ΤΗΣ
ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ ΚΑΤΣΑΔΗΜΑ
Λευτέρης Ναύτης, Κύκλος 2, 2010, μάρμαρο, πλαστικό, 30 x 16 εκ. |
Όταν το φως του ήλιου έπαιζε την τελευταία
παρτίδα με τα σύννεφα, προτού κοιμηθεί στην αιώρα των βουνών, ένα σαλιγκάρι
είχε μοναδικό προορισμό να πάει στην καρδιά του δάσους και να ανταμώσει αυτό
που είχε ακούσει να ονομάζουν «το θαύμα του ανθρώπου».
Το σαλιγκάρι το έλεγαν Νεφέλη. Η Νεφέλη είχε
πολύ δρόμο μπροστά της. Και το κέλυφός της, το οποίο σχημάτιζε μια σπείρα, δεν
ήταν ελαφρύ. Παρόλα αυτά, ήθελε πολύ να φτάσει στην καρδιά του δάσους.
Το νέο γρήγορα διαδόθηκε. Και όσοι δεν
μπορούσαν να την ακολουθήσουν στο ταξίδι, της είχαν ζητήσει να σκεφτεί κάτι,
για να τους βοηθήσει. Όλοι ήθελαν να έχουν συμμετοχή με κάποιο τρόπο, και ας μη
μπορούσαν να βρεθούν εκεί, μαζί της, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού.
Τότε, η Νεφέλη σκέφτηκε μια ιδέα:
« Θα γίνω εγώ η διάρκειά σας, τους είπε.
Ελάτε με τα πινέλα και τα χρώματά σας. Θέλω να βάψετε όλοι από ένα μέρος της
σπείρας μου, για να νιώσετε ότι συμμετέχετε στην επιθυμία και στον προορισμό
μου. Η επιθυμία μου, επιθυμία σας. Το σώμα μου, σώμα σας», τους είπε, κουνώντας
τις δυο κεραίες της.
Δεν ήταν μόνο τα σαλιγκάρια που πήραν μέρος
στο έργο της μεταμόρφωσης. Λαγοί, χελώνες, μυρμήγκια και τερμίτες, οι πιο
μεγαλόσωμοι των μυρμηγκιών, πήραν κόκκινη, μπλε, άσπρη και κίτρινη μπογιά και
άλλαξαν το κέλυφος της Νεφέλης. Όλοι είχαν βάλει τουλάχιστον από μια πινελιά
συμμετοχής.
Το σαλιγκάρι δεν μπορούσε να πιστέψει την
αλλαγή. Φαινόταν να μην είναι πια ο εαυτός του. Δεν αναγνώριζε την εικόνα του.
«Ποια είμαι;»… απορούσε κοιτώντας τα πολλά χρώματα
πάνω της. Το κέλυφος έμοιαζε με ένα μωσαϊκό, τώρα, σαν να κουβαλούσε ένα
παιχνίδι ή ένα παζλ και όχι ένα βαρύ φορτίο.
«Ποίηση εν κινήσει», αναφώνησαν οι πιο
μεγάλοι και οι παλιοί του δάσους. Ούτε εκείνοι είχαν ξαναδεί κάτι παρόμοιο.
Και έτσι η Νεφέλη με τα χρώματά της, το
μωσαϊκό κέλυφος που περιείχε τις ευχές και τις επιθυμίες όλων, μικρών και
μεγάλων, ξεκίνησε για να φτάσει στην καρδιά του δάσους και να μάθει ποιο ήταν
αυτό το θαύμα του ανθρώπου.
Στο δρόμο, ενώ άφηνε ίχνη από βλέννα, είδε
και άλλα ζώα του δάσους να την περιγελούν, επειδή ήταν διαφορετική. Η Νεφέλη,
όμως, που περήφανα είχε φορτωθεί τις επιθυμίες της γειτονιάς της, δεν έδωσε
σημασία και ούτε που αναρωτήθηκε γιατί ποτέ όλοι δεν έχουν τις ίδιες ανάγκες
και τα ίδια κελύφη προστασίας. Ήξερε ότι αργοπορούσε, επειδή ήταν στη φύση των
σαλιγκαριών να κολλούν τα βήματά τους στη γη, έτσι όμως δυνάμωναν οι επιθυμίες.
Λίγο προτού φτάσει στην καρδιά του δάσους,
άρχισε να βρέχει. Τότε, η Νεφέλη κρύφτηκε στο κέλυφός της, αλλά ξαφνικά
θυμήθηκε. Βγάζοντας το κεφάλι της έξω, στις σταγόνες της βροχής, είδε τον εαυτό
της να ξαναγίνεται αυτό που ήταν, χωρίς τα χρώματα, χωρίς τις πινελιές. Ήταν
ένα απλό σαλιγκάρι. «Τι κρίμα», σκέφτηκε. Και ενώ λυπόταν, το χέρι της βροχής
την έπαιρνε και την πήγαινε πιο κοντά στον προορισμό της.
Όταν η βροχή σταμάτησε, η Νεφέλη βρισκόταν
στην καρδιά του δάσους. Πλησιάζοντας, είδε πράγματι μια κόκκινη καρδιά κάτω από
έναν πλάτανο. Η καρδιά είχε μια φλόγα σβηστή. «Γιατί αυτό είναι το θαύμα του
ανθρώπου;», είπε από μέσα της και έμεινε εκεί, να αφουγκραστεί την ηρεμία της
φύσης…
Ενώ η Νεφέλη είχε κολλήσει το πρόσωπό της στη
γη, από το ζωντανό όνειρο εμφανίστηκε δίπλα στην καρδιά ένα ζευγάρι δασοφυλάκων
που πρόσεχαν την καρδιά και το δάσος. Άναψαν τη φλόγα, της χαμογέλασαν και
εξαφανίστηκαν.
Η Νεφέλη έγειρε με τις κεραίες της προς την
καρδιά, και σε μια στιγμή, που το κερί του δάσους άναβε και έκανε τα στιλπνά
φύλλα των δέντρων να λάμπουν, ήταν σίγουρη πως αυτή η φλόγα της ζωής ήταν το
θαύμα. Τώρα, έπρεπε να πάρει το δρόμο της επιστροφής, καθώς είχε φτάσει στον
προορισμό της και είχε καταλάβει. Ξεκίνησε για να μάθει, ενώ τελικά είχε
καταλάβει.
Η καρδιά του δάσους άφησε στη Νεφέλη μια
μοναδική εμπειρία. Ενώ γύριζε σπίτι, αργά και όπως τα σαλιγκάρια συνηθίζουν,
σκεφτόταν αυτό που είχε καταλάβει. Είναι ωραίο να θέλεις να μοιράζεσαι και να
κάνεις και τους άλλους να μοιράζονται. Είναι ωραίο να μην αφήνεις στους άλλους
να κάνουν το δύσκολο δρόμο, γιατί ήδη θα έχεις χάσει την εμπειρία των μη
ελεγχόμενων παραγόντων. Είναι ωραίο να αγαπάς τον εαυτό σου, όπως είναι, χωρίς
να σε εντυπωσιάζει η εικόνα του. Το θαύμα είναι η ζωή και αυτή μας
εντυπωσιάζει.
Η Νεφέλη γύρισε όταν όλοι είχαν πάει για
ύπνο. Καιρός ήταν να ονειρευτεί και αυτή ότι η καρδιά του δάσους, κάπου μακριά,
προστάτευε τα σαλιγκάρια, τους λαγούς και τις χελώνες, τα μυρμήγκια και τους
τερμίτες, ακριβώς όπως όλοι θέλουν να ονειρεύονται πως πάντα κάποιος υπάρχει
για να τους προστατεύει και να τους στέλνει θετική ενέργεια. Το ταξίδι της
Νεφέλης, κυρίως, ήταν η πράξη πως αυτό μπορεί να συμβεί με το να συμμετέχουμε
και να ακολουθούμε, έστω και αργά, το δύσκολο δρόμο της ζωής, που είναι και η
φλόγα της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου