10/8/13

Ελαφριά Ανάταση και βαθιά Κάμψη

H Μπιενάλε της Αθήνας και η σκηνή της σύγχρονης τέχνης στην Αθήνα

Tου Poka-Yio
 
Ειρήνη Μπαχλιτζανάκη- Χωρίς τίτλο (Ρέπλικες), νοβοπάν
Απαρχές
Η Μπιενάλε της Αθήνας ξεκίνησε σαν μια τρελή ιδέα ανατροπής και δημιουργίας, σε μια Ελλάδα που μέχρι το 2000 απαξίωνε τα εικαστικά και γενικότερα τον σύγχρονο πολιτισμό. Ιδρύθηκε αμέσως μετά το 2004, όταν κάτι φάνηκε να αλλάζει με την έντονη κινητικότητα της λεγόμενης πρωτοεμφανιζόμενης τότε «Νέας Σκηνής» της σύγχρονης τέχνης της Αθήνας. Ο αδόκιμος όρος «Νέα Αθηναϊκή Σκηνή» χρησιμοποιήθηκε από τον Τύπο για να παρουσιάσει εκθέσεις και έργα νεότερων δημιουργών, που άρχισαν να απασχολούν το ευρύτερο κοινό από το 2005 και μετά. Το διευρυμένο αυτό κοινό, που πια είχε εύκολη πρόσβαση στη σύγχρονη καλλιτεχνική παραγωγή, μέσα από τακτικά ταξίδια, περιοδικά τέχνης και κυρίως το ίντερνετ, έσπασε το φράγμα των συχνά αφιλόξενων εκθεσιακών χώρων με τους λιγοστούς επισκέπτες και έδωσε μαζικότητα και αναγνωρισιμότητα σε ένα είδος τέχνης που απαιτεί μεν μια ελάχιστη εξοικείωση με την ιστορία της και τα σύγχρονα ρεύματα, αλλά είναι ταυτόχρονα εξόχως επικοινωνιακή.

Η σύγχρονη τέχνη συνομιλεί με το σήμερα οικειοποιούμενη τη γλώσσα των ΜΜΕ και χρησιμοποιώντας ως εργαλεία το βίντεο, τη φωτογραφία, το σχέδιο και την τέχνη του δρόμου, αναμεμιγμένα με αναφορές στα κόμικ, στη μουσική, στον κινηματογράφο και τη λογοτεχνία, με τρόπο που καταργεί το υψηλό και το χαμηλό, προς όφελος μιας νέας ανάγνωσης του σύγχρονου πολιτισμού της εικόνας. Η Αθήνα άργησε κατά τουλάχιστον δύο δεκαετίες να ακολουθήσει το ρυθμό εξάπλωσης της σύγχρονης τέχνης στις μητροπόλεις της Ευρώπης και Αμερικής, στις οποίες, εικαστικά, μουσική, σύγχρονος χορός και θέατρο, πειραματικός κινηματογράφος, γραφιστική και μόδα μετρούσαν ήδη χρόνια έντονης συμβίωσης και συνδημιουργίας. Διεθνώς αλλά και στην Ελλάδα, μια νέα τάξη δημιουργών, στη λεγόμενη “μαλακή” πολιτισμική βιομηχανία, γέμισε με τα αναγκαία νέα θέματα τα ΜΜΕ. Νιότη, στυλ, πόζα και ανατρεπτική συμπεριφορά, χιούμορ και μια νέα λαϊκή μηντιακή τέχνη έκαναν τα εικαστικά αγαπημένο θέμα στα περιοδικά και στους νέους κοσμικούς κύκλους μιας κοινωνικής τάξης που, στην Ελλάδα, είχε τον απαραίτητο χρόνο και την παιδεία ώστε να αναγνωρίσει στην τέχνη τον αγαπημένο της καθρέφτη.            

Γιατί Μπιενάλε;
Μεγαλωμένοι στην Αθήνα, που υπολείπεται σε δημόσιους και ανεξάρτητους θεσμούς τέχνης, κρίναμε απαραίτητο όχι να σταθούμε κριτικά ή αντιδραστικά σε αυτό το καθεστώς αλλά να δημιουργήσουμε έναν εναλλακτικό θεσμό, ο οποίος έχει προσφέρει τόσο οικονομικά όσο και πολιτιστικά σε όλες τις πόλεις που τον υιοθέτησαν. Η οικονομική συμβολή τέτοιων θεσμών στις πόλεις που ιδρύονται και φιλοξενούνται τεκμηριώθηκε με συγκεκριμένα στοιχεία, όταν ήρθαμε σε συνεργασία με τις Μπιενάλε της Κωνσταντινούπολης, του Βερολίνου, της Λυών και του Λίβερπουλ, ιδρύοντας το Δίκτυο Ευρωπαϊκών Μπιενάλε. Όμως η ιδέα της μακροπρόθεσμης στρατηγικής και αυτού του είδους της ανάπτυξης, που συνήθως σχεδιάζεται στα υπουργεία πολιτισμού ή στα δημοτικά συμβούλια των εκάστοτε πόλεων, απουσίαζε και απουσιάζει από τους αντίστοιχους φορείς στην Ελλάδα.
Έτσι, η Μπιενάλε της Αθήνας εκλήφθηκε στην αρχή σαν μια φάρσα, μια εικαστική οικειοποίηση ενός μεγαλόσχημου θεσμού από μια παρέα δημιουργών. Στα δύο χρόνια προετοιμασίας (η ονομασία Μπιενάλε σημαίνει “η διετής”) της πρώτης διοργάνωσης υπήρχε η αφέλεια και η άγνοια κινδύνου που επέτρεπε τη σύλληψη και την εκτέλεση ενός τέτοιας κλίμακας εγχειρήματος, σε μια χώρα με παντελή αδυναμία συνέργειας μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου τομέα.
Την ίδια περίοδο που η Ελλάδα περιχαρής ανακοίνωνε το ξεπούλημα του πετραδιού του στέμματος της δημόσιας περιουσίας, τον ΟΤΕ, παιανίζοντας την ιδιωτικοποίηση, το τότε ΥΠΠΟ του ανεκδιήγητου Ζαχόπουλου ανακοίνωνε την ίδρυση μιας δεύτερης Μπιενάλε, αυτή τη φορά στη Θεσσαλονίκη. Ο «μη αποδοτικός» χώρος του πολιτισμού ή το αξέχαστο «ποιητές-λαπάδες» έγινε  τοποκεντρική ανταγωνιστική περηφάνεια. Μια χώρα που δεν μπορούσε επί χρόνια να ιδρύσει και να συντηρήσει μια Μπιενάλε, ξαφνικά βρέθηκε να διοργανώνει δύο, και μάλιστα το ίδιο έτος. Μια εθνική πρωτοτυπία, την οποία σε κάθε ευκαιρία τονίζουν σαρκαστικά οι διεθνείς επιμελητές, διευθυντές μουσείων και τεχνοκριτικοί, που την ίδια όμως στιγμή άρχισαν να ανακαλύπτουν το παράδοξο δημιουργικό δυναμικό που είχε κρυμμένο αυτή η χώρα κλεισμένο στα σύνορά της.
Ο σύγχρονος ελληνικός πολιτισμός έμοιαζε με ένα συλλογικό «Κωσταλέξι», ασφυκτικά ενταφιασμένο στα πολιτιστικά κενοτάφια του νεοπλουτισμού, των ελληνάδικων, των κίτρινων εφημερίδων και της τηλεόρασης. Από τότε πολλά έχουν συμβεί, καθόλου άμοιρα αυτής της μαξιμαλιστικής και ασύνταχτης -πλην εξόχως επιθετικής- διπλής εθνικής εικαστικής αιχμής σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Εκατοντάδες διεθνείς καλλιτέχνες προσκλήθηκαν και εξέθεσαν, δεκάδες χιλιάδες επισκέπτες από την Ελλάδα και το εξωτερικό επισκέφτηκαν τις Μπιενάλε της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, δεκάδες αναφορές σε διεθνή Τύπο και κανάλια κάλυψαν τις τρεις πρώτες διοργανώσεις το 2007, 2009 και 2011 κοκ. Σήμερα, με τη γνωστή διάθεση του «Γιατί Όχι Κι Εγώ», που έστησε αλυσίδες παγωμένου γιαουρτιού σε καθε γειτονιά, έχουν ξεπηδήσει περισσότερες από πέντε Μπιενάλε στην Ελλάδα, εκ των οποίων και δυο-τρεις σε νησιά... Ίσως αυτό να είναι το μέλλον του θεσμού: να απονοηματοδοτηθεί κονιορτοποιημένος στη μαζικοποίησή του.

Προς ένα νέο Αφήγημα
Τα τεχνοκρατικά στοιχεία για τη χρησιμότητα των Μπιενάλε, παρότι χρήσιμα ως τεκμήρια στην ασθμαίνουσα πλέον ρητορική της ανάπτυξης, είναι πια εν πολλοίς εκτός θέματος. Η σημασία ενός τέτοιου θεσμού όπως η Μπιενάλε της Αθήνας, που ιδρύθηκε και στελεχώνεται κυρίως από δημιουργούς, βρίσκεται στην παραγωγή συλλογικού αφηγήματος. Αυτός πιστεύουμε πως είναι ο ρόλος της τέχνης.
Η σύγχρονη τέχνη, κινούμενη παράλληλα με τον δημόσιο βίο, τόσο στο κέντρο όσο και στο περιθώριό του, βρίσκεται από θέση σε εποπτική απόσταση, που προσφέρει ενίοτε καυστικές, κριτικές, αναστοχαστικές και επίκαιρες καταγραφές, νοηματοδότησης και επανανοηματοδότησης του σήμερα. Οι Μπιενάλε είναι διεθνώς το κυριότερο εργαλείο αιχμής της σύγχρονης τέχνης, ξεπερνώντας με την περιοδική τους ορμή και μια πολιτικά επίκαιρη διάθεση τη στατικότητα θεσμών, όπως τα μουσεία. Το αφήγημα και η θεματική τους γίνονται, με το φίλτρο του τοπικού ιδιώματος, ένα ιδιότυπο παρατηρητήριο για τις διεθνείς τάσεις. Οι Μπιενάλε κοιτάζουν από μέσα προς τα έξω. Με αυτόν τον τρόπο, είναι περισσότερο πετυχημένες εκείνες που καταφέρνουν να διατηρούν το φακό τού μέσα προς τα έξω καθαρό και εστιασμένο. Η Μπιενάλε της Κωνσταντινούπολης, για παράδειγμα, κατάφερε μέσα σε δύο δεκαετίες να μετατρέψει μια πόλη κλεισμένη στο παρελθόν σε μια καλλιτεχνική μητρόπολη που περισσότερο γεννάει παρά καταναλώνει τάσεις ανακυκλώνοντας σύγχρονες οπτικές.
Η Μπιενάλε της Αθήνας έβαλε στόχο από την αρχή της να φέρει τη σύγχρονη τέχνη χαμηλά στο επίπεδο της πόλης, στο «πεζοδρόμιο». Να αφουγκραστεί τη διάθεση και την έντονα πολιτικοποιημένη στάση των κατοίκων της, τις κοινωνικές ζυμώσεις και αντινομίες της. Με τίτλο Destroy Athens (Καταστρέψτε την Αθήνα) το 2007 η Μπιενάλε της Αθήνας θέλησε να αναμετρηθεί με τα στερεότυπα του πολιτισμού, σε μια χώρα που η κιτς αρχαιολατρεία του Live Your Myth in Greece (Η καμπάνια του ΕΟΤ, Ζήσε το Μύθο σου στην Ελλάδα) ήταν η επίσημη εικόνα ή εθνικό αφήγημα που προέβαλε η Ελλάδα τόσο εσωτερικά όσο και διεθνώς. Η άχρονη τεχνικολόρ παραλία της ανεμελιάς, του κακέκτυπου μουσακά και της πικάντικα ερωτικά υφέρπουσας Νέας Ελλάδας, η ανιστορική αρχαΐζουσα Ελλάδα και τα εθνικιστικά της πρότυπα ήταν τα πρώτα στερεότυπα με τα οποία αναμετρήθηκε ως θεσμός η Μπιενάλε της Αθήνας. Βιώνοντας το βαρύ βαρομετρικό της πόλης που ήταν έτοιμη να εκραγεί, η πρώτη Μπιενάλε με τον δυσοίωνο τίτλο κρίθηκε προφητική για την εξέγερση που θα επακολουθούσε το 2008. Η τέχνη βρέθηκε για μια στιγμή στην προκεχωρημένη αλλά αμήχανη θέση να διαισθανθεί το σκοτεινό μέλλον και να το καταγράψει.
Στη δεύτερη Μπιενάλε, με τίτλο HEAVEN (Παράδεισος), έγινε μια τελευταία προσπάθεια να κρατηθούμε από τις ουτοπίες, που έμειναν ανεκμετάλλευτες να σαπίζουν στη συλλογική μας συνείδηση με επίκεντρο τον Μη-Τόπο των αχρησιμοποίητων Ολυμπιακών Ακινήτων στο Φάληρο, μια δυστοπική προβολή ενός μοντερνιστικού μέλλοντος που ποτέ δεν θα έρθει. Ύστερα, εν μέσω κρίσης, ήρθε το κλείσιμο της τριλογίας των αδιεξόδων, η 3η Μπιενάλε με τίτλο ΜΟΝΟΔΡΟΜΟΣ και πρωταγωνιστή την ίδια τη νεότερη Ελλάδα, σε μια πορεία συνεχών συλλογικών ματαιώσεων από την εποχή της εκβιομηχάνισής της μέχρι την Μεγάλη Ιδέα, την κατοχή και την εποχή των κροίσων, τη μεταπολίτευση και τον Τρίτο Δρόμο, στημένη σε ένα συμβολικό κτίριο, την Διπλάρειο Σχολή, στην πρώην οικονομική καρδιά της Αθήνας και νυν γκέτο, πίσω από την Κεντρική Αγορά και το Δημαρχείο.

Και Τώρα Τι;
Φέτος, με τίτλο AGORA/ΑΓΟΡΑ η Μπιενάλε προσπαθεί να ανατρέψει το ορθόδοξο μοντέλο έκθεσης κλίμακας, μετακυλώντας τη δύναμη της καλλιτεχνικής υπογραφής από τους δημιουργούς και επιμελητές στο ίδιο το κοινό. Μια έκθεση “μηχάνευμα” με μοντέλο την Αγορά, ενός τόπου συνδιαλλαγής και συμπαραγωγής συλλογικού πολιτικού και κοινωνικού έργου, που φιλοδοξεί να τοποθετηθεί πέρα από τις διοργανώσεις τέχνης ως ένα μαζικό κοινωνικό γεγονός. Ο χώρος της 4ης Μπιενάλε είναι το πρώην Χρηματιστήριο Αξιών στη Σοφοκλέους, ένας χώρος πρώην ναός του χρήματος, στον οποίο το οικονομικό “εκκλησίασμα” της νεοελληνικής Ελλάδας ανοσιούργησε δημιουργώντας την ύβρη, της οποίας προϊόν κατά πολλούς είναι η σημερινή κρίση. Μπορεί η συλλογικότητα να καταλάβει δημιουργικά αυτή τη νέα Αγορά και να πάρει το μικρόφωνο; Είναι δυνατό να σπάσει το στερεότυπο της τέχνης σαν μια αποκοτιά στο περιθώριο του δημόσιου βήματος και να αναλάβει μερίδιο ευθύνης στην ανοικοδόμηση ενός νέου συλλογικού αφηγήματος; Το στοίχημα είναι μεγάλο και η απάντησή του θα συμβολίσει τη λειτουργική ή μη τοποθέτηση της σύγχρονης τέχνης στο σύγχρονο ελληνικό πολιτισμικό σκηνικό, που μέχρι στιγμής εξυφαίνεται από διάφορες πολιτικές ομάδες, περισσότερο σαν όργανο μισαλλοδοξίας παρά ισοτιμίας και συνεργασίας.                      


Η Μπιενάλε της Αθήνας ιδρύθηκε το 2005, από την Ξένια Καλπακτσόγλου, επιμελήτρια σύγχρονης τέχνης, τον Αυγουστίνο Ζενάκο, δημοσιογράφο, και τον Poka-Yio, εικαστικό καλλιτέχνη. Σήμερα τη διευθύνουν η Ξ. Καλπακτσόγλου και ο Poka-Yio. www.athensbiennale.org

Δεν υπάρχουν σχόλια: