22/9/12

Η αξία της τέχνης και η εμπορία της

ΤΗΣ ΛΗΔΑΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
Βασιλική Τζούτη- Β.Τ.
Πριν από λίγο καιρό ξέσπασε στην ελληνική καλλιτεχνική επικράτεια ένα σκάνδαλο σχετικά με την πλαστότητα δύο έργων του Κωνσταντίνου Παρθένη, που είχαν πουληθεί σε Έλληνα ιδιώτη από τον γνωστό και καταξιωμένο οίκο εμπορίας έργων τέχνης του Λονδίνου Sothebys.
Η υπόθεση έλαβε ευρεία δημοσιότητα μετά την έκδοση της απόφασης στις 24 Μαΐου από την ελληνική δικαιοσύνη, όπου είχε προσφύγει ο αγοραστής, και η οποία τον δικαίωνε για το ένα εξ αυτών. Αφορούσε το έργο «Η Παναγία με το βρέφος», που είχε αγοράσει το 2007 ο ενάγων έναντι 950.000 ευρώ. Για το δεύτερο έργο, που είχε πωληθεί ένα χρόνο νωρίτερα έναντι 674.500 ευρώ και τιτλοφορείται «Νεκρή Φύση μπροστά από την Ακρόπολη», θα αποφανθούν τα βρετανικά δικαστήρια, σύμφωνα με τη ρήτρα που είχε υπογράψει ο αγοραστής.
Οι λεπτομέρειες που συλλέξαμε από το διαφωτιστικό άρθρο της Μαργαρίτας Πουρνάρα την κυριακάτικη Καθημερινή δεν προκάλεσαν, ούτε εξέπληξαν, ούτε τάραξαν τους μικρούς κύκλους των Αθηνών μόνο με τα μεγέθη τους. Στα οποία οι περισσότεροι έχουν άλλωστε συνηθίσει.

Έφεραν όμως στο φως όλο εκείνο το σκοτεινό παρασκήνιο, και τους ειδήμονες, εγχώριους εμπλεκόμενους -λιγότερο ή περισσότερο γνωστούς γκαλερίστες, εκτιμητές, ιστορικούς και, μάλιστα, διδάσκοντες την ιστορία της τέχνης- όλους αυτούς που δρουν εν κρυπτώ πίσω από τους φωτεινούς προβολείς των μεγάλων οίκων πλειστηριασμών και προώθησης της τέχνης. Που δρουν ενάντια σε όσους ιστορικούς, επιμελητές και εκτιμητές αγωνίζονται για να διαφυλάξουν, προσφεύγοντας και στη βοήθεια των σύγχρονων μέσων τεχνολογίας, την καλλιτεχνική σφραγίδα των έργων. 
Πρόσφατα, συμπτωματικά, δόθηκε στο αναγνωστικό κοινό από τις εκδόσεις Κέδρος το μυθιστόρημα Η καλλιτεχνική σκευωρία, της Ευρυδίκης Τρισόν-Μιλσανή. Πραγματεύεται τις στενές σχέσεις του καθιερωμένου, νεωτερικού εκθεσιακού θεσμού της τέχνης, του μουσείου, με την παγκοσμιοποιημένη αγορά της τέχνης, όπου, ας μην το ξεχνάμε, επικυρώνεται και η εμπορική της αξία. Η συγγραφέας, διδάκτωρ Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης, εργάστηκε, μεταξύ άλλων, επί τριάντα χρόνια στο Εθνικό Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Κέντρου Πομπιντού, στο Παρίσι.
Γ’ αυτό και αναπαριστά τόσο πλαστικά το χώρο της δράσης των προσώπων της, που δεν είναι άλλος από το Εθνικό Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Κέντρου Πομπιντού. Γι’ αυτό ίσως και σμιλεύει τόσο φυσικά, με πραγματικά γνωρίσματα, τους κεντρικούς χαρακτήρες της. Είναι ο δημοφιλής επιμελητής του μουσείου, Σιμόν Μπερτιέ, και η νεαρή και άβγαλτη βοηθός του Αριάδνη, η οποία προσλήφθηκε για να τον βοηθήσει στη διοργάνωση  μιας μεγάλης έκθεσης για τον ιδιόμορφο καλλιτέχνη Τζόρτζιο Ντε Κίρικο και έχει κάνει τη διατριβή της στο έργο του. Η ρομαντική και ανιδιοτελής θεώρηση της τέχνης αλλά και της ζωής τούς σφραγίζουν.  
Σε αντίθεση με, και γύρω από τα πρόσωπα αυτά πλέκεται, με στοιχεία του αστυνομικού μυθιστορήματος, η σκευωρία εναντίον του αδέκαστου επιμελητή Μπερτιέ. Αυτό επιτυγχάνεται ανάμεσα στο πραγματικό και το φαντασιακό, ανάμεσα σε περιηγητικούς στη μοντέρνα τέχνη διαλόγους του Πικάσο και του Ντε Κίρικο για τα αναρτημένα μέσα στο Μουσείο έργα τους, και σε πραγματικές δολοπλοκίες εμπειρογνωμόνων της τέχνης, που οργανώνουν δύο συνεργάτες-εχθροί του Μπερτιέ, ο καθένας για τους προσωπικούς του λόγους, με κύριο όπλο δυο πλαστά έργα του Ντε Κίρικο που καταφέρνουν να «ενσωματώσουν» στην έκθεση και με τα οποία επιχειρούν να ακυρώσουν την εγκυρότητά της.
Η Καλλιτεχνική σκευωρία μιλά στο αναγνωστικό της κοινό με μια γλώσσα τρυφερή και σαρκαστική ταυτόχρονα, μια γλώσσα γειωμένη στο παρόν, για το σκιώδες, κοινότοπο και χυδαίο πεδίο μάχης της διεθνούς εμπορίας της δημιουργίας. Όπου η «μοναδιαία αύρα» της έχει εκπέσει σε ένα σύμβολο κοινωνικής αναρρίχησης ή καταξίωσης, αγοραστών, μεσαζόντων, πωλητών, αλλά και θεσμοθετημένων επιμελητών. Ένα πεδίο όπου η πιστοποίηση ή η πλαστογράφηση της τέχνης γίνεται, κατά κανόνα, με κύριο γνώμονα την κερδοσκοπία και την άνοδο της χρηματιστηριακής της αξίας.
Η ανατροπή έρχεται στο τέλος, με τη βοήθεια της Αριάδνης που ξετυλίγει το μίτο σε μια απρόβλεπτη διέξοδο. Μέσα από την οποία αμφισβητείται η απολυτότητα της αυθεντιών: «Ο κόσμος που πληρώνει για τα δημόσια κτίρια και τους κρατικούς θησαυρούς πρέπει να έχει το δικαίωμα να αποφασίζει», είναι ένα από τα συνθήματα του πλήθους που έχει συγκεντρωθεί έξω από το Μουσείο και απαιτεί να δει τους θεωρούμενους ως πλαστούς πίνακες του Ντε Κίρικο.        
Η Μιλσανί θέτει έτσι ξανά επί τάπητος το καίριο ερώτημα, του επαναπροσδιορισμού της αξίας και των κανόνων αξιολόγησης της τέχνης πέραν των κανόνων της αγοράς. Σχεδόν θα μπορούσε να πει κανείς ότι συμπαρατάσσεται με τη γαλλίδα κοινωνιολόγο της τέχνης, Ρεϋμόντ Μουλέν. Η τελευταία δηλώνει, στο έργο της Αγορά της τέχνης, παγκοσμιοποίηση και τεχνολογίες (εκδόθηκε από την ΑΣΚΤ της Αθήνας με επιστημονική επιμέλεια της Νίκης Λοϊζίδη) ότι «Η Αγορά της μοντέρνας ζωγραφικής δεν μπορεί να προφυλαχτεί από τα πλαστά έργα, και ο ενθουσιασμός που περιβάλλει κάποια ονόματα, όπως αυτό του Βαν Γκογκ, συμβάλλει στον πολλαπλασιασμό τους. Οι λανθασμένες αποδόσεις πατρότητας δεν αποτελούν έργα πλαστά: το γεγονός ότι ένας πίνακας μπορεί να είναι έργο ενός όψιμου μαθητή του Ρέμπραντ δεν σημαίνει ότι είναι πλαστός και δεν αλλοιώνει τα αισθητικά του χαρακτηριστικά, επηρεάζει όμως δυσμενώς τη θέση του στην ιστορία της τέχνης καθώς και την οικονομική του αξία».  

Αλλά προχωρεί, με το ευφάνταστο τέλος της ιστορίας της, σε μια πρόταση άκρως ριζοσπαστική που συνάδει πλήρως με τα αιτήματα του μοντέρνου και συμπεριλαμβάνει το θεατή στις επιτροπές των ειδικών που κρίνουν τα έργα. Είναι ίσως μια πρόταση με την οποία θα διαρρηγνύονταν τα πυκνά υφασμένα πλέγματα εμπόρων και ειδημόνων. Μέσα από αυτήν, η τελική απόφαση για την αξία των έργων τίθεται στην κρίση του τελικού και κύριου, εν πάση περιπτώσει, αποδέκτη τους, του φιλοθεάμονος κοινού. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: