9/6/13

Συζητώντας για τη διαλεκτική

ΧΕΡΜΠΕΡΤ ΜΑΡΚΟΥΖΕ, Περί διαλεκτικής. Τρία δοκίμια, μτφρ.-επιμ. Κ. Ράντης, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σελ. 93
Έργο του Κορνήλιου Γραμμένου, 
από τη διπλή έκθεση ζωγραφικής και γλυπτικής, 
με τον Γιάννη Σπυρόπουλο Bach, στην Titanium Yiayiannos Gallery
Για όσους έχουν θητεύσει σε μια κάποια εκδοχή πολιτικής αριστεράς, σίγουρα είναι οικεία η εικόνα του στοχαστικού, γεμάτου αυτοπεποίθηση, συντρόφου που, όταν πια έχει πάρει λάθος τροπή η κουβέντα (ό,τι κι αν μπορεί να σημαίνει αυτό), θα παρέμβει με την εξής επωδό: «σύντροφοι, πρέπει να σκεφτόμαστε διαλεκτικά…». Ο διαλεκτικός σύντροφος του παραδείγματός μας, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, δεν θα εξηγήσει βεβαίως τι εννοεί με αυτό. Ούτε το νόημα θα προκύψει εκ του συλλογισμού ή έστω θα υπονοηθεί από τη συνάφεια των λεγομένων.
Θα αναγνώριζε άραγε κανείς, εδώ, την εφαρμογή ενός τύπου επιχειρήματος με σαφείς προκείμενες και απτές συνέπειες ή μάλλον αυτό που ο ιστορικός των φιλοσοφικών ιδεών Κολακόφσκι αποκαλεί «αξιοθρήνητη χρήση της λέξης ‘διαλεκτική’»; Ένα υποτίθεται ακαταμάχητο «επιχείρημα» που επιτρέπει στο χρήστη του να παρακάμπτει το οτιδήποτε, λέγοντας ότι μπορεί τυπικά τα πράγματα να έχουν έτσι, αλλά διαλεκτικά να έχουν αλλιώς. Και πάντα υπό την αιθαλώδη αίγλη μιας «ειδικής, βαθιάς και αλάνθαστης μεθόδου παρατήρησης και κατανόησης του κόσμου».

 Στοχαστικός δε πανικός γεννάται αμέσως μόλις κανείς, αναζητώντας να διασαφήσει το νόημα ή έστω τις χρήσεις της διαλεκτικής, γενικά ή ειδικά στο μαρξισμό, περιδιαβεί στη μαρξιστική γραμματεία. Οι πηγές ενδομαρξιστικής ασάφειας που ο αναλυτικός μαρξιστής Γιον Έλστερ εντοπίζει στον κακοχωνεμένο εγεαλιανισμό και σε μια τάση διαβεβαίωσης αντί επιχειρήματος βρίσκουν στο ζήτημα της διαλεκτικής τη χαρακτηριστική τους έκφραση.
Ο γράφων απέχει από το να είναι βαθύς γνώστης τής, ας την αποκαλέσουμε έτσι, «διαλεκτικής γραμματείας». Ασπάζεται, εντούτοις, την καντιανή προειδοποίηση ότι δίχως καθαρά ακονισμένες έννοιες, ορθά συγκροτημένες αρχές και ασκημένη εμπειρική εποπτεία δεν μπορείς να στοχάζεσαι αποτελεσματικά, όχι μόνο από τη σκοπιά του μαρξισμού, αλλά και γενικώς.
Χρήσιμο είναι να έχουμε κατά νου την εξής διάκριση, που αν όχι σε ταξινόμηση με αναλυτικές αξιώσεις, βοηθάει σίγουρα σε μια προκαταρκτική διερεύνηση: Ο λόγος, για τη διαλεκτική πριν τον Μαρξ, στον Μαρξ και μετά τον Μαρξ. Ξεχνάμε συχνά ότι η γενεαλογία της διαλεκτικής ενέχει στιγμές (λ.χ. η πλατωνική τέχνη του διαλέγεσθαι, τα διαλεκτικά επιχειρήματα στον Αριστοτέλη, τα παράδοξα του Ζήνωνα, οι αντινομίες του καθαρού Λόγου στον Καντ) που δύσκολα θα μπαίνανε σε μια ενιαία, έστω καταγωγική, γραμμή. Θα πρέπει στη συνέχεια να επιμείνουμε στο ότι ο Μαρξ κάνει αποκλειστικά και μόνο λόγο για διαλεκτική μέθοδο και τη χειρίζεται επιστημολογικά: ένα προνομιακό υπόδειγμα για την ανάλυση των κοινωνικών φαινομένων. Καλό είναι να διαφοροποιείται η διαλεκτική ως μέθοδος και η διαλεκτική ως διαδικασία, ένας τρόπος δηλαδή με τον οποίο κατανοούνται τα πράγματα και ένας τρόπος, ίσως, με τον οποίο βαίνουν τα πράγματα, έστω κι αν για πολλές σχολές διαλεκτικής τα δύο αυτά συμπλέουν, αλληλοπροϋποτίθενται ή υπόκεινται στην ίδια λογική.
Κατά την άποψή μας και εάν θέλουμε να κινούμαστε εκτός Χέγκελ (στον οποίο υπάρχει αδιαίρετη ενότητα λογικής-οντολογίας), είναι προβληματική η συσκότιση αυτής της διάκρισης. Ενέχει, δηλαδή, νόημα η απόφανση ότι η διαλεκτική έκθεση των οικονομικών εννοιών στον Μαρξ επιτρέπει να δούμε πτυχές της καπιταλιστικής πραγματικότητας που αλλιώς θα μέναν αφανείς. Η τάξη έκθεσης των κοινωνικών φαινομένων, μας προτείνει ο Μαρξ στην ουσία, δεν είναι η τάξη της εμπειρικής παρατήρησης. Θα πρέπει να μπορούμε να βλέπουμε το επιμέρους ως συνιστώσα ενός όλου, το οποίο με τη σειρά του αποτελεί ένα σύστημα μεταβαλλόμενο και υπό άρση. Είναι μετά βίας, όμως, εννοήσιμο τι σημαίνει το να υποστηρίζει κανείς ότι η ίδια η σκέψη μας εργάζεται με αντιφάσεις επειδή και τα ίδια τα πράγματα υπόκεινται σε αντιφάσεις. Ή ότι οι έννοιες έχουν κάποια προσίδια διαλεκτική (αυτο)ανάπτυξη οι ίδιες.  
Με τον Ένγκελς, βέβαια, η διαλεκτική στέφεται ως mathesis universalis που αφορά το σύνολο των μορφών κίνησης στη σκέψη, την ανθρώπινη ιστορία και τη φύση. Δεν είναι δύσκολο να διαβαστεί, με λιγότερη ή περισσότερη έκπληξη, στον «ορθόδοξο μαρξισμό» του Ένγκελς ο κυρίαρχος «αστικός» θετικισμός της εποχής του. Για τον ίδιο, υπάρχουν νόμοι της διαλεκτικής που αγκαλιάζουν, συνενώνοντάς τις εντέλει, τη φυσική και την ανθρώπινη ιστορία. Οι νόμοι είναι, ως γνωστόν, τρεις: η μεταβολή της ποσότητας σε ποιότητα, η αλληλοδιείσδυση των αντιθέτων και ο νόμος της άρνησης της άρνησης. Επικαλείται δε ένα σωρό παραδείγματα που όχι μόνο εντυπωσιάζουν με τον ευτράπελό τους χαρακτήρα, αλλά και συσκοτίζουν το (όποιο) νόημα των «νόμων». Δεν θα ήταν δύσκολο, σε κάθε περίπτωση, να δεχθούμε ότι υπάρχουν πολλές κοινωνικές (ή και φυσικές) διαδικασίες που επιδεικνύουν χαρακτηριστικά έντασης ή ασυνέχειας.  Όχι όμως ότι υπάρχει κάποια ειδικά διαλεκτική λογική σε αυτές ή μια υποτιθέμενη οντολογική φόρμα μεταβολής.
Το βιβλίο που αποτέλεσε αφορμή για τις παραπάνω σκέψεις είναι οι πρόσφατα μεταφρασμένες στα ελληνικά διαλέξεις Περί διαλεκτικής του Χέρμπερτ Μαρκούζε (εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σε μετάφραση και επίμετρο Κωνσταντίνου Ράντη). Ίσως να μη συμβάλλει στην οριστική άρση των αποριών «περί διαλεκτικής» του ανειδίκευτου αναγνώστη. Παρά την επιμέρους απαιτητική φιλοσοφική ιδιόλεκτο, σε κάθε περίπτωση – λόγω και του προφορικού του ύφους – επιδεικνύει διαύγεια στις έννοιες και συνοχή στην επιχειρηματολογία. Κρατάει απόσταση, δηλαδή, από τις δύο πηγές ενδομαρξιστικής ασάφειας που επισημάναμε στην αρχή του κειμένου.
Ως ανάγνωσμα δε είναι άκρως χρήσιμο, για δύο τουλάχιστον λόγους. Ο πρώτος είναι ότι εστιάζει γόνιμα στην προμαρξική γενεαλογία της διαλεκτικής, περιλαμβάνοντας μια πλούσια αρχική διάλεξη «περί της ιστορίας της διαλεκτικής» (βλ. το πρώτο δοκίμιο του τομιδίου). Και ο δεύτερος είναι ότι αναδεικνύει ένα ορισμένο διαλεκτικό επιχείρημα που και διαυγές είναι και, σύμφωνα με τον γράφοντα, απολύτως καίριο, τόσο για την επιστημολογία των κοινωνικών επιστημών όσο και για τη χειραφετητική πράξη: ο λόγος, για τη διαλεκτική αναγκαιότητας και ελευθερίας (βλ. τρίτη διάλεξη του βιβλίου), το να αντιλαμβάνομαστε δηλαδή το αντικείμενο αναφοράς των κοινωνικών μας εννοιών ως ευρισκόμενο σε διαρκή μετάβαση από μια μηχανική κατάσταση (άρσης των δυνατοτήτων ελευθερίας που περικλείει) προς μια κατάσταση πραγμάτωσης των δυνατοτήτων.
Αξίζει να αναφερθεί, σε αυτή τη συνάφεια, ότι οι απαρχές ενός τέτοιου διαλεκτικού επιχειρήματος, ήδη πριν τον Χέγκελ, βρίσκονται στον Καντ και στην Τρίτη Κριτική του (βλ. διάκριση ανάμεσα σε μηχανιστική και τελολογική εξήγηση) και ότι περιεκτική ανάπτυξή του στο ελληνόφωνο φιλοσοφικό στοχασμό έχει γίνει με το έργο του Κοσμά Ψυχοπαίδη.
Ως ειδική συμβολή του Μαρκούζε, θα πρέπει να αναγνωρισθεί η έμφαση που δίνει, άπο άποψη κριτικής τού σύγχρονου πολιτισμού, στην πολλαπλασίαση των τεχνητών αναγκών υπό μία ψευδο-επίκληση ελευθερίας, που στην ουσία αποτελεί διατράνωση ετερονομίας. Είτε οι ψευδώνυμες αυτές ανάγκες είναι μαζικά θεραπεύσιμες όπως στην εποχή συγγραφής του βιβλίου («κράτος ευημερίας»), είτε ευρέως απωθημένες όπως στην παρούσα «περίοδο κρίσης», δεν παύουν να αποτελούν «εισβολή του βασιλείου της αναγκαιότητας στο βασίλειο της ελευθερίας» (σ. 65). Ενώ, από την άλλη, η εφικτή και αναγκαία κάλυψη των ουσιωδών, βιοτικών και πνευματικών, ανθρώπινων αναγκών αποτελεί «δυνατή διείσδυση του βασιλείου της ελευθερίας στο βασίλειο της αναγκαιότητας» (σ. 66). Και ο Μαρκούζε δεν διστάζει να το αποκαλέσει αυτό, επιλογίζοντας, ως «δυνατότητα σοσιαλισμού» (σ. 70).
Το οικείο φιλοσοφικό επιχείρημα διατρανώνεται ακόμη περισσότερο, εάν ενταχθεί συστηματικά το μικρό αυτό βιβλίο του Μαρκούζε στην ευρύτερη σχολή σκέψης που αυτός ανήκει (βλ. κριτική θεωρία της Φρανκφούρτης). Σε κάτι τέτοιο συμβάλλει εξόχως το μεστό επίμετρο του Κ. Ράντη. Ο εμπειρισμός και ο θετικισμός, επέμεναν οι κλασικοί της πρώτης φρανκφουρτιανής γενιάς, δεν συνιστούν άρνηση της κριτικο-διαλεκτικής φιλοσοφίας, αλλά της φιλοσοφίας ενγένει. Ενώ ένας διαλεκτικός τύπος επιχειρήματος, με την παραπάνω έννοια, διασώζει την κριτική ένταση ανάμεσα σε μια ημαρτημένη εμπειρική πραγματικότητα, «ως έχει», και την αξιακή δυνατότητα ανόρθωσης που η ίδια εμμενώς φέρει (βλ. σσ. 84-85 του επιμέτρου).

Ο Στέργιος Μήτας είναι διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Δικαίου

Δεν υπάρχουν σχόλια: