29/9/12

«Το φως που καίει»

ΤΟΥ ΑΛΚΗ ΡΗΓΟΥ

Όχι λουλούδια, μα σπαθί στον τάφο σου, άξιε βάρδε !
Όταν παλεύανε Ζωή και Θάνατος, απόξω
δεν κοίταγες χορέβοντας μ’ ένα φλασκί στο χέρι
αλλά μπροστάρης του Λαού στης λευτεριάς τη μάχη
ο λόγος σου αρχαγγέλινο σπαθί τυραννοχτόνο
Κώστας Βάρναλης, Ποιητικά, 1956

Οι στίχοι, όπως και ο τίτλος του κειμένου αυτού, δανεισμένοι από τον ποιητικό λόγο του Βάρναλη, έχω την αίσθηση ότι ταιριάζουν απόλυτα στον Δάσκαλο, στον Ενεργό Πολίτη, Σάκη Καράγιωργα. Λες και γράφτηκαν γι’ αυτόν! Ένα φώς που καίει η ζωή του και η μνήμη της, μέσα σε όσους είχανε την τύχη να τον ανταμώσουνε, να συμπορευτούν, να συγκρουστούν, να συν-κινηθούν, να ακούσουν τη βαθιά του φωνή, να αντικρύσουν το φως ζεστασιάς και ανθρωπιάς των ματιών του.
Είκοσι επτά χρόνια από τον άδικο και πρόωρο χαμό του, και όλα αυτά παραμένουν έντονα ζωντανά. Και ταυτόχρονα, όσο ο χρόνος μακραίνει, όσο η καθημερινότητα μικραίνει και σε μεγάλο βαθμό χυδαιοποιείται, η καθάρια σκέψη του, η λαγαρότητα των επιχειρημάτων του, η διαλεκτική μαχητική δεινότητα υπεράσπισης των απόψεών του, το άτεγκτο πείσμα της στάσης του στην πολιτική και ακαδημαϊκή του παρουσία -«είμαι πουρναροστύλιαρο» συνήθιζε να λέει– η περιφρόνηση των αξιωμάτων, η ανυπότακτη στάση του στην οποιαδήποτε εξουσία, λειτουργούν σαν γράδο της δικής τους ζωής. Τουλάχιστον όσων επιμένουν, και είναι πολλοί, να προσπαθούν να αντιλαμβάνονται, ως διαρκές αξιακό διακύβευμα, τον αγώνα για ένα διευρυνόμενο δημοκρατικό και αυτοδιαχειριστικό αύριο, χωρίς εκμεταλλευτικές και αλλοτριωτικές σχέσεις.

Σ’ αυτό το αύριο κατέθεσε, και τη ζωή και το επιστημονικό έργο του, ο Σάκης Καράγιωργας! Λειτουργώντας ως πραγματικός οργανικός διανοούμενος της Αριστεράς. Ως Δημόσιος Διανοούμενος, ευρύτερα, με αρμονία Επιστημονικού Έργου, κριτικού Λόγου και Πολιτικής Δράσης. Χωρίς τους συνήθεις μικρο-υπολογισμούς, θυσιάζοντας όχι απλά την καριέρα του αλλά και την ίδια τη σωματική του ακεραιότητα, στην πάλη εναντίον της απριλιανής Χούντας.
Πέρα από την σημαντική επιστημονική και πανεπιστημιακή προσφορά του, ο τρόπος βίωσης της πολιτικής του συμμετοχής δεν «εκφράζει –όπως έγραφε ο Σπήλιος Παπασπηλιώπουλος– την τραγικότητα των χαμένων ονείρων και των αποτυχημένων επιδιώξεων της πρώτης μετα- αντιστασιακής γενιάς, που ανδρώθηκε επιστημονικά και πολιτικά στην μετεμφυλιακή περίοδο». Αντίθετα μάλιστα, εκφράζει, κάθε στιγμή, τον μαχητή διανοούμενο που, κριτικά αναστοχαζόμενος, έστω και αν η ανάλυση της κατάστασης και της μικροπολιτικής σκοπιμότητας του γεννά απαισιοδοξία και πικρίες, αυτός συνεχίζει να δρα με αισιοδοξία, όπως προέτρεπε ο Αντόνιο Γκράμσι. Επαναεπικαιροποιώντας το ιστορικό περιεχόμενο της λέξης Διανοούμενος και τους κανόνες που το διέπουν, από την εποχή του Ζολά, που καθιερώθηκε ο όρος, τις επεξεργασίες του Γκράμσι, του Σάρτρ, του Πουλαντζά, του Μπουρντιέ, του Δουζίνα πρόσφατα.
Δεν γίνεται αναχωρητής επαναπαυμένος στις αντιστασιακές του δάφνες, ούτε βέβαια διολισθαίνει ως «ειδικός» σε ένα τεχνοκρατικό, δήθεν αποϊδεολικοποιημένο, εμπειρικοκρατούμενο και βαθιά εκμεταλλευτικό και αντι-ουτοπικό κυρίαρχο γύρο του περιβάλλον, στο οποίο μεγάλο μέρος διανοουμένων, μάλιστα και ορισμένων αυτοτοποθετούμενων στην Αριστερά, αντί να δείχνει μια αυξημένη υπευθυνότητα απέναντι στην αλλοτριωτική ένταση των εξελίξεων, τη βιαιότητα διάλυσης του στοιχειώδους Κράτους Δικαίου, την απαξίωση των Δημόσιων Αγαθών, των μονόδρομων της κάθε είδους αυθεντίας, αποδέχεται με διάφορα, σχεδόν ταχυδακτυλουργικά άλλοθι, και για πολλούς και πολιτικά ή και κάθε άλλου είδους αζημίωτα, ότι «το παν είναι δυνατό», ότι η μνήμη κανέναν δεν εγκαλεί, ότι μπορούν να υπερβαίνουν χωρίς κόστος αξιακά αυτονόητα της αριστερής τους ταυτότητας.
Και δεν αναφέρομαι μόνο σε όσους μεταπηδούν από δω και από κει και λένε, χωρίς αιδώ, τα ακριβώς αντίθετα από όσα έλεγαν και υπερασπίζονταν χθες, έχοντας μετεξελιχθεί, σύμφωνα με τον Πουλαντζά, σε «μισθοφόρους του σύγχρονου κράτους», που σήμερα ψάχνουν εναγώνια νέο πολιτικό μόρφωμα για να επιπλεύσουν στην πολιτική σκηνή, αλλά και σε εκείνους που ενώ παραμένουν στην Αριστερά, αρνούμενοι την ενσωμάτωση στο κυρίαρχο σύστημα, έχουν σχεδόν ασυνείδητα εσωτερικεύσει πλευρές της λογικής του, με αποτέλεσμα να μην αντιλαμβάνονται πια βασικά, από άποψη αριστερής πολιτικής ηθικής, αυτονόητα!
Αυτά τα αυτονόητα υπηρέτησε –ως χρέος προς «τον λαό που τον σπούδασε», όπως έκλεινε την απολογία του στο Έκτακτο Στρατοδικείο– σε όλη του τη ζωή, ο Καράγιωργας. Καλώντας μας να κρίνουμε κάθε στιγμή και, ακόμα δυσκολότερο, να δεχόμαστε ότι μπορούν να μας κρίνουν κάθε στιγμή, και για το έργο μας και για τις πράξεις μας. Τον διαρκή αυτόν αγώνα τον έβλεπε να εστιάζεται στην αναγέννηση και τον ουσιαστικό εκδημοκρατισμό του εκπαιδευτικού συστήματος, και ιδιαίτερα του Πανεπιστημίου, «ως τον χώρο –όπως μας θυμίζει η γραφή του Κοσμά Ψυχοπαίδη– που μπορεί να πυροδοτήσει διαδικασίες κοινωνικής αλλαγής... ως χώρο κατ’ εξοχήν πολιτικό». Γι’ αυτό, όταν στη φυλακή, παρακολουθώντας τις συζητήσεις των άλλων κρατουμένων, επώνυμων αντιστασιακών, για την πολιτική δράση που σκόπευαν να αναλάβουν μετά την πτώση της χούντας, έλεγε στον στενό του συνεργάτη και συγκρατούμενο του Φάνη Πάκο: «Ας τους αυτούς, Φάνη, εμείς θα φτιάξουμε το Πανεπιστήμιο!» Ένα Πανεπιστήμιο αυτοδιοικούμενο και αυτοδιαχειριζόμενο απ’ όλους τους φορείς που το συναποτελούν, φοιτητές, διδάσκοντες, διοικητικούς. Και αυτό επιχείρησε στα χρόνια της μεταπολίτευσης, ως καθηγητής και ως Πρύτανης της Παντείου, συμμετέχοντας στις διεργασίες για ένα δημοκρατικό συμμετοχικό Πανεπιστήμιο, κατάργηση της έδρας, δημιουργία Ενιαίου Φορέα Διδασκόντων, μη διστάζοντας να συγκρουστεί ακόμη και με τους ίδιους τους συνεργάτες του και φίλους, για τους όρους πραγμάτωσης αυτού του οράματος. Όπως δεν δίστασε να συγκρουστεί με ένα εσμό συναδέλφων του, και όχι μόνο, στην τυπικά νομιμοφανή εκλογή ενός ισχυρά συνδεόμενου με κέντρα εξουσίας Θεολόγου ως καθηγητή Φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο του. Διακρίνοντας και υπερασπιζόμενος την ουσιαστική νομιμοποίηση απέναντι στην διά υπουργικής ταχυδακτυλουργίας τυπική νομιμότητα.
Αυτή ακριβώς την ηθική-πολιτική διάσταση, την αξιακή διάκριση της τυπικής νομιμότητας από την ουσιαστική νομιμοποίηση –που και σοβαροί κατά τα άλλα συνταγματολόγοι θέλουν να αγνοούν στις καθημερινές ουσιαστικά αντισυνταγματικές πράξεις των κυβερνώντων την τελευταία τριετία, μετέχοντες μάλιστα στα κυβερνητικά σχήματα που τις λαμβάνουν- την έχουμε περισσότερο ανάγκη από ποτέ στη συγκυρία που ζούμε.
Η συνειδητοποίηση αυτής της οργανικής αντίφασης, που ευρύτερα εμπεριέχεται σε κάθε αστικό κοινωνικό σχηματισμό, ανάμεσα στη συνταγματική διακήρυξη της πολιτικής ισότητας και την πράξη κοινωνικής ανισότητας, οδηγεί τον Καράγιωργα από τον νεοκλασικό κεϋνσιανισμό –όπως αναλύει ο Νίκος Πετραλιάς- «σε ερμηνευτικά σχήματα από το εννοιολογικό οπλοστάσιο της μαρξικής θεωρίας (ασχολούμενος) εντατικά με το θέμα των οικονομικών ανισοτήτων καθώς και με τον συσχετισμό των ανισοτήτων αυτών με την ταξική διάρθρωση της κοινωνίας». Η κριτική αυτή προσέγγιση τον οδηγεί από τη μια να αντιληφθεί έγκαιρα, από το 1981, και σε σύγκρουση με τον διάχυτο ενθουσιασμό και τις προσδοκίες που γεννούσε η περίφημη εκείνη «Αλλαγή» –ακόμη και σε ηγετικά κλιμάκια της κομμουνιστικής αριστεράς- ότι το ΠΑΣΟΚ αποτελούσε στην ουσία «εναλλαγή για εκσυγχρονισμό του καπιταλισμού», και από την άλλη να αρνηθεί όχι απλά κυβερνητικά πόστα σ’ αυτό το ιδιότυπα σοσιαλιστικό αρχηγικό μόρφωμα, αλλά και σε μικρότερα σχήματα του σοσιαλιστικού χώρου. Να προσεγγίσει τη στρατηγική τού δημοκρατικού δρόμου προς τον Σοσιαλισμό, ακολουθώντας σε μεγάλο βαθμό τις αναλύσεις του Νίκου Πουλαντζά για αριστερό ευρωκομουνισμό, όπως εκφράζονταν από το ΚΚΕ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ παρά τις δυσπιστίες που η από τότε πτέρυγα μετεξέλιξης του κόμματος σε ένα ευρύτερο αριστερό σχήμα είχε απέναντί του, φοβούμενη τον ριζοσπαστισμό του και ίσως και την ακτινοβολία του στην εσωκομματική σύγκρουση, που προκάλεσε ένα ακριβώς χρόνο μετά τον θάνατό του.
Πιστός πάντα στην ανάλυση που από το 1977 είχε κάνει για την ανάγκη ενότητας της Αριστεράς σε ένα ηγεμονικό, με την γκραμσιανή έννοια του όρου μπλοκ, απέναντι στη δεξιά, δίνοντας προφητικά και το όνομα αυτού του ενωτικού σχήματος: «Συνασπισμός των Αριστερών και Προοδευτικών Δυνάμεων».
Σήμερα που με ριζικά πρωτόγνωρους όρους, για πρώτη φορά στην μεταπολεμική ιστορία του τόπου, τίθεται στην κοινωνία από τον ΣΥΡΙΖΑ η ίδια ενωτική πρόταση, με κυβερνητική μάλιστα προοπτική, που το... ρεαλιστικά «αδύνατο» από την σφαίρα του αδιανόητου οδηγείται στη σφαίρα του άμεσα αναγκαίου, για συνεχώς διευρυνόμενα τμήματα του πληθυσμού, οι επεξεργασίες, αλλά κυρίως το πολιτικό ήθος του Σάκη Καράγιωργα γίνεται αναστοχαστικά και αυτοκριτικά, συλλογικά και προσωπικά, επίκαιρο για όλους μας!
Αν θέλουμε να αποκτήσει η Πράξη και ο Λόγος μας στοιχειώδη αξιοπιστία... 

Δεν υπάρχουν σχόλια: