9/6/13

Πρόκληση για πολιτικό διάλογο

ΤΟΥ ΑΝΕΣΤΗ ΤΑΡΠΑΓΚΟΥ

ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΤΙΝΟΥ, Η μεγάλη πρόκληση. Η κρίση, η αριστερά, η εξουσία, εκδόσεις Λιβάνη, σελ. 175

Η πρόσφατη έκδοση του βιβλίου του Π. Παπακωνσταντίνου προσφέρει από τη μια πλευρά εξαιρετικά γόνιμες επισημάνσεις για την άσκηση της πολιτικής της Ριζοσπαστικής Αριστεράς στη σημερινή συγκυρία του κοινωνικού ολέθρου, και από την άλλη πλευρά δίνει την ευκαιρία για την προαγωγή ενός αναγκαίου δημοκρατικού διαλόγου σχετικά με επίδικα ζητήματα όπως η λειτουργία της Ευρωζώνης αλλά και της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην πρώτη περίπτωση πρόκειται για χρήσιμες προσεγγίσεις τόσο στα ζητήματα της μνημονιακής τριετίας, όσο και στα θέματα της τακτικής και της μεσοπρόθεσμης παρέμβασης του ελληνικού αριστερού και εργατικού κινήματος :
Έτσι εκτιμάται ότι η εκτίναξη της επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ στις εκλογικές αναμετρήσεις του Μαίου – Ιουνίου 2012, αποτέλεσε την εκλογική έκφραση εργατικών και λαϊκών δυνάμεων που είχαν συμμετάσχει στο πανεργατικό απεργιακό κίνημα της πρώτης μνημονιακής διετίας (2010 – 12), και σε καμία περίπτωση δεν λειτούργησε ως «ανάχωμα» του αστικού συστήματος για την αναχαίτιση της ριζοσπαστικοποίησης των εργαζομένων, ή μορφή αναγέννησης ενός «νέου ΠΑΣΟΚ», όπως αρέσκονται να παρουσιάζουν το ζήτημα το ΚΚΕ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Άλλωστε, και οι δύο αυτοί σχηματισμοί της ελληνικής Αριστεράς θα μπορούσαν να δουν τα εκλογικά τους ποσοστά να αυξάνονται, και να διαμορφωθούν διαφορετικοί συσχετισμοί στο ελληνικό αριστερό κίνημα, αν πολιτεύονταν με όρους γείωσης στην υπαρκτή συγκυρία και στο συγκεκριμένο κοινωνικό κίνημα, αντί να λειτουργούν με όρους περιχαράκωσης και απογείωσης (ιδεολογικός υποκειμενισμός και διακηρυκτισμός).

Παράλληλα διαπιστώνεται ο εύστοχος χαρακτήρας της αναφοράς της Ριζοσπαστικής Αριστερής στην προοπτική της «αριστερής διακυβέρνησης» ως διεξόδου στον προϊόντα κοινωνικό όλεθρο που επέφερε η καπιταλιστική κρίση και η πολιτική των μνημονίων, σε αντίθεση με τη στάση του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που αρνούνταν να αντιμετωπίσουν μια τέτοια προοπτική ως «μορφή ενσωμάτωσης» στο αστικό κοινοβουλευτικό σύστημα. Αναγνωρίζεται δηλαδή ότι σε μια τέτοια περίπτωση κοινοβουλευτικής επικράτησης της Αριστεράς, χωρίς την διαμεσολάβηση μιας επαναστατικής έκρηξης για την εγκαθίδρυση της λαϊκής εξουσίας ή της εργατικής δημοκρατίας, είναι δυνατή η ανατροπή βασικών παραμέτρων της αστικής πολιτικής (λ.χ. ακύρωση μνημονίων, εθνικοποίηση τραπεζών, αναίρεση της λειτουργίας του απολυταρχικού κράτους της καταστολής), και η δρομολόγηση μιας διαδικασίας βαθέματος της ριζοσπαστικής κυβερνητικής πολιτικής.
Διερευνάται με όρους ουσιαστικής αυτογνωσίας η ίδια η κοινωνική σύνθεση των αριστερών πολιτικών σχηματισμών, διαπιστώνοντας ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ ιστορικά αποτέλεσε ένα αμάλγαμα εργατικών στρωμάτων και κυρίως μερίδων των νέων μισθωτών μικροαστικών τάξεων της διανοητικής εργασίας του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Άλλωστε και το ΚΚΕ, παρά την ακατάσχετη φιλολογία του περί του «κόμματος της εργατικής τάξης», συντίθεται εξίσου από παραδοσιακά τμήματα της μισθωτής εργασίας, με την παράλληλη έντονη παρουσία μερίδων των παραδοσιακών μικροαστικών τάξεων, και μάλιστα με την ηγεμονία των δεύτερων επί των πρώτων. Αλλά και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, παρόλη την αναφορά της στην κομμουνιστική υποκειμενικότητα, φυσιογνωμία και προοπτική, εντούτοις απαρτίζεται εξίσου αποκλειστικά από τμήματα της νέας μισθωτής μικροαστικής τάξης της διανοητικής εργασίας, που αντιμετωπίζουν σήμερα δυσμενέστατους όρους κοινωνικής ενσωμάτωσης, και ουδόλως από στρώματα της εργατικής τάξης. Σε κάθε περίπτωση η σημερινή μαζική Ριζοσπαστική Αριστερά δεν μπορεί παρά να αντιπροσωπεύει ένα ανοιχτό πολιτικό πλαίσιο συμμαχίας, σύνθεσης, αντιθέσεων ανάμεσα στον εργατικό και τον μικροαστικό ριζοσπαστισμό, με ανοιχτό το ζήτημα της δημοκρατικής ηγεμονίας στους κόλπους της.
Εξαιρετικά σημαντική αναδεικνύεται στο βιβλίο η αναφορά στην αντίληψη του «ενιαίου εργατικού μετώπου» που είχε αναδειχθεί στην ύστερη περίοδο της 3ης Κομμουνιστικής Διεθνούς, με χαρακτηριστικά τα ιστορικά παραδείγματα του γαλλικού Λαϊκού Μετώπου, της δημοκρατικής αριστερής συμμαχίας στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, και του εγχειρήματος σοσιαλιστικής μετάβασης από την χιλιανή Λαϊκή Ενότητα. Ακριβώς η πολιτική συμμαχική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ για την συμπαράταξη όλων των πολιτικών δυνάμεων από την αριστερή σοσιαλδημοκρατία μέχρι την άκρα Αριστερά, σ’ αυτή τη λογική του ενιαίου μετώπου δεν ανταποκρίνονταν; Ας σκεφτεί κανείς πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα εδώ και έναν χρόνο αν οι άλλες αριστερές δυνάμεις προσέρχονταν σε διάλογο και κοινή δράση γι’ αυτή την αριστερή συμπαράταξη, με διαφορετικές προφανώς οπτικές και θέσεις, με κριτήριο ωστόσο την υπαρκτή κατάσταση οικονομικής καταστροφής και των εκφρασμένων λαϊκών διαθεσιμοτήτων.
Τέλος η επικέντρωση στο ζήτημα του μεταβατικού ριζοσπαστικού προγράμματος μιας αριστερής διακυβέρνησης, αντιπροσωπεύει ένα εξίσου σημαντικό κομβικό ζήτημα που αναδεικνύεται από τον συγγραφέα. Η κοινωνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος, η επαναφορά όλων των αποκρατικοποιημένων ΔΕΚΟ στην δημόσια ιδιοκτησία και έλεγχο, η προώθηση μορφών συνεταιριστικής παραγωγικής οργάνωσης και δραστικού εργατικού ελέγχου κλπ., πραγματικά αντιπροσωπεύουν τους αναγκαίους βηματισμούς που λειτουργούν ως «γέφυρα» ανάμεσα στην σημερινή ζοφερή για τις λαϊκές τάξεις πραγματικότητα και στην αναγκαία στρατηγική του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Άλλωστε ο βαθμός ανταπόκρισης του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ σ’ αυτή την πρόκληση είναι συνάρτηση του ίδιου του επιπέδου παρέμβασης και ενεργοποίησης του λαϊκού εργατικού κινήματος, των υπαρκτών ταξικών συσχετισμών και της ίδιας της πολιτικής αποφασιστικότητας του κόσμου της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, κι’ όχι των υποκειμενικών προθέσεων των όποιων ηγετικών πολιτικών κλιμακίων.
Από την άλλη πλευρά αναδεικνύεται με έντονο τρόπο η αναγκαιότητα ρήξης με το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα και προοπτικά με την ευρωπαϊκή καπιταλιστική ολοκλήρωση. Εντούτοις ορθότατα μεθοδολογικά δεν τοποθετείται το «κάρο μπροστά από το άλογο»: Αναγνωρίζεται η προτεραιότητα της ανάδειξης ενός κυβερνητικού πολιτικού ριζοσπαστισμού και κρίνεται ότι αυτός προκειμένου να υλοποιηθεί δεν μπορεί παρά να έρθει σε αντιπαράθεση με τις ισχύουσες δημοσιονομικές, οικονομικές και νομισματικές ρυθμίσεις της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό σε διαφοροποίηση με άλλες αριστερές τοποθετήσεις που θέτουν στο επίκεντρο και στην θέση της πρωταρχικής πολιτικής προτεραιότητας την αναγκαιότητα αφετηριακής αποχώρησης από το κοινό νόμισμα και την ευρωπαϊκή διεθνική ολοκλήρωση, ως προαπαιτούμενο οποιασδήποτε κοινωνικής και οικονομικής αλλαγής στο εσωτερικό του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού.
Παρόλα αυτά αναδεικνύονται αντιλήψεις για την σημερινή κατάσταση πραγμάτων σε σχέση μ’ αυτά τα ζητήματα, που απαιτούν έναν βαθύτερο και εκτενή πολιτικό διάλογο. Ο ελληνικός καπιταλισμός αντιμετωπίζεται ως οικονομικός σχηματισμός με «πήλινα πόδια», φορέας μιας σχεδόν «στρεβλής» και «ανεπαρκούς» ανάπτυξης, στερημένος από μια «στιβαρή» και εθνοκεντρική αστική τάξη, και η σημερινή κρίση αναλύεται, σ’ όσο βαθμό γίνεται αυτό στο βιβλίο, ως οφειλόμενη σε «εξωγενείς» οικονομικούς παράγοντες και συγκεκριμένα στην εξωτερική επίδραση των μηχανισμών, ρυθμίσεων και πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης. Ωστόσο η ίδια η οικονομική ανάλυση της εξέλιξης του ελληνικού καπιταλισμού (τριάντα χρόνια στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και μια δεκαετία με το ευρώ) καταδεικνύει εντελώς διαφορετικά πράγματα.

Στην πρώτη εικοσαετία ένταξης της ελληνικής οικονομίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (1981 – 2000), ο ελληνικός καπιταλισμός όχι μόνον δεν στάθηκε «ατροφικός», «υπανάπτυκτος», «στρεβλός», «εξαρτημένος», αλλά απεναντίας κατέγραψε μια φαντασμαγορική ανάπτυξη, συσσώρευση και κερδοφορία : Στην δεκαπενταετία 1986 – 2000 το ενεργητικό των επιχειρήσεων του συνολικού εταιρικού τομέα εκτινάχθηκε από τα 13.395 δισεκατ. δρχ. στα 88.746 δισεκατ. δρχ., τα καθαρά κέρδη από τα 83 δισεκατ. δρχ. στα 4.322 δισεκατ. δρχ., και η απόδοση του κεφαλαίου έφτασε τα 18,5%. Και αντίστοιχα στην περίοδο ένταξης στην ΟΝΕ και στο κοινό νόμισμα (2001-2010), ο ελληνικός καπιταλισμός κατέγραψε μια σταθεροποιημένη ανάπτυξη, συσσώρευση και συγκεντροποίηση με το ενεργητικό του συνόλου των 22.500 επιχειρήσεων να διπλασιάζεται από τα 334 δισεκατ. ευρώ στα 634 δισεκατ. ευρώ, με μια κερδοφορία να παραμένει επί μια δεκαετία σταθερά στο ύψος των 11 δισεκατ. ευρώ ετησίως, και η αποδοτικότητα του κεφαλαίου στο 11%. [σχετικές μας οικονομικές αναλύσεις στην Αυγή της 5 και 29-Μαρτίου-2013]. Το πρωταρχικό δηλαδή ζήτημα είναι η έκρηξη της κρίσης υπερσυσσώρευσης του ελληνικού κεφαλαίου (2008 – 13) από τις ενδογενείς του τάσεις και αντιφάσεις, κι’ όχι η αναζήτηση των «ξενικών» επιδράσεων και αλλοιώσεων.

Έργο του Γιάννη Σπυρόπουλου Μπαχ, 
από τη διπλή έκθεση ζωγραφικής και γλυπτικής, 
με τον Κορνήλιου Γραμμένο, στην Titanium Yiayiannos Gallery

Δεν υπάρχουν σχόλια: