1/12/12

Με τον Νίκο Καρούζο. Για πού;

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
Χριστίνα Μαϊφόση
Μια μικρή χορεία νέων ποιητών δείχνει να εισέρχεται στον ποιητικό στίβο με αξιώσεις, αρνούμενη, διακριτικά αλλά πάντως βίαια, τους συρμούς της εποχής, που εν συνόλω συνιστούν μια γενικευμένη «ποιητικίτιδα», η οποία αρμενίζει ανέμελα στη λιμνούλα της άγνοιας του κατορθωμένου σώματος της ίδιας της ποιητικής τέχνης, καθώς και των ποικίλων, αισθητικών, τεχνικών, θεωρητικών, πολιτισμικών προϋποθέσεών της. Σε πείσμα λοιπόν αυτής της γενικευμένης συνθήκης, κάποιοι προτάσσουν ως σημείο αναφοράς τους τον Νίκο Καρούζο, άλλος την Ελένη Βακαλό, άλλος τον Βύρωνα Λεοντάρη, που προκύπτουν ως σημεία αφετηρίας, σημεία οιονεί αναμέτρησης, που ξεχωρίζονται και αναδεικνύονται μέσα στο πλήθος των προηγηθέντων. Αυτή είναι η ζώσα ιστορία της ποίησης, το σημερινό ποιητικό γίγνεσθαι, και όχι εκείνο που υποδύονται τα βραβεία, οι ανθολογίες, οι αδράνειες, οι δημόσιες σχέσεις, η ανακύκλωση της μιζέριας.

Παρακολούθησα την ακροτελεύτια εκδήλωση στο θέατρο «Άτις», διάβασα ένα σύντομο φυλλάδιο που είχε τυπωθεί, και ζήτησα από τον επιμελητή του κύκλου Θωμά Τσαλαπάτη να γράψει, απαντώντας στο ερώτημα «γιατί ο Καρούζος;». Δεν ήταν η περιέργεια, ή μόνο αυτή, αλλά και η καλλιτεχνική συνείδηση που είχα διακρίνει στον νεαρό ποιητή, κρίνοντας τη μοναδική μέχρι τώρα συλλογή του, Το ξημέρωμα θα είναι σφαγή κύριε Κρακ. Ήμουν σίγουρος ότι «είχε να πει». Υπεσχέθην δε κι έναν σχολιασμό εκ μέρους μου.
Τι μας λέει, λοιπόν, το κείμενο του Τσαλαπάτη; Κατ’ αρχήν, διά συνοπτικών διαδικασιών ξεπερνά (χωρίς να την παρακάμπτει αλλά αντιμετωπίζοντάς την...) τη μυθολογία περί το πρόσωπο και τον βίο του Καρούζου, μυθολογία που επί δεκαετίες σκιάζει το πρόσωπο του ποιητή. Πρόκειται για μια σπάνια πλέον προσέγγιση του Καρούζου, ποιητική και όχι κοσμικοφιλολογική.
Κατά δεύτερον, μας λέει πως ο ποιητικός χάρτης που συνέχει το φαντασιακό των καλλιεργημένων συμπολιτών μας, καθώς και τον παροιμιωδώς άμουσο «φιλολογικό κανόνα», όπου προεξάρχει, σαν παγωμένη στο χρόνο, η «γενιά του ‘30» και ακολουθούν οι γνωστοί μεταπολεμικοί και οι επίγονοι αυτών, δεν είναι «κανόνας» αυτονόητος για τους νεώτερους ποιητές. Και πώς θα μπορούσε, άλλωστε; Δεν θα μιλούσαμε για νέους ποιητές, αλλά για θλιβερά υποκατάστατα.
Μας «λέει» ακόμη, το κείμενο του Τσαλαπάτη, πως η διά βίου εμπλοκή του Καρούζου με τον Οδυσσέα Ελύτη, την οποία ποιητικά τη βίωνε ως ματαίωση και ανυπέρβλητο όριο, ήταν ιδιαίτερα γόνιμη. Ναι, ο Καρούζος δεν αξιώθηκε ένα «ολοκληρωμένο έργο» σαν του Ελύτη, αλλά αυτό δεν μειώνει καθόλου την αξία, τη σημασία και τη γονιμότητα του δικού του έργου. Το αντίθετο: «Ποιητής κυρίως του στίχου (σε μια παράδοση που μοιάζει να έρχεται από τον Σολωμό) και όχι του ποιήματος, ο Νίκος Καρούζος μοιάζει να γιορτάζει τις αντιφάσεις του ακόμα και μέσα στην ίδια σελίδα», γράφει ο Τσαλαπάτης.
Γιατί ο Καρούζος, κατά τη γνώμη μου, επιχείρησε να αναμετρηθεί με τον Ελύτη στο πεδίο του μοντερνισμού, ανεπιτυχώς. Αλλά από αυτή την αποτυχία προέκυψε ένα έργο «ανολοκλήρωτο», ένα περιβόλι σπαραγμάτων, που όσο κι αν μας παραπέμπουν στον Σολωμό, μόνο με τις προσλαμβάνουσες και τα εργαλεία της μεταμοντέρνας συνθήκης μπορούν να «εισπραχθούν», αλλά και να αξιολογηθούν, δηλαδή να ερμηνευθεί η λειτουργικότητά τους και, εν τέλει, να γίνει αποδεκτή η ποιητική πληρότητά τους. Αλλά αυτή η σπαραγματική ποίηση συνετέθη εν αγνοία του ποιητή; Φυσικά εν αγνοία, αλλά πάντως όχι εν αφελεία... Έτσι συμβαίνει συχνά στην τέχνη, και συγκεκριμένα στην ποίηση ο ποιητής ορίζεται σε σχέση με τις αντοχές της γλώσσας, τις αντοχές της στην εποχή του, σε σχέση με τις δικές του αντοχές, μέσα της. Έτσι, εν πλήρει συνειδήσει, η ποίηση του Καρούζου, οριζόμενη μέσα στη γλώσσα, με αυτήν παλεύοντας, προχώρησε «ανεπιτυχώς», πέραν του Ελύτη.
Τι άλλο μας λέει το κείμενο του Τσαλαπάτη, αλλά και τα ποιήματά του, καθώς και αυτά των ελαχίστων συνοδοιπόρων του; Πως μέχρι στιγμής δεν αντιμετωπίζουν την ήδη πραγματωμένη συνέχεια του δρόμου που διάνοιξε ο Καρούζος, δηλαδή την ποίηση του Ηλία Λάγιου και του Γιώργου Κοροπούλη. Όχι, δεν υποχρεούνται να το κάνουν. Ίσως στο μέλλον αυτό συμβεί, ή και όχι. Ο κάθε νεώτερος ποιητής πιάνει το νήμα από εκεί που του πάει, από εκεί που επιλέγει. Τη διαδρομή την κάνει μόνος του, ενίοτε μάλιστα και με λυσσαλέα απώθηση προς τους πλησιέστερους, όπως καλά γνωρίζουμε από την εποχή του Σεφέρη και του Καρυωτάκη. Δεν γνωρίζω αν είναι αυτή η περίπτωση, ή πρόκειται για την αμηχανία, όταν κανείς, εξαντλώντας το μονοπάτι του Καρούζου, αντικρίζει τις αχανείς εκτάσεις που προβάλλουν απροσδόκητα, φθάνοντας π.χ. και στις σπαραγματικές συνθέσεις του Ευγένιου Αρανίτση.
Σε κάθε περίπτωση, σήμερα η νεοελληνική ποίηση έχει ήδη περάσει, από δυο τρεις διαβάσεις, μία απ’ τις οποίες η ποίηση του Καρούζου, στη μεταμοντέρνα εποχή. Κανείς δεν υποχρεούται να το «σεβαστεί», να το θεωρήσει ως δεδομένο και προαπαιτούμενο. Ο καθείς αναμετράται στο πεδίο που επιλέγει. Μόνο που, η δυσκολία του πεδίου που επιλέγει, η προωθημένη ή όχι θέση του μέσα στη συγχρονία, συνήθως προδιαγράφει και το αποτέλεσμα. Αυτό άλλωστε έπραξε, στην εποχή του, ο Νίκος Καρούζος. Εν πλήρει συνειδήσει.
Σήμερα είναι ο καιρός του επόμενου βλέμματος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: