28/4/13

Κοινοβουλευτισμός και οικονομική κρίση

ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΜΑΝΤΖΟΥΦΑ

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΚΑΜΤΣΙΔΟΥ, Δημοκρατική αρχή και κυβερνητική ευθύνη, εκδόσεις Σαββάλας, σελ. 309       
                 
Η μονογραφία της Ιφιγένειας Καμτσίδου μετέχει σε ένα σύγχρονο προβληματισμό γύρω από τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς και θέλει να εκφράσει διστακτικές και συγκρατημένες επιφυλάξεις για τον τρόπο με τον οποίο οι συνταγματικοί θεσμοί της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας εγκολπώνονται τις κοινωνικοπολιτικές δυσανεξίες των σύγχρονων δημοκρατιών.
Γιατί συγκρατημένες επιφυλάξεις; Διότι είναι η μοίρα των συνταγματολόγων όταν ερμηνεύουν θεσμούς, όπως είναι τα κοινοβούλια, στους οποίους εγγράφονται μακρές ιστορικές παραδόσεις και αποτυπώνονται πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις, να μην  αναγνωρίζουν στον εαυτό του τις ελευθερίες του πολιτικού επιστήμονα, του οποίου η κριτική είναι συχνά ριζοσπαστική στο όνομα μιας ιδεώδους δημοκρατίας που είναι περισσότερο όραμα και στόχος παρά σύστημα κανόνων και διαδικασιών.
Για τον συνταγματολόγο προέχει  η εγγυητική  λειτουργία και η ασφάλεια που παρέχει η πιστή τήρηση των κανόνων της κοινοβουλευτικής διαδικασίας. Όλα τα επιμέρους θέματα που θίγονται στο πλούσιο, από προβληματισμούς, βιβλίο διαπερνούνται από τη μέριμνα της συγγραφέως να επιβεβαιώσει την ασφάλεια των θεσμών και να επικυρώσει το δημοκρατικό χαρακτήρα του πολιτεύματος.  

Αυτή η αμυντική στάση είναι προϊόν πικρής ιστορικής πείρας που απορρέει από μια στοιχειώδη αναδρομή στους πολιτειακούς θεσμούς που εγκαθιδρύθηκαν με την δημιουργία του νεοελληνικού κράτους. Σε όλη την συνταγματική ιστορία του ελληνικού κράτους μέχρι την μεταπολίτευση είναι διάχυτη η αντίφαση μεταξύ ενός συνταγματικού πλαισίου συχνά περισσότερο προωθημένου από την εποχή του( π.χ πρώιμη καθιέρωση της δημοκρατικής αρχής ήδη με το Σύνταγμα του 1864) και ηθών και νοοτροπιών καθηλωμένων σε προνεωτερικές μορφές πολιτικής συμπεριφοράς σε συνδυασμό με συνεχείς παραβιάσεις των συνταγματικών κανόνων και των διαδικασιών. Να γιατί οι ποιο προοδευτικοί συνταγματολόγοι μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο όπως ο Αρ. Μάνεσης ήταν έντονα  θετικιστές.
Εντάσσοντας λοιπόν τον εαυτό της σε αυτή την παράδοση των συνταγματολόγων, δηλαδή των επιγόνων και μαθητών του Αρ. Μάνεση, η Ιφ. Καμτσίδου γνωρίζει και το επιβεβαιώνει με το βιβλίο της, πως ότι έχουμε κατορθώσει σε επίπεδο θεσμών πρέπει να το προστατεύσουμε και να το προχωρήσουμε. Να μην υποτιμήσουμε τις κατακτήσεις της μεταπολίτευσης, που τόσο λοιδωρείται εσχάτως, καθώς και τους αγώνες εκείνης της γενιάς που βίωσε μια πολιτική πραγματικότητα που ίσως για πρώτη φορά αντιστοιχούσε στις αρχές του δημοκρατικού κοινοβουλευτισμού, όπως αποτυπώνονταν στο Σύνταγμα του 1975.
Η επιλογή του κοινοβουλευτικού συστήματος, ως αντικείμενο μονογραφίας, είναι ιδιαίτερα εύστοχη, διότι στην εξέλιξη των αντιπροσωπευτικών θεσμών ήδη από την περίοδο της απόλυτης μοναρχίας αποτυπώνεται η βούληση συγκεκριμένων κοινωνικών δυνάμεων να περιορίσουν την εξουσία του μονάρχη.  
 H συγγραφέας αντιλαμβάνεται τον κοινοβουλευτισμό ως ένα ιστορικό φαινόμενο που σταδιακά εκνομικεύτηκε και  τυποποιήθηκε  συνταγματικά σε διάφορες μορφές ανάλογα με τις πολιτικές συνθήκες της κάθε δημοκρατίας.
 Στα κοινοβουλευτικά συστήματα, ο αρχηγός του κράτους χάνει μεγάλο μέρος της πολιτικής του δύναμης, δύναμη η οποία μετατοπίζεται στην κυβέρνηση και κυρίως στον πρωθυπουργό, ενώ αντίστοιχα το κοινοβούλιο αδυνατίζει. Ο πρωθυπουργός αναδεικνύεται σε μια προνομιακή θέση διότι εκφράζει το ενιαίο μπλοκ κυβέρνηση-κοινοβουλευτική πλειοψηφία, αλλά είναι και επικεφαλής του διοικητικού μηχανισμού του κράτους, ενώ εκπροσωπεί την χώρα στα διεθνή Συμβούλια των αρχηγών κρατών κυρίως της ευρωζώνης που λαμβάνονται οι κρισιμότερες αποφάσεις. Θεωρώ ότι αυτή η ευρωπαϊκή παράμετρος θα μπορούσε να τονιστεί περισσότερο με δεδομένο ότι ένας μεγάλος αριθμός κρίσιμων αποφάσεων λαμβάνεται στα συμβούλια της ευρωζώνης όπου ο ρόλος του πρωθυπουργού είναι καθοριστικός. Βέβαια οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι η πολιτική ισχύς του πρωθυπουργού σε πολύ μικρό βαθμό οφείλεται στις συνταγματικές του αρμοδιότητες. Ο πρωθυπουργός αντλεί την ισχύ του από την θέση του στο κομματικό σύστημα ως αρχηγός του κόμματος που οδήγησε την παράταξη στην νίκη στις εκλογές, περιορίζοντας έτσι τον αρχηγό του κράτους σε ένα ρόλο συμβολικό.    
Ωστόσο, η συγγραφέας θεωρεί ότι ο ρόλος του πολιτικά ανεύθυνου, αρχηγού του κράτους παραμένει κρίσιμος, διότι οι ρυθμιστικές του αρμοδιότητες που συνίστανται στην περιφρούρηση των κοινοβουλευτικών θεσμών συμβάλλουν στην πραγμάτωση της δημοκρατικής αρχής. Κατά την Ιφ. Καμτσίδου,  η αποστολή του αρχηγού του κράτους πραγματώνεται με δύο τρόπους: αφενός με το να ελέγχει αν η ανάδειξη και η αποχώρηση της κυβέρνησης συντελούνται σύμφωνα με την θέληση του κοινοβουλίου και αφετέρου με το να εγγυάται  ότι η δημοκρατική αντιπαράθεση ασκείται εντός συνταγματικών κανόνων.
Το δεύτερο σημείο στο οποίο επικεντρώνεται η ανάλυση αφορά στην ανάδειξη της κυβέρνησης μέσω του διορισμού του πρωθυπουργού.
Κατά το Σύνταγμά μας, ο διορισμός του πρωθυπουργού  συνιστά ανάθεση μιας εντολής με θεσμική και πολιτική σημασία που κατά τη συγγραφέα θα πρέπει να είναι ένα πρόσωπο που θα υποδειχθεί από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία της βουλής  και όχι αναγκαστικά ο αρχηγός του πλειοψηφούντος κόμματος, ακόμα και αν δεν έχει εκλεγεί βουλευτής, εφόσον παρέχει τα εχέγγυα  ότι θα λάβει ψήφο εμπιστοσύνης  και μπορεί να εξασφαλίσει την πολιτική διακυβέρνηση της χώρας.
 Ωστόσο, καθοριστικότερη και από την νομιμοποίηση αποδεικνύεται η πραγματική σχέση που εγκαθιδρύεται εντός του κομματικού και πολιτικού συστήματος και επιτρέπει στον μεν  πρωθυπουργό  να είναι εν δυνάμει κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού στο δε ΠτΔ να εγγυάται και να διαφυλάττει τη συνταγματική νομιμότητα.
Το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου αφιερώνεται στην έννοια της πολιτικής ευθύνης του ΠτΔ και της κυβέρνησης.
Η συγγραφέας τονίζει ότι η συλλογική πολιτική ευθύνη των μελών της κυβέρνησης  είναι προϊόν μακροχρόνιας  ιστορικής εξέλιξης  και ταυτίζεται με την ιστορική πορεία προς την διαμόρφωση του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Η σταδιακή αποδέσμευση της κυβέρνησης από την εμπιστοσύνη του μονάρχη και η εξάρτησή της από την εμπιστοσύνη του κοινοβουλίου συμβαδίζει με την καθιέρωση του πολιτικά ανεύθυνου του ανώτατου άρχοντα. Η Ιφ. Καμτσίδου δεν παραλείπει να θίξει τη σημασία των πολιτικών κομμάτων στη λειτουργία των κοινοβουλευτικών θεσμών και ειδικότερα την κατάχρηση των κορυφαίων θεσμών απόδοσης της πολιτικής ευθύνης, όπως η πρόταση εμπιστοσύνης και η πρόταση μομφής για την επίλυση εσωκομματικών αμφισβητήσεων και την επιβεβαίωση της κυριαρχίας του πρωθυπουργού στο κομματικό παιχνίδι. Η συγγραφέας, σε αρκετά σημεία, τονίζει ότι ο τρόπος με τον οποίο προσλαμβάνουν οι πολίτες την πολιτική ευθύνη της κυβέρνησης αλλά και γενικότερα την λειτουργία του κοινοβουλευτικού συστήματος, διαμεσολαβείται από το επικοινωνιακό σύστημα και ιδιαίτερα τα ΜΜΕ που συχνά διεκδικούν να υποκαταστήσουν τους πολιτικούς θεσμούς, να αντιπροσωπεύσουν την κοινωνία και να αποδώσουν δικαιοσύνη.      
Παρόλα αυτά, το σύγχρονο πρόβλημα που συνδέεται με την πολιτική ευθύνη της κυβέρνησης δεν αφορά τόσο τον κοινοβουλευτικό έλεγχο και τις διάφορες μορφές του, ούτε την πρόταση εμπιστοσύνης και δυσπιστίας, όσο τη σημαντική μεταβίβαση αρμοδιοτήτων, στο διεθνές επίπεδο, σε πολυεθνικούς φορείς όπως είναι η ΕΕ και η  Ευρωζώνη και την διεκδίκηση αρμοδιοτήτων από περιφερειακούς και τοπικούς οργανισμούς αυτοδιοίκησης όπως και από ΝΠΔΔ ειδικού σκοπού και ανεξάρτητες αρχές που αυτονομούνται από την κεντρική εξουσία, στο εσωτερικό της χώρας. Έτσι η Κυβέρνηση καθίσταται υπόλογη για παραλείψεις, λάθη και δυσλειτουργίες  θεσμών και  για λήψη αποφάσεων που δεν ελέγχει και που βρίσκονται εκτός της κεντρικής διοικητικής οργάνωσης του κράτους. Αυτές οι εξελίξεις όπως τονίζεται εμφατικά, επιβάλλουν έναν επαναπροσδιορισμό της φύσης, της έκτασης και των συνεπειών της πολιτικής ευθύνης των υπουργών.
Εδώ θα ήθελα να τονίσω ότι είναι μοιραίο για όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ και ιδίως της Ευρωζώνης να αντιμετωπίζουν με αμηχανία την πολιτική ευθύνη των κυβερνήσεων, διότι η Ευρωπαϊκή ένωση δεν έχει συγκροτηθεί ως πολιτικό σύστημα, ενώ είναι συγκροτημένη ως διοικητικός μηχανισμός παραγωγής νομικών κανόνων και οικονομικών μέτρων. Αυτό δημιουργεί μπλοκάρισμα στην απόδοση ευθυνών και στην λογοδοσία που αποτελούν θεμέλια για μια δημοκρατία.   
Η συγγραφέας καταλήγει ότι τα ελλείμματα και οι αντιφάσεις που εντοπίστηκαν είναι σύμφυτα με την ιστορική πορεία του κοινοβουλευτισμού και θα ήταν άδικο, ενόψει αυτών, να μηδενίσουμε την συμβολή του στην επικράτηση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Κατά τούτο, πιστεύω, ότι οι σημερινές ανατροπές στο πολιτικό σύστημα και η κρίση του δεν είναι τόσο αποτέλεσμα της κρίσης των συνταγματικά τυποποιημένων διαδικασιών, όσο είναι κρίση της συνάρθρωσης των κοινοβουλευτικών θεσμών με τις πολιτικές και κοινωνικές πρακτικές και συμπεριφορές.   
Η αδυναμία αποτελεσματικής διαχείρισης κρίσεων από το κράτος, η έντονη αμφισβήτηση του κοινοβουλίου, η κυριαρχία των αγορών που ανατρέπουν την πρωτοκαθεδρία της πολιτικής έναντι της οικονομίας, η ανάπτυξη ολιγαρχικών-γραφειοκρατικών τάσεων στα πολιτικά κόμματα που κρατικοποιούνται και αποϊδεολογικοποιούνται, το αίσθημα αποξένωσης των πολιτών από τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς είναι φαινόμενα που το βιβλίο της Ιφ. Καμτσίδου μας οδηγεί να τα σκεφτούμε σε βάθος και ενδεχομένως να διαμορφώσουμε και τις αντίστοιχες πολιτικές επιλογές.        

Ο Παναγιώτης Μαντζούφας διδάσκει συνταγματικό δίκαιο στο τμήμα Νομικής του ΑΠΘ

Δεν υπάρχουν σχόλια: