν λαόν, ασθενείς δικαιολογίαι του συνεχιζομένου πολέμου»[3].

Η αστική ιστοριογραφία εγκλώβισε έκτοτε την πολυπλοκότητα της φύσης του μικρασιατικού εγχειρήματος στη λέξη «καταστροφή» και στην αναπαραγωγή του «εθνικού τραύματος», με όλες τις μονόπλευρες συνδηλώσεις του. Υπήρχε κι εκείνο το επίμονο επιχείρημα, πως οι Μικρασιάτες επί αιώνες τελούσαν υπό καθεστώς τυραννικό και ανέμεναν τη διάσωσή τους. Ξεφυλλίζοντας όμως το χρονικό της περιοδείας του αρχαιολόγου Κωνσταντίνου Κουρουνιώτη στην Μικρά Ασία, τον βρίσκουμε να κάνει μια στάση στο Σουσούζκιοϊ, στο μικρό καφενεδάκι που «εκρατούσαν συντροφικά εντός μικράς καλύβης τούρκος εντόπιος χωρικός και ξένος χριστιανός γνωστός μόνον με το όνομά του Κυριάκος»[4]. Αναρωτιέται κανείς πώς αντιλαμβανόταν ο Κυριάκος την «τουρκική τυραννία», του μητροπολίτη Χρυσοστόμου[5], τον «κτηνώδη τουρκικό λαό», του Σπύρου Μελά[6], τον «αγριώτερον δυνάστην τον οποίον εγνώρισε ποτέ η ανθρωπότης», του στρατηγού Δαγκλή[7], το «αιμοβόρο θηρίο», του επιχειρηματικού κόσμου[8].  
Τα ιδεολογήματα της ελληνικής και της ευρωπαϊκής ελίτ, αυθαίρετα και υπεροπτικά, χτίζονταν στα ανήλιαγα αναγνωστήρια και στα σαλόνια των διασκέψεων, που κράταγαν απ’ έξω την καθημερινότητα όπου πραγματικά δοκιμάζονταν οι ανθρώπινες σχέσεις. Έτσι όμως αναφαίνονταν οι αντινομίες της ελληνικής εθνικής συγκρότησης και ο βαθμός της επινόησής της. Γιατί η συνιστορία των λαών της Μικράς Ασίας ακύρωνε τη βεβαιότητα του διαρκούς μίσους ανάμεσα σε χριστιανούς και μουσουλμάνους, για το οποίο κορυβαντιούσαν οι πολιτικοί, ο Κλήρος, ο αστικός Τύπος. Πλήθος πηγών αποκαλύπτουν πως γενικότερα στις προ-εθνικές κοινωνίες δεν υπήρξε η δυαδική τομή που διακινεί ο εθνικός λόγος· από τα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα που ύψωσε το 717 τέμενος —«μαγίσδιον»— στην Κωνσταντινούπολη για τους μουσουλμάνους της,  έως την  Τραπεζούντα του 1900 που οι Κούρδοι χόρευαν για την Ανάσταση γεμίζοντας χρώμα κίτρινο και κόκκινο τον αέρα[9].
Η γερόντισσα Κωνσταντινιά, από το χωριό Εσμές κοντά στη Νικομήδεια, θυμόταν που «με τους Τούρκους ήμασταν σαν αδέλφια»: στους γάμους, στα βαφτίσια και σ’ όλες τις ελληνικές γιορτές ήταν πάντα μαζί μας, γλεντώντας και κερνώντας, και σκορπώντας λεφτά. Το ίδιο έκαναν οι Έλληνες στις τουρκικές χαρές[10]. Ο πολεμικός ανταποκριτής Μπομόν, που εκδήλωνε με κάθε ευκαιρία την περιφρόνησή του για την «τουρκική φυλή», διαπίστωνε πως στην Σμύρνη η «πλειοψηφία των Τούρκων ζη άριστα μετά των Ελλήνων και Αρμενίων, ενασχολούμενη με μικροεργασίας με τους όνους και καμήλους της»[11]. Ο στρατιώτης Λευτέρης Παρασκευαΐδης είχε παρατηρήσει στη Μανταμάδο πως «Τούρκοι κι Έλληνες περνούν πολύ αγαπημένα, είναι καλοδεχτικοί, πρόσχαροι και πολύ χουβαρντάδες»[12] και ο προσκεκλημένος του ΥΠΕΞ, ως φωτογράφος των στρατιωτικών επιχειρήσεων, Ανρί-Πωλ Μπουασονά, γοητεύεται στην Κωνσταντινούπολη από τις «παράδοξες καταστάσεις. Έλληνες και Τούρκοι πιασμένοι αλά μπρατσέτα. Έλληνες από αντίθετες παρατάξεις. Γάλλοι που αγνοούν τους Έλληνες»[13]. Ο Αναστάς Ήλογλου, από την Φιλαδέλφεια, θυμάται, φτάνοντας στην Σμύρνη για να αναχωρήσει με ένα ελληνικό φορτηγό πλοίο την Μεγάλη Τρίτη του 1923, πως ένας από τους «Τούρκους συνοδούς μας ―λοχίας― με αγκάλιασε και με φίλησε: ‘Εύχομαι καλό ταξίδι’»[14]. Οι Καππαδόκες είχαν ζήσει τόσο αρμονικά, ώστε χριστιανοί και μουσουλμάνοι να τελούν τις λατρείες τους διαδοχικά στην ίδια εκκλησία, τη λαξευτή του αγίου Μάμα, στην Μαμασό, κι αν πιστέψουμε μια μαρτυρία, κάποιες φορές οι λειτουργίες γινόντουσαν συγχρόνως[15]. Και η Φιλιώ Χαϊδεμένου, από τα Βουρλά, είχε σχολιάσει πως «εμείς στη Μ. Ασία με  τους Τούρκους ζούσαμε καλά, πολύ καλά. Αλλά σου φυτεύουν  μέσα  σου  την  εθνική σου καταγωγή  κι εσύ αυτό το κρατάς, το προσπαθείς, είναι το ζήτημα της πατρίδας»[16].
Στην πραγματικότητα, λίγα πράγματα είμαστε σε  θέση να γνωρίζουμε για τη σκέψη όσων κατοικούσαν έξω από τα αστικά κέντρα αφού, μάλιστα, σε ημερολόγια και επιστολές αυτοπροσδιορίζονταν συνήθως θρησκευτικά και όχι εθνικά. Όπως η πρόσφυγας Τσίνγκου-Αϊβαλιώτου, ακόμα και μετά 30 χρόνια παραμονής στην Ελλάδα: «Βρίσκω έναν Τούρκο, ο οποίος είχε μεγάλη γνωριμία με έναν Χριστιανό […] Με παίρνει και πάμε σ’ ένα σπίτι Χριστιανικό»· «έπλενε ένας στρατιώτης χριστιανός τα ρούχα του»· «όταν ξημέρωσε, έρχονται οι Τούρκοι στρατιώτες»· «Δεν μπορούμε να πούμε και το άδικο. Είχε Τούρκους καλύτερους από Χριστιανούς»· «Τι καλά υποδεχόμαστε μια μέρα τον Ελληνικό Στρατό! Πήραμε τόση χαρά χωρίς να ξέρουμε τι θα μας τρέξει»· «σκοτωμένοι χιλιάδες και αγνοούμενοι. Κι από τους Χριστιανούς το ίδιο, νεκρούς και αγνοούμενους»[17].
Όπως είναι αδύνατο να απαρτίσουμε μια αναλυτική εικόνα τού πώς οι Μικρασιάτες αντιλαμβάνονταν την Ελληνική Διοίκηση και τι προσδοκούσαν από αυτήν, καθώς συνήθως αντιμετωπίζονται ως «ενιαίος χώρος» από τους ερευνητές. Κι ενώ δεν αποτέλεσαν ένα ομοιογενές σύνολο, ο σχηματικός τρόπος παρουσίασής τους απαλείφει την ύπαρξη των ενδιάμεσων καταστάσεων, που διαφοροποιούσε και την από μέρους τους πρόσληψη των γεγονότων. Γιατί πέρα από τις ιδεοληπτικές φλυαρίες των λογίων και των οικονομικά ισχυρών της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης, που κόμπαζαν πως αποτελούν απευθείας απογόνους μιας ιστορικής ελίτ, οι αγρότες και μικροέμποροι της Ιωνίας, που ήταν και οι πολυπληθέστεροι, το πιθανότερο είναι να απέβλεπαν πρωτίστως στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσής τους στο σουλτανικό φεουδαρχικό καθεστώς.
Αλλά κι αυτή τη βελτίωση την ήθελαν με τους δικούς τους όρους, αφού σε αντίθεση με τα εύσημα που αποδίδονταν στα εκσυγχρονιστικά μέτρα της Αρμοστείας, υπήρχαν κι εκείνοι που δυσαρεστούνταν. «Όμως εγώ θέλω να σας πω για τα χρόνια αυτά που ζούσαμε με την ελληνική διοίκηση […] Θέλανε άλλους νόμους, θέλανε άλλους τρόπους ζωής, δηλαδή δεν μας θέλανε να είμαστε έτσι όπως ήμαστε αφελείς, αγαπημένοι με τους Τούρκους, αγαπημένοι μεταξύ μας. […] Τις ντομάτες που φυτεύαμε στα κτήματα μας μάς τη μετρούσαν και τη φορολογούσαν, ενώ τι συνέβαινε με τους Τούρκους: Αλωνίζαμε το αλεύρι, το σιτάρι και αφού το τελειώναμε έπρεπε να πάρουν οι Τούρκοι ―αφού ήμαστε στο τουρκικό κράτος― τους φόρους […]. Και αφού τελειώναμε το σιτάρι, επί παραδείγματι τον αλωνισμό και κάναμε τις σωρούς, φωνάζαμε τον Οσουρτζή […]. Παίρναμε όσο παίρναμε, όσο μας άρεσε και το βάζαμε σε μια άκρη με τα τσουβάλια. Μετά ερχόταν ο Οσουρτζής […] το μετρούσε εκείνο που έβλεπε […] Και χώριζε το δικό του εκείνη την ώρα, αυτό που θάπαιρνε το κράτος το' βανε σ’ ένα τσουβάλι και το άφηνε εκεί και το πηγαίναμε εμείς, ο κάθε ένας με το ζώο του. Εκείνο που του έδειχνες, εκείνο μετρούσε. Ποτέ δε ρώτησε, ακόμη κι αν έβλεπε κι άλλα τσουβάλια, ποιανού ήταν αυτά. Αντίθετα, οι Έλληνες ήθελαν να μας πάρουν φόρο από τις ντομάτες»[18].
Εγγράμματοι και προεστοί που μιλούσαν για λογαριασμό τους, διαφορετικά αντιλαμβάνονταν τα όσα συνέβαιναν, όπως επίσης πέρα από τους μουσουλμάνους που στελέχωναν τον κεμαλικό στρατό υπήρχαν και οι αδιάφοροι για τον πόλεμο, σε σχέση με τα ζωτικότερα προβλήματα της επιβίωσής τους: στο Ουσάκ ήταν «ρακένδυτοι, χαρακτηριστική απόδειξις της πτωχείας των. […] Παντού πτωχεία, ελεεινότης και ένδεια. Ελαχίστην προσοχήν αποδίδουσιν εις τον Κεμαλικόν πόλεμον και τον Αρχηγόν αυτών»[19]. Και μόνο σκόρπιες αναφορές μάς βοηθούν να υποπτευθούμε τις σκέψεις για την εξελισσόμενη τραγωδία εκείνων που δεν έπεφτε επάνω τους ο προβολέας της Ιστορίας. Όπως του «απλού χωρικού του Αδραμυτίου», που στην ερώτηση του Πατριάρχη «περί της γνώμης των Μικρασιατών εν τη παρούσα κρισίμω στιγμή απήντησεν: Εις ημάς, Παναγιώτατε, δεν τίθεται ζήτημα ζωής ή θανάτου αλλά ζήτημα εκλογής είδους θανάτου»[20]… 

Προδημοσίευση από το βιβλίο: Εις το όνομα του Πολιτισμού: η αρχαιολογία στην υπηρεσία της πολιτικής, στην Μικρά Ασία, επί ελληνικής κατοχής (1919-22)που θα κυκλοφορήσει το φθινόπωρο από τις εκδόσεις Βιβλιόραμα

Η Καλλιόπη Παυλή είναι δρ Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου Αθηνών


[1]«Γράμματα από τα βουνά – Σημειωματάριον» (1905-15), στο Ρ. Σταυρίδη-Πατρικίου, Οι φόβοι ενός αιώνα, Μεταίχμιο 2008, 207.
[2] Σ. Μάξιμος, Κοινοβούλιο ή Δικτατορία; Στοχαστής 1930 19.
[3] Δ. Αμπελάς, Συνταγμ/ρχης Πυροβολικού, Η Κάθοδος των Νεώτερων Μυρίων, 401π.Χ., 1922 μ.Χ., Ιστορικαί Εκδόσεις (1937) 31967, 45-6.
[4] Κ. Κουρουνιώτης, «Αρχαιολογικόν Ταξείδι εις Μ. Ασίαν», Σιδέρης-Εστία 1924, 404.
[5] Αρχείον του Εθνομάρτυρος Σμύρνης Χρυσοστόμου, ΜΙΕΤ 2000, 128.
[6] Στο Σ. Σκαλιέρης, Λαοί και φυλαί της Μικράς Ασίας, Τύπος 1922, 97.
[7] Αναμνήσεις-Έγγραφα-Αλληλογραφία, Το Αρχείον του, Βαγιονάκη 1965,427
[8] Η Διεύθυνσις, στο Πανελλήνιον Λεύκωμα, Τόμος Α΄- Οικονομολογικά,
1921, 5.
[9] Η. Dwight, Constantinople Old And New, Longmans, Green & Co. 1915, 332.
[10] Μ. Μερακλής «Ελληνοτουρκικά της Μικράς Ασίας», Η Λέξη, 1992, 709.
[11] Μπομόν, «Οι Τούρκοι της Σμύρνης», Daily Telegraph 11.8.21 (Γρ. Τύπου ΥπΕξ. 1921, 26).
[12] 23.7.1920, στο Λ. Παρασκευαΐδης, Αδελφή στρατιώτου», Ημερολόγιο και αλληλογραφία ενός Φαντάρου της Μικρασιατικής Εκστρατείας, University Studio Press 2006, 71.
[13] Κων/πολη 26.7.1921, στο H-P Boissonnas, Μικρά Ασία 1921, Μπενάκη- ΙΜΕ 2002, 281.
[14] Ήλογλου, Ηλιάδης, «Απομνημονεύματα του παππού μας», στο Σμύρνη. Η ζωή και το τέλος της πόλης των “Γκιαούρηδων”», Τεγόπουλος 2009, 178.
[15] Ο τελευταίος ελληνισμός της Μικράς Ασίας, ΚΜΣ 1974, 44.
[16] Φ. Χαϊδεμένου, συνέντευξη στο «1822-2002, 80 χρόνων μνήμης»,
Εκπαιδευτήριο Μάνεση, μνήμη Αντώνη & Κωνσταντίνας Πικριδά, 2002.
[17] Τσίνγκου-Αϊβαλιώτου 1941-1954, φωτοτ. χειρόγραφο.
[18] Φ. Χαϊδεμένου, συνέντευξη στο «1822-2002, 80 χρόνων μνήμης», Εκπαιδευτήριο Μάνεση, μνήμη Αντώνη και Κωνσταντίνας Πικριδά, 2002.
[19] Μπομόν, «Μετά την νίκην», Daily Telegraph 31.7.21 (Γρ. Τύπου ΥπΕξ. 1921, 17-8).
[20] Έκθεσις Πεπραγμένων της Επιτροπής Εθνικής Αμύνης Κων/πόλεως, Κων/πολη 23.4.22 (Αρχείο Βενιζέλου-Μπενάκη).

Δεν υπάρχουν σχόλια: