29/9/12

Η ζώσα μνήμη με τις ανοιχτές πληγές για το μέλλον

ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ

‘’Οι ελιές με τις ρίζες των γονιών μας
τα βράχια με τη γνώση των γονιών μας’’
Γ. Σεφέρης

Υπάρχουν οδυνηρές ανατροπές και δοκιμασίες, που πέφτουν πάνω σε ανθρώπους και κοινωνίες σαν αστροπελέκι. Ο πόλεμος και τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, ο εξανδραποδισμός ανθρώπων και λαών από την εκμετάλλευση και την φτώχεια, η κατάλυση της Δημοκρατίας και οι βαρβαρότητες τυραννικών καθεστώτων, ο ξεπεσμός της πατρίδας και ο ακρωτηριασμός κυριαρχικών της δικαιωμάτων, μαζί με τις απάνθρωπες και διαλυτικές επιδρομές σε βάρος κοινωνιών και οικονομιών, των μηχανισμών της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής τοκογλυφίας, όπου κι όταν συμβαίνουν, αλλάζουν τροχιά στην ιστορία.
Ένας τέτοιος υπαρξιακός συγκλονισμός ήταν, για τον Σάκη Καράγιωργα, η επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας του 1967. Χωρίς τους «δασκαλισμούς» τής εν αναμονή φρονιμάδας, ούτε τις μικρολογίες της ατολμίας και της υστεροβουλίας, αντέταξε, στη συναίσθηση της εκμηδένισης, την αντίσταση του δημοκρατικού χρέους και της κοινωνικής ευθύνης.

Σήμερα, λοιπόν, που και πάλι «ολιγοστεύθη η Ελλάς», όπως έγραφαν οι εφημερίδες στον 19ο αιώνα, είναι καθοριστικό το πώς θα εσωτερικεύσουν, αυτή την παρατεταμένη κρίση και τις αναδυόμενες, μέσα της, πολλαπλές ρήξεις και νοσηρότητες, οι δυνάμεις της πνευματικής, πολιτικής και παραγωγικής δημιουργίας αυτού του τόπου. Η πορεία, από τη μετεμφυλιακή «καχεκτική δημοκρατία» στη δικτατορία, από τη δικτατορία στη μεταπολίτευση, και από τη μεταπολίτευση στη μνημονιοκρατία της επιτήρησης, δείχνει ότι στη διάρκεια αυτής της μεγάλης ιστορικής περιόδου δεν αντιμετωπίστηκαν οι στρεβλώσεις «της υστερο-παραδοσιακής», κατά τον Κοσμά Ψυχοπαίδη, κοινωνίας, με την αναγκαία και εφικτή εθνική στρατηγική, για τον προοδευτικό εκσυγχρονισμό της προβληματικής νεωτερικότητάς μας.
Μεγάλο είναι, επίσης, και το χρονικό διάστημα των είκοσι επτά χρόνων από το θάνατο του Σάκη Καράγιωργα, του αγωνιστή και στοχαστή, που αυτοπροσδιοριζότανε δημιουργικά, αγωνιώντας για το νέο προοδευτικό μέλλον, και δεν ξοδευότανε σε στείρες παρελθοντολογίες ούτε σε συναισθηματικές δεοντολογίες για επανιδρύσεις και παλινορθώσεις ιδεολογισμών και συνθηματολογιών τού παρελθόντος. Σε αυτά τα τριάντα χρόνια, που μας χωρίζουν από το θάνατο του Σάκη Καράγιωργα, μέσα από πολιτικές εντάσεις αλλαγών και αναδιπλώσεων, εξάρσεων και ματαιώσεων, καρναβαλοποιήθηκε ο δημόσιος βίος, λεηλατήθηκε ο δημόσιος πλούτος, εδέσποσε ο κυνισμός και αμοραλισμός της διαπλεκόμενης πολιτικής και διαβρώθηκαν οι σταθερές της πολιτισμικής, εν τέλει, ταυτότητάς μας.
Στις σημερινές, λοιπόν, συνθήκες, καθώς σκέφτεσαι τον Σάκη Καράγιωργα, από τη μία λες «μακάρι να ήταν ανάμεσά μας», για να προσφέρει πράξεις δημιουργικής αντίστασης στον ξεπεσμό της πατρίδας, την ώρα που οι θεολόγοι του νεοφιλελεύθερου εκσυγχρονισμού μιλούν ως τιμωροί της αμαρτωλής Ελλάδας. Από την άλλη, λες «ευτυχώς που έφυγε», για να μην δει το κατάντημα τόσων αγώνων και τόσων θυσιών, ούτε τον αυτοδιασυρμό πολιτικών και κυβερνητικών ηγεσιών, με την ξιπασιά της ασημαντότητας που γίνεται εξουσία, τη νεύρωση της εξουσίας που γίνεται επιδεικτική αλαζονεία και βγάζει περιπαικτική γλώσσα στην κοινωνία και στην ιστορία, στις αρχές και τις αξίες.
Ευτυχώς, λες, που δεν είναι ανάμεσά μας ο Σάκης Καράγιωργας, για να μην ακούει να υποστηρίζεται ότι «είναι προτιμότερη η περιορισμένη κυριαρχία της χώρας από την χρεοκοπία της οικονομίας» ή ότι «μια νέα μεταπολίτευση είναι αναγκαία, ακόμα και ως κατ’ επίφαση δημοκρατία εκτάκτων εξουσιών» για τον «εξορθολογισμό του κοινοβουλευτισμού»! Αυτός, που στο Έκτακτο Στρατοδικείο της Αθήνας, τον Απρίλη του 1970, φλεγόταν από την πραγματικότητα γιατί «τρώμε το ψωμί των παιδιών μας», δεν ξέρω πώς θα βίωνε την εικόνα των σημερινών νέων, φορτωμένων με επίσημους φανφαρονισμούς αλλά με καταχρεωμένα τα νιάτα τους και τα γεράματά τους. Ούτε, επίσης, ξέρω πώς θα συγκρατιόταν, αυτός που φώναζε στους στρατοδίκες ότι η αντίσταση ήταν χρέος ζωής, όταν θα έβλεπε τους άλλοτε κυβερνήτες και σωτήρες, που υπήρξαν πρωταίτιοι του ολέθρου, ο οποίος περιδινίζει τη χώρα, να συγγράφουν βιβλία ως τρίτοι παρατηρητές, σχολιάζοντας εαυτούς και αλλήλους, με την αυταρέσκεια του μόνιμου τρόφιμου ενός κούφιου καταστημένου.
Τέτοια και άλλα πολλά προκλητικά συμπτώματα παρακμιακής και εκφυλιστικής κατάστασης θα εξαγρίωναν τον Σάκη Καράγιωργα, που δεν χαριζότανε σε κανέναν, για τίποτε. Άλλωστε, αυτό που του καταλόγιζαν οι μηχανισμοί της διαπλοκής και οι νεωκόροι τους είναι ότι δεν είχε τις αρετές του διαθέσιμου, του καλοπροαίρετου και πραγματιστή, κάθε φορά, που, μέχρι να πεθάνει, υπερασπιζόταν το δημοκρατικό, πατριωτικό και επιστημονικό του ήθος, απέναντι στην πολιτικο-κομματική σκοπιμότητα και συναλλαγή. Όπως τότε που υπερασπίστηκε τις δημοκρατικές διαδικασίες γι’ αντίβαρο στον αρχηγικό περονισμό, και παραμερίστηκε ως ελιτιστής. Ή όπως μετά, που φώναζε για την κρίση που θα προκύψει, μέσα από τη θεσμική διάβρωση, διαπλοκή και διαφθορά, και υποτιμήθηκε ως αιθεροβάμων, από τους ξεσκολισμένους «στρατηγούς του δικομματισμού». Αλλά και πριν, όταν τον παρότρυναν να μην προκαλέσει στο στρατοδικείο, για να μην καταδικασθεί σε θάνατο, κι εκείνος μετέτρεπε το εδώλιο σε βήμα και τη στρατιωτική δίκη σε πολιτική και ηθική διακήρυξη. Όπως και μετά, που αντιστεκότανε στην πίεση των ίδιων κύκλων, προκειμένου να νομιμοποιηθεί, με συμμετοχή αριστερών αντιστασιακών, η «κυβέρνηση Μαρκεζίνη» της Δικτατορίας Παπαδόπουλου.
Αλλά και τότε που αρνιότανε, με προτάγματα πολιτικής ηθικής και συνειδησιακής ακεραιότητας, να ενδώσει στις επίμονες προτάσεις, μετά την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ του 1981, για κυβερνητικό ρόλο, πλαισιώνοντας έναν κομματικό κυβερνητισμό και την πολιτική του δημαγωγία, που αποστρεφόταν δημόσια. Τότε που ο «Ανδρεϊσμός» αναγορευότανε σε πολιτική ταυτότητα και ο «Πασοκισμός» σε εξουσιαστική παράταξη, ο Καράγιωργας έδειχνε την διάψευση και τα αδιέξοδα που ερχόντουσαν. Τον απομόνωναν, όμως, και μείωναν την ηθική και πνευματική υπεροχή του, όλες οι «παρέες» του πολιτικού, οικονομικού, εκδοτικού, ακαδημαϊκού και πολιτιστικού συστήματος, που λειτουργούν πάντα ως θερμοκήπια του δικομματικού κατεστημένου.
Μη βλέπετε που σήμερα κανείς δεν αμφισβητεί τον Σάκη Καράγιωργα. Δεν είναι γιατί όλοι τον αγάπησαν εκ των υστέρων. Είναι γιατί δεν βρίσκεται ζωντανός κι ενοχλητικός ανάμεσά μας, με τη μοναδική αρετή και γενναιότητα, να δίνει, στο λόγο του και τη στάση του, ενότητα αξιών και περιεχόμενο ευθύνης, να μην γίνεται ακόλουθος ούτε διερμηνευτής καμιάς ψευδεξουσιαστικής αναγκαιότητας.
Η λαϊκότητα και απλότητα του Σάκη Καράγιωργα ήταν γνήσιες, εκδηλωνόντουσαν αυθεντικά, και δεν τις θεωρούσε μειονέκτημα της ελληνικότητάς του, έναντι ενός επιδεικτικού εξευρωπαϊσμού, που πολλοί αντέτασσαν προς τους λοιπούς βαλκάνιους Έλληνες. Και η σπουδαία επιστημονική του κατάρτιση δεν ήταν για τον Σάκη Καράγιωργα λεοντή αυτάρεσκης αυθεντίας, αλλά εργαλείο για να επιτελεί με ζέση το διδακτικό και παιδαγωγικό του έργο, ανταποδίδοντας στην ελληνική κοινωνία όσα ξόδεψε για την κατάρτισή του. Γέλαγε και θύμωνε βλέποντας ακαδημαϊκούς να αυτοϋποβιβάζονται σε λομπίστες, πολιτικών, εκδοτικών και κοσμικοκοινωνικών συμφερόντων. Όπως, επίσης, πείσμωνε και αντιδρούσε, κάθε φορά που οι πολιτικοθεσμικοί μηχανισμοί τής μεταπολίτευσης διαμόρφωναν, με τις μεθοδευμένες επιλογές τους, τη στρωματογραφία της αναξιοκρατίας και του ανταποδοτικού παραγοντισμού. Απεχθανόταν τους εκφραστές οικονομικών θεωριών, που δεν είχαν βασικό άξονά τους την κοινωνική διάσταση και στόχευση της οικονομίας, αλλά πολιτευόντουσαν ως αριθμομέτρες τεχνοκράτες. Κι εκεί που μπουρίνιαζε και αηδίαζε ήταν όταν βρισκόταν αντιμέτωπος με την καπηλεία της αντίστασης και την ωραιοποίηση ή οικειοποίηση ρόλων από οντάρια, που περιέφεραν ηγετικές πόζες.
Ήταν μία από τις πιο ειλικρινείς, παθιασμένες και μεστές, τίμιες και συνεπείς φωνές της μετεμφυλιακής Ελλάδας, που πίστευε στις δημοκρατικές διαδικασίες και όχι στο «ό,τι πει ο αρχηγός». Αγωνιζότανε για τη διεύρυνση και αποτελεσματικότητα του κοινωνικού κράτους, τον προοδευτικό εκσυγχρονισμό του πολιτικού, κομματικού και θεσμικού συστήματος. Αγωνιούσε για την ουσιαστική μεταρρύθμιση της παιδείας και την ενσωμάτωση ιδανικών κι αρχών της αριστεράς στην «μεταπολιτευτική νεωτερικότητα». Λαχταρούσε για την Ελλάδα και δυστροπούσε όταν άκουγε ηγετικές δυνάμεις της να την υποτιμούν ως καθυστερημένη και υπανάπτυκτη. Αποστρεφόταν τη δημαγωγία τού «εδώ και τώρα» και επέμενε στην αναγκαιότητα και προτεραιότητα του συνανθρωμένου προγράμματος οικονομικής και παραγωγικής ανασυγκρότησης, κοινωνικής πολιτικής και δίκαιης αναδιανομής, εκπαιδευτικής και διοικητικής μεταρρύθμισης, πολιτικής και θεσμικής αναδιάρθρωσης στις σχέσεις κοινωνίας, κράτους, κομμάτων, θεσμών και κυβέρνησης, με διαφάνεια, έλεγχο και λογοδοσία. Αγωνιζόταν για να μην φτάσουμε στη σημερινή εξουθένωση.
Ασάλευτος, αλλά ακοίμητος εκεί που βρίσκεται, στις συνειδήσεις, δηλαδή, όποιων τον θυμούνται, αρνείται να παραδεχτεί ότι ο αγώνας του συνταγματικού πατριωτισμού, πριν τη Δικτατορία, οι θυσίες της αντίστασης για την επαναφορά της Δημοκρατίας, οι εξάρσεις και οι προσπάθειες για να αποκτήσει ουσιαστικό περιεχόμενο η Μεταπολίτευση, κατέληξαν στην ταπεινωμένη δημοκρατία της επιτήρησης και του διεθνούς ελέγχου. Και γι’ αυτό επιμένει ν’ αντιστέκεται «στραμμένος σ’ άλλα οράματα... μιας απέραντης πατρίδας που ονειρευότανε...», όπως θα του λέει ο πατριώτης μας Τάκης Σινόπουλος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: