4/5/13

Τόποι Σκηνής II

Η σύγχρονη ελληνική δραματουργία

ΤΗΣ ΕΥΗΣ ΠΡΟΥΣΑΛΗ

Σταυρούλα Παπαδάκη
«Αυτό που μας λείπει είναι το έργο, ο συγγραφέας» Κ. Κουν

Από τα μέσα του 20ού αιώνα ο θεατρικός λόγος υπέστη σημαντικές μεταβολές. Μοντέρνοι συγγραφείς (Πιραντέλο, Μπέκετ, Ιονέσκο, Αντάμοφ, Αρραμπάλ, Ζενέ, Πίντερ κ.ά.) υπονομεύουν τον (διά)λόγο, διασπούν τη συνοχή του, απομονώνουν τις λέξεις του, σημαίνουν με τις παύσεις του και εισάγουν τον υπαρξιακό προβληματισμό και τις αναζητήσεις, κατά τα φιλοσοφικά πρότυπα, στο επίκεντρο της θεματικής τους. Παραλλήλως, ο Μπρεχτ χρησιμοποιεί ακέραιο τον λόγο και την επιδραστική του δύναμη ως μοχλό κοινωνικής αφύπνισης και αυτεπίγνωσης. Το δράμα εξακολουθεί να κατέχει πρωτεύοντα ρόλο στη θεατρική πράξη, ενώ η πίστη στη νοηματοδότηση της γλώσσας και η σημασιοδότηση μέσω του μηχανισμού σημείο/σημαινόμενο παραμένει αρραγής, αν και με κάποιους τριγμούς στα θεμέλιά της.

Στον ελλαδικό χώρο οι θεατρικοί συγγραφείς αργούν να συντονιστούν με τις αισθητικές ανησυχίες της Ευρώπης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το γεγονός πως όταν στην Ευρώπη ο Πιραντέλο γράφει το θεατρικό έργο Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα (1921) στην Ελλάδα γράφεται η ηθογραφία του Π. Χορν το Φιντανάκι (1921), ή όταν ο Μπέκετ παρουσιάζει στο Παρίσι το Περιμένοντας τον Γκοντό (1953) στην Ελλάδα ο Καμπανέλλης με την Αυλή των θαυμάτων (1957) οριοθετεί την έναρξη του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου. Τα κοινωνικο-πολιτικά γεγονότα που ταλανίζουν τη χώρα ωθούν τους θεατρικούς συγγραφείς στο να ασχοληθούν κατά κύριο λόγο με πολιτικά ζητήματα: απόηχος και συνέπειες του εμφύλιου, διαμορφούμενη πολιτική συνείδηση του νεοέλληνα, απότομη αστικοποίηση. Βεβαίως, υπάρχουν και συγγραφείς που την περίοδο αυτή γράφουν θεατρικά έργα μοντέρνων προδιαγραφών, όμως αυτά βλέπουν τα φώτα της ράμπας πολλά χρόνια αργότερα. Έτσι, μέχρι την αρχή της δεκαετίας του 1980 η θεματολογία των θεατρικών έργων επικεντρώνεται σε ζητήματα της καθημερινότητας της ελληνικής κοινωνίας, στη διαγραφή των χαρακτηρολογικών στοιχείων και συμπεριφορών του νεοέλληνα μικροαστού και στην καταγραφή των συμπτωμάτων ή συνεπειών από την αναδιάρθρωση του πολιτικού συστήματος. Ο απεγκλωβισμός από τα άμεσα βιωματικά στοιχεία και στεγανά συντελείται αργά. Μέσα στη δεκαετία 1980-’90 παρατηρείται στροφή προς μια πιο μοντέρνα θεατρική οπτική. Εμφανίζονται κείμενα με διευρυμένες αναζητήσεις: υπαρξιακός προβληματισμός, κρατική καταπίεση, περιθωριοποίηση, ατομική εξέγερση ή υποταγή και παθητικότητα κ.ά. (Σκούρτης, Κεχαΐδης, Μουρσελάς, Ποντίκας, Διαλεγμένος κ.ά.). Επίσης, αρκετά και αξιόλογα είναι τα θεατρικά έργα που γράφονται στον απόηχο του θεάτρου του παραλόγου και του υπερρεαλισμού, των οποίων η εμβέλεια ξεπερνά τα όρια της ελληνικής ιθαγένειας (Καρράς, Αναγνωστάκη, Ζιώγας, Μάτεσις κ.ά.). Η στενότερη επαφή με τα σύγχρονα επιτεύγματα της διεθνούς δραματουργίας ανοίγει τους ορίζοντες. Η ελληνική δραματουργία, έντονα επηρεασμένη από τα ξένα πρότυπα, επιδίδεται σ’ έναν αγώνα δρόμου να κερδίσει τον «χαμένο χρόνο», ώστε να συμπορευτεί με τα διεθνή δραματουργικά κεκτημένα. Παρατηρείται, έκτοτε, η συνοίκηση και αλληλοεπικάλυψη διαφορετικών δραματουργικών μορφών, ηθογραφία, κοινωνικό δράμα, ψυχολογικό δράμα, με φόρμες και θεματικές μοντέρνου προσανατολισμού. Ωστόσο, η μοντερνιστική απόπειρα χαρακτηρίζεται από ασυνέχεια και αποσπασματικότητα - εν μέρει εξαιτίας και της αδυναμίας πρόσληψής της από το κοινό.
Σήμερα, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, η πλειονότητα των ελλήνων θεατρικών συγγραφέων διαχειρίζεται τα θέματά της μέσα από την αισθητική τού ρεαλισμού. Η ηθογραφία, ακόμα, γερά κρατεί. Περισσότερο εξευγενισμένη και με αρκετή δόση γραφικότητας. Πρόκειται για το είδος που βρίσκει τη μεγαλύτερη απήχηση στο κοινό, αφού ο θεατής φαίνεται ότι παρασύρεται από την εντύπωση μιας ψευδο-ταύτισής του με τα δραματικά πρόσωπα, καθώς αναγνωρίζει μόνο το περίγραμμα ζωής του κι όχι την ουσία της. Ο κοινότοπος μύθος, τα σχηματοποιημένα πρόσωπα, η πλημμελής αναφορά στις συνθήκες και στον τρόπο με τον οποίο αυτές επιδρούν, δημιουργούν έναν κόσμο όπου όλα εξομοιώνονται και ισοπεδώνονται. Αντιστοίχως, το κοινωνικό δράμα περιορίζεται αποκλειστικά στην καταγραφή των σύγχρονων κοινωνικών ζητημάτων: μετανάστες, ξενοφοβία/ρατσισμός, έκρηξη βίας στις πόλεις, αλλοτρίωση του ατόμου από το σύστημα κτλ. Τα δράματα αυτά περιορίζονται στην επιφανειακή απεικόνιση των γεγονότων, μ’ αποτέλεσμα να συνιστούν -τρόπον τινά- δραματοποίηση των τηλεοπτικών ειδήσεων. Το ψυχολογικό δράμα εμφανίζεται κατά τι ανανεωμένο, με τάσεις σοβαρής ενδοσκόπησης και ψυχαναλυτικές αναφορές. Εν ολίγοις, η απουσία εμβριθούς ανάλυσης όλων των παραμέτρων -και κυρίως των αιτιών- των διανθρώπινων, κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων μετατρέπει τα έργα αυτά σε ρηχής τυπολογίας απομίμηση ζωής. Μ’ αποτέλεσμα να μην υπηρετούν ούτε τον ρεαλισμό που επικαλούνται.
Από την άλλη μεριά, τα «καλογραμμένα» θεατρικά έργα, με πρωτότυπο, ενίοτε, μύθο, στέρεη δομή, περίτεχνη πλοκή και επαρκώς ψυχογραφημένα δραματικά πρόσωπα, εξισορροπούν το προαναφερθέν έλλειμμα. Ωστόσο, αν και είναι άρτια δραματουργικά, ιδωμένα στο γενικότερο πλαίσιο της παγκόσμιας δραματουργίας μοιάζουν παρωχημένα, καθώς επαναλαμβάνουν ψυχολογικά και κοινωνικά μοτίβα που έχουν ήδη εξαντληθεί από το τέλος του 19ου αιώνα. Εξάλλου, στον 21ο αιώνα, όπου οι πνευματικές κι επιστημονικές ανακαλύψεις αναδεικνύουν έναν κόσμο πιθανοκρατούμενο και σχετικοκρατούμενο, η απολυτότητα της μονοσήμαντης αιτιοκρατίας του ρεαλισμού δεν αντιπροσωπεύει πλέον την πραγματικότητα.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και οι βιογραφικοί μονόλογοι, που ανθούν, ιδίως, την τελευταία τετραετία. Βίοι γνωστών -καλλιτεχνών ή ιστορικών- προσώπων της ελληνικής κοινωνίας δραματοποιούνται. Η προσέλευση του κοινού είναι αθρόα. Συνήθως, πρόκειται για κείμενα με έντονη συγκινησιακή φόρτιση, που εξάπτουν την περιέργεια για τα προσωπικά δεδομένα του «άλλου» και δίνουν τη δυνατότητα για δεξιοτεχνικές ερμηνείες. Τα περισσότερα αποτελούν αξιόλογα συγγραφικά πονήματα, αλλά δεν ξεφεύγουν από την πεπατημένη και δεν προσφέρουν τίποτα στην εξέλιξη της δραματουργικής τέχνης.
Μια άλλη κατηγορία θεατρικών έργων είναι εκείνη η οποία φαίνεται να ισορροπεί στο μεταίχμιο ανάμεσα στον ρεαλισμό και στη μοντέρνα θεατρική φόρμα. Συγκεκριμένα, ενώ τα τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά τού κειμένου των έργων αυτών (αποσπασματική δομή, ρήξη της γραμμικής αφήγησης, χωρο-χρονική ασυνέχεια κ.ά.) ερωτοτροπούν με τον μοντερνισμό, ο λόγος παραμένει αναλυτικός, επεξηγηματικός και διεξοδικός. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το έργο να παρουσιάζει εσωτερική αντινομία, αφού η μοντέρνα δομή και το ύφος συγκρούονται με τον άκρως ρεαλιστικό (διά)λόγο που υιοθετείται. Βρισκόμαστε τότε μπροστά στο φαινόμενο της ελλιπούς αφομοίωσης της μοντέρνας αισθητικής.
Το θεατρικό είδος, όμως, με τη μεγαλύτερη απήχηση στην ελληνική κοινωνία είναι η κωμωδία. Οι μεγάλοι κωμωδιογράφοι (Σακελλάριος, Γιαννακόπουλος, Τσιφόρος, Βασιλειάδης, Ψαθάς κ.ά.) έχουν αφήσει τέτοια παρακαταθήκη, που απ’ ότι φαίνεται οι νεώτεροι απόγονοί τους είναι δύσκολο να ξεπεράσουν. Έτσι, εξηγείται και το γεγονός ότι οι θιασάρχες καταφεύγουν κατά κόρον τα τελευταία χρόνια στις «παλιές, καλές» κωμωδίες. Σήμερα, οι κωμωδιογράφοι δεν κατορθώνουν να ανατάμουν την παθογένεια του νεοέλληνα, να αναδείξουν τις αυθαιρεσίες και τα κακώς κείμενα του ελληνικού κράτους, να ασκήσουν εποικοδομητική κριτική στους κρατούντες. Αντ’ αυτού, παρακολουθούμε μονοδιάστατες προσεγγίσεις τού νεοελληνικού φαινομένου, μέσα από μια ανερμάτιστη και ασυνεπή μυθοπλασία, με περιπτωσιολογικές, ακραίες καταστάσεις και τυποποιημένα πρόσωπα/καρικατούρες, διανθισμένα με εξυπνακίστικο χιούμορ, γκαγκς και πολλή διαφήμιση όλων των ειδών καταναλωτικών προϊόντων! Εύκολες συνταγές που οδηγούν το απαίδευτο κοινό σε χάχανα, χειροκρότημα, και πάνω απ’ όλα στο ταμείο! Το τηλεοπτικό ήθος έχει διεισδύσει σε μεγάλο βαθμό στην κωμωδία, μ’ αποτέλεσμα το θεατρικό σανίδι να αποτελεί προέκταση του τηλεκοντρόλ.
Εξαίρεση αποτελούν κάποιες θεατρικές ομάδες (Ab Ovo, Ex Animo, Γ. Γαλίτης) που προτείνουν ένα νέο είδος, τύπου επιθεώρησης, μια σπονδυλωτή κωμωδία, όπου με καυστικό χιούμορ, σαρκασμό και ουσιαστικό πολιτικό σχολιασμό περιγράφουν το νεο-ελληνικό ήθος και ειωθότα, τα ιστορικά και κοινωνικά συμφραζόμενα. Πρόκειται για οάσεις μέσα στη γενικότερη ανυδρία της κωμωδιογραφίας.
Η πιο ελπιδοφόρα και γόνιμη θεατρική γραφή προέρχεται από τους ελάχιστους εκείνους συγγραφείς (Στάικος, Δημητριάδης, Μαυριτσάκης, Ευστρατιάδη κ.ά.) οι οποίοι κατορθώνουν να συντονίσουν με συνέπεια μορφή και περιεχόμενο σε μια μοντέρνα κειμενική ολότητα. Εδώ, η αφομοιωμένη γνώση της ιστορίας της δραματουργίας είναι εμφανής. Η διάρρηξη της μυθοπλαστικής αφήγησης, ο υπαινικτικός κι ελλειπτικός λόγος, η ρήξη της ακεραιότητας του υποκειμένου και η διαλεκτική σχέση των κοινωνικών παραμέτρων και συνιστωσών, σε συνδυασμό με θεματικές πάνω σε πανανθρώπινα ζητήματα, δημιουργούν ένα θεατρικό έργο παγκόσμιας εμβέλειας. Τέτοια θεατρικά έργα μεταφράζονται και ταξιδεύουν στο εξωτερικό, εκπροσωπώντας τη σύγχρονη ελληνική δραματουργία.
Τελικώς, το αίτημα του Κουν για στιβαρή νεοελληνική δραματουργία εκκρεμεί ακόμα. Η ελληνική δραματουργία φαίνεται ότι συνεχίζει να αναζητά τον προσανατολισμό της. Δυσκολεύεται να απεξαρτηθεί από την κακώς νοούμενη «ελληνικότητα» και να εκταθεί σε οικουμενικές ατραπούς, δημιουργώντας μια αυτόχθονη, αναγνωρίσιμη συγγραφική παραγωγή. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι η σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη κοινωνία, τα αίτια και οι επιπτώσεις τους στο άτομο αλλά και το πλέγμα των πολιτικο-οικονομικών συνιστωσών δεν φαίνεται να προβληματίζουν τους δραματουργούς. Εξ ου και η ανυπαρξία «πολιτικής» γραφής. Το σίγουρο είναι ότι ο ρεαλισμός, ως αισθητική κατηγορία, δεν μπορεί πλέον να αποτυπώσει την πολυδιάστατη, πολυπαραγοντική, συγκεχυμένη και εν τω γίγνεσθαι φύση του ατόμου και της κοινωνίας. Ίσως, ο κριτικός ρεαλισμός με τη διεισδυτική και σχολιαστική του ικανότητα να μπορεί και σήμερα να λειτουργήσει ως μοχλός αποκάλυψης του πραγματικού.
Η ελληνική δραματουργία εξελίσσεται με αργούς ρυθμούς προς νέες θεματικές και φόρμες, έχοντας ως τροχοπέδη την πρακτική του παρελθόντος. Ωστόσο, υπάρχουν γραφές -που θα εξετάσουμε στο επόμενο κείμενο- οι οποίες πειραματίζονται με τα σύγχρονα δραματουργικά μέσα, εντός του πλαισίου του μεταμοντερνισμού.

Η Εύη Προύσαλη είναι δρ θεατρολογίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: