5/5/12

Το εκδοτικό εγχείρημα της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών

ΤΗΣ ΑΝΤΑΣ ΔΙΑΛΛΑ

Τα βιβλία

«Ξέρω ότι η θεωρία δεν είναι καθόλου ζοφερή∙ αντίθετα, για κάθε τέχνη σημαίνει τις ευρείες προοπτικές της ελευθερίας. Για τους πεζοπόρους της τέχνης, είναι ο χάρτης που δείχνει όλους τους δρόμους και τις δυνατότητες, και που φανερώνει πως ό,τι έμοιαζε με αδήριτη αναγκαιότητα δεν ήταν παρά ένας τυχαίος δρόμος ανάμεσα σε εκατό άλλους. Η θεωρία ενθαρρύνει τα ταξίδια του Κολόμβου και μεταβάλλει κάθε βήμα σε πράξη ελεύθερης επιλογής», Ρόμπερτ Μούζιλ, «Στοιχεία μιας νέας αισθητικής. Σχόλια πάνω στη δραματουργία του φιλμ», στο: Παναγιώτης Πούλος (επιστημονική επιμέλεια, εισαγωγή), Έννοιες της τέχνης τον 20ό αιώνα, Αθήνα, ΑΣΚΤ, 2006, σ. 165

Όλοι οι άνθρωποι ερχόμαστε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σε επαφή με έργα τέχνης και αποδεχόμαστε –ρητά ή άρρητα, συνειδητά ή ασυνείδητα– ότι η αισθητική εμπειρία ως συγκινησιακή και αισθητηριακή διαδικασία γνώσης συνδέεται με την προσωπική αλλά και τη συλλογική φαντασία και κριτική. Ειδικά σε εποχές κρίσης, και μάλιστα συνολικής, όπως η τωρινή, όπου έχει καταρρεύσει κάθε προηγούμενη νοηματοδότηση μιας «κανονικής ζωής» και η ανασφάλεια πρυτανεύει στην καθημερινότητα, επανέρχεται με νέους όρους η συζήτηση για την κοινωνική υπευθυνότητα της τέχνης.

Όλοι ίσως θεωρούμε ότι έχουμε μια άποψη για την τέχνη, που συνοψίζεται συνήθως στη φράση «ξέρω τι μου αρέσει» (το οποίο επί της ουσίας σημαίνει «μου αρέσει ό,τι ξέρω»). Ωστόσο, όλοι διαισθανόμαστε ότι όσο περισσότερο και συστηματικότερο στοχασμό καταθέτουμε σε ένα έργο τέχνης (εικαστικό, λογοτεχνικό, θεατρικό, κινηματογραφικό κλπ), τόσο περισσότερο το προσεγγίζουμε. Η θεωρία ως προϋπόθεση του δημιουργικού στοχασμού συμβάλλει στο να κατανοήσουμε καλύτερα τι είναι τέχνη και τι δεν είναι∙ προβληματοποιεί τα πολλαπλά επίπεδα της καλλιτεχνικής πρακτικής: εξετάζει την καλλιτεχνική δημιουργία στα ιστορικά της συμφραζόμενα, ανιχνεύει τον κόσμο του καλλιτέχνη, του κριτικού, του θεωρητικού, των θεσμών, της αγοράς, τους αποδέκτες του έργου τέχνης, και, τέλος, τις σχέσεις όλων των παραπάνω με τις ηθικές, αισθητικές και πολιτικές αξίες της εκάστοτε εποχής. Έτσι, η θεωρία μπορεί να γίνει ένας εμπεριστατωμένος οδηγός προς την ελεύθερη και κριτική σκέψη.
Θεώνη Δημοπούλου- Escape
Προς αυτή την κατεύθυνση, τα τελευταία χρόνια η Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών επιδόθηκε σε μια εκδοτική δραστηριότητα, η οποία προκύπτει από τους προβληματισμούς και τις ανάγκες που εγείρει η ίδια η εκπαιδευτική διαδικασία εντός της Σχολής, αλλά ταυτόχρονα ερείδεται στην εμπειρία της καλλιτεχνικής πρακτικής και του θεωρητικού/κριτικού στοχασμού περί αυτής. Τα τέσσερα βιβλία που μέχρι σήμερα έχουν εκδοθεί ενισχύουν την πανεπιστημιακή διδασκαλία και εμπλουτίζουν την ελληνόγλωσση βιβλιογραφία περί τέχνης. Όλα τα βιβλία χαρτογραφούν τον σχετικό προβληματισμό κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα.
Ο Παναγιώτης Πούλος, επιστημονικός επιμελητής της πρώτης έκδοσης, με τίτλο, Έννοιες της Τέχνης τον 20ο αιώνα, (Αθήνα, ΑΣΚΤ 2006) συνοψίζει ως εξής την ιδιαίτερη συμβολή του περασμένου αιώνα στην εννοιολόγηση της τέχνης: «μια απόπειρα ρήξης σε σχέση τόσο με το νεοκλασικό όσο και με το ρομαντικό πρότυπο της ανάλυσης: τόσο η λατρεία του μνημείου, απόρροια ενός συστήματος Καλών Τεχνών, όσο και ο μύθος περί ιδιοφυίας του δημιουργού, απόρροια κάποιων άφατων χαρακτηριστικών του, αντικαθίστανται προοδευτικά από μια πιο γήινη αντιμετώπιση: η τέχνη είναι –όπως η γλώσσα– μια μορφή ζωής, η οποία προσδιορίζεται ως κατ’ εξοχήν εκφραστική και φυσιογνωμική και χαρακτηρίζεται από το σύνολο των συνδιαλλαγών της όχι μόνο με το κοινό της αλλά και με τις υπόλοιπες συμβολικές δραστηριότητες του ανθρώπου. Με άλλα λόγια, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο 20ός αιώνας καλλιέργησε τη θεωρητική προσέγγιση της τέχνης λιγότερο ως απόρροια ορισμένων λογοτεχνικών ιδεών, φιλοσοφικών συστημάτων ή επιστημονικών θεωριών, και περισσότερο στη λογική της αμοιβαιότητας και της ανταλλαγής ανάμεσα σε διάφορους κλάδους της ανθρώπινης διανοητικής εργασίας: το ‘άρρητο’ και το ‘ανείπωτο’ υποχωρούν μπροστά στην ανάγκη διατύπωσης πιο συγκεκριμένων και καλοσχηματισμένων υποθέσεων, ενώ παράλληλα το ιστοριογραφικό αξίωμα της αποκατάστασης του παρελθόντος υποχωρεί απέναντι στο αίτημα της πολυδιάστατης ανάκτησης του παρελθόντος», (σελ. 21-22). Ο επιμελητής, με την ιδιότητα του αισθητικού φιλοσόφου, ανθολογεί κείμενα λογοτεχνών-στοχαστών, όπως οι Μαρσέλ Προυστ, Ρόμπερ Μούζιλ και Πωλ Βαλερύ∙ φιλοσόφων, όπως οι γάλλοι Μωρίς Μερλώ-Ποντύ, Μισέλ Ντιφρέν, Ζιλ Ντελέζ, οι αμερικανοί Άρθρουρ Ντάντο και Νέλσον Γκούντμαν∙ ο βρετανός Ρίτσαρντ Βόλχαϊμ∙ του κοινωνιολόγου Πιερ Μπουρντιέ∙ αυστριακών και γερμανών θεωρητικών της τέχνης, όπως ο Αλόις Ριγκλ, ο Άμπυ Βάρμπουργκ και ο Χανς Μπέλτινγκ. Τα κατανέμει αφενός θεματολογικά, ούτως ώστε να καταγραφούν τα ερωτήματα και να διαφανούν οι μετατοπίσεις από στοχαστή σε στοχαστή∙ αφετέρου χρονολογικά, προκειμένου να σηματοδοτηθούν οι αλλαγές που συν τω χρόνω προέκυψαν στον τρόπο πρόσληψης και την εμβέλεια των κειμένων. Καταφέρνει έτσι όχι μόνο να χαρτογραφήσει το στοχασμό γύρω από τις έννοιες της τέχνης, αλλά και να αναδείξει την ιδιαίτερη συμβολή του 20ού αιώνα για την εννοιολόγησή της.
Ο ιστορικός τέχνης Νίκος Δασκαλοθανάσης, που επιμελείται επιστημονικά το Από τη μινιμαλιστική στην εννοιολογική τέχνη. Μια κριτική ανθολογία (μετάφραση Ελεάννα Πανάγου, Αθήνα, ΑΣΚΤ, 2006) επιλέγει πρωτογενείς πηγές για τη θεωρία της τέχνης που παρήχθησαν κατά τη διάρκεια μιας μικροπεριόδου της δεκαετίας του 1960 και αναφορικά με τα εν λόγω καλλιτεχνικά κινήματα, προκειμένου να διερευνήσει την τομή που επιφέρει η μινιμαλιστική και εννοιολογική τέχνη στη δυτική καλλιτεχνική παράδοση και τις καλλιτεχνικές εξελίξεις, με την πεποίθηση ότι οι ιδέες που κυοφορούνται στο πλαίσιο αυτής της αναζήτησης είναι επίκαιρες έως σήμερα.
Τα περισσότερο κείμενα είναι γραμμένα από τους ίδιους τους καλλιτέχνες, που επιχειρούν να υποστηρίξουν θεωρητικά την ίδια την πρακτική τους∙ είναι θεμελιώδη κείμενα αναφοράς και για τις επόμενες δεκαετίες. Στην έκδοση περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων, κείμενα των Ντοναλντ Τζαντ, Ρόμπερτ Μόρις, Τζόζεφ Κοσούτ, της ομάδας Art & Language, αλλά και των τεχνοκριτικών Κλεμέντ Γκρίμπεργκ και Μάικλ Φριντ, ενώ παράλληλα αναδεικνύεται και ο μεταξύ τους διάλογος, καθώς και ο ρόλος του θεωρητικού λόγου στη θεμελίωση της ίδιας της μινιμαλιστικής και εννοιολογικής τέχνης. Στην εισαγωγή του, με τίτλο «Ο καλλιτέχνης ως θεωρητικός: ανάμεσα στο αντικείμενο και τη λέξη», (σελ. 9-30), ο επιμελητής αναδεικνύει και αναλύει με ενάργεια τα ιστορικά συμφραζόμενα –πολιτικά, κοινωνικά, ιδεολογικά, αλλά και επιστημολογικά– του καλλιτεχνικού και ιδίως του θεωρητικού λόγου των εκπροσώπων του μινιμαλισμού και της εννοιολογικής τέχνης.
Ωστόσο, όπως σημειώνει ο Νίκος Δασκαλοθανάσης, ο «περί μινιμαλιστικής και εννοιολογικής τέχνης λόγος δεν διατυπώνεται ‘εν κενώ’, καθώς οι θεσμικοί μηχανισμοί ανοίγουν ένα διάλογο με τις νέες τάσεις και οι χορηγοί είναι πρόθυμοι να στηρίξουν οικονομικά θεσμούς που θα καταστήσουν ‘έγκυρη’ τη νέα τέχνη».
Και ερχόμαστε στο χώρο της κοινωνιολογίας της τέχνης. Το βιβλίο της Ρεϋομόντ Μουλέν, Η αγορά της τέχνης. Παγκοσμιοποίηση και νέες τεχνολογίες, Αθήνα, ΑΣΚΤ 2009, με την επιστημονική επιμέλεια της Νίκης Λοϊζίδη, εξετάζει τις σχέσεις μεταξύ δύο διακριτών, αλλά στενά αλληλοδιαπλεκόμενων πεδίων –του καλλιτεχνικού και της αγοράς– μέσα από τη διερεύνηση των καλλιτεχνικών θεσμών της Δύσης, τις σχέσεις του Μουσείου και της σύγχρονης αγοράς της τέχνης, το ρόλο των ειδικών εκτιμητών των σύγχρονων και παραδοσιακών καλλιτεχνικών αξιών, τους μεγάλους οίκους πλειστηριασμών, τις πρακτικές προώθησης των καλλιτεχνικών προϊόντων. Εξετάζει τέλος τη σημασία και το ρόλο των νέων τεχνικών μέσων, που πολλαπλασιάζουν τα έργα και καταργούν την υλικότητά τους, προκαλώντας έτσι μια αγορά που έχει «θεμελιωθεί πάνω στην αρχή της μοναδικότητας και της πρωτοτυπίας των αγαθών» (σ.21).
Ο πρώτος κύκλος του εκδοτικού εγχειρήματος της ΑΣΚΤ που επιχειρώ τόσο σύντομα να παρουσιάσω εδώ κλείνει με το θεμελιώδες έργο του Ρίτσαρντ Βόλχάιμ (Richard Wollheim, 1923-2003), Η τέχνη και τα αντικείμενά της, Αθήνα, ΑΣΚΤ, 2009, σε επιστημονική επιμέλεια του Παναγιώτη Πούλου και μετάφραση του Γιάννη Παπαδημητρίου. Ο φιλοσοφικός στοχασμός του Βόλχαϊμ, απαιτητικός διανοητικά, καθώς προϋποθέτει τη συνεχή διερώτηση περί τέχνης, επιχειρεί να απαντήσει σε θεμελιώδη ερωτήματα: τι είναι αυτό που προσδιορίζει ένα έργο τέχνης και τι καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο αντιδρούμε σε αυτό∙ ταυτόχρονα επιχειρηματολογεί για το ό,τι η φύση της τέχνης θα πρέπει να κατανοηθεί τόσο μέσα από την οπτική γωνία του καλλιτέχνη όσο και από εκείνη του θεατή. Το βιβλίο πλαισιώνεται από τα «Επιλεγόμενα» του Παναγιώτη Πούλου, «Μια ζωτική διεργασία: η ανάκτηση της τέχνης». Εδώ ο επιμελητής αποπειράται να ανασυγκροτήσει το φιλοσοφικό εγχείρημα του στοχαστή και κριτικού της τέχνης, απομονώνοντας τις σταθερές της «αισθητικής του πρωτοβουλίας», και στηριζόμενος «σε τέσσερεις χαρακτηριστικές όψεις της εργασίας του: την εκμάθηση, την αξιοδότηση, τη νοηματοδότηση και την επανάκτηση της τέχνης» (σελ. 375). Εξετάζει το πώς «οικοδομείται μέσω της εκφραστικής ποικιλίας μια συστηματική ή ενιαία σκέψη, που αναφέρεται στον γνωσιακό ρόλο που διαδραματίζει η έννοια της τέχνης, κατά πρώτο λόγο σχετικά με τα ζητήματα της Αισθητικής και στη συνέχεια ως προς τις επιπτώσεις της στην οικοδόμηση της ατομικής και συλλογικής ζωής» (σελ. 348).
Όλα τα υπό εξέταση βιβλία είναι σύνθετα και όχι πρόσφορα για βιαστική και επιπόλαιη ανάγνωση. Δεν είναι όμως απαραιτήτως απροσπέλαστα για τον προσεκτικό, έστω και «μη μυημένο» αναγνώστη. Οι επιμελητές των εκδόσεων αυτών, με την εμπειρία και την ευαισθησία του πανεπιστημιακού δασκάλου, έχουν συντάξει εμβριθείς και κατατοπιστικές εισαγωγές ή επιλεγόμενα, σημειώσεις, παρατηρήσεις και σχολιασμένη βιβλιογραφία, διευκολύνοντας με τον τρόπο αυτό όχι μόνο την πληρέστερη κατανόηση, αλλά και τη δημιουργικότερη συμμετοχή του αναγνώστη στις διανοητικές προκλήσεις των κειμένων.

Τα ωραία βιβλία
Τα βιβλία αυτά είναι επίσης καλαίσθητα, με τον τρόπο που οι περισσότεροι λάτρες του είδους θα τα θέλαμε. Το ίδιο το βιβλίο ως αντικείμενο τέχνης και μάρτυρας αισθητικών προτιμήσεων έχει μακρά παράδοση, ήδη από τους μεσαιωνικούς χρόνους, όταν η παραγωγή δεν ήταν μαζική, αλλά μοναδική, και τα κείμενα χειρόγραφα, διανθισμένα με ζωγραφιές και σχέδια. Όταν συν τω χρόνω το βιβλίο έγινε έντυπο, το ζητούμενο για όμορφα βιβλία δεν εγκαταλείφθηκε από τα εκδοτικά εγχειρήματα, καθώς κάτι τέτοιο ανταποκρινόταν και στις απαιτήσεις του αγοραστικού/αναγνωστικού κοινού.
Στην Ελλάδα η τέχνη του βιβλίου έρχεται σχετικά αργά, το 1939, όταν ο Γιάννης Κεφαλληνός (1894-1957) διαπίστωσε ότι στη χώρα εκδίδονται βιβλία και περιοδικά με πρωτόγονες και κακής αισθητικής μεθόδους, κάτι που, σύμφωνα με την εκτίμησή του, φανέρωνε την υστέρηση της ελληνικής κοινωνίας και την παράδοση της «τύφλωσης». Με την πεποίθηση ότι κάθε έντυπο της καθημερινής ζωής, ακόμη κι ένα ταπεινό εισιτήριο λεωφορείου, θα έπρεπε να είναι ένα έργο τέχνης που να συμβάλει στην αισθητική διαπαιδαγώγηση του κοινού, ενέταξε το μάθημα της Τέχνης του Βιβλίου στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών∙ στα πλαίσια του εργαστηρίου Χαρακτικής συμπεριέλαβε τη διδασκαλία της ιστορίας, τεχνικής και αισθητικής του βιβλίου. Ο Κεφαλληνός επιχείρησε την επανένταξη του έντυπου βιβλίου στον καλλιτεχνικό χώρο, από όπου, κατά την άποψή του, δεν θα έπρεπε ποτέ να απουσιάζει.
Σήμερα, το εργαστήριο Γραφικών Τεχνών, Τυπογραφίας και Τέχνης του Βιβλίου της ΑΣΚΤ διαθέτει ιστορία πάνω από 70 χρόνια, την οποία από το 1996 έως σήμερα συνεχίζει η αναπληρώτρια καθηγήτρια Λεώνη Βιδάλη. Η ίδια είχε και την πρωτοβουλία να οργανώσει και να στήσει τον Εκδοτικό Οργανισμό της ΑΣΚΤ, ενώ η Κ. Λογοθέτη συνέβαλε στην όλη προσπάθεια. Η Βιδάλη στρέφει τους φοιτητές της στη δημιουργία καλλιτεχνικών βιβλίων (artists books), βιβλίων-αντικειμένων τέχνης (book objects) και μοναδικών βιβλίων (unique books), μέσω των οποίων διερευνούν εναλλακτικές προσεγγίσεις, στο στήσιμο, το σχεδιασμό και τη λειτουργία του βιβλίου, τόσο ως φορέα πληροφορίας, όσο και ως μορφή τέχνης. Τα βιβλία, που πολύ συχνά τα εννοούμε μονοσήμαντα ως διαμεσολαβητές λεκτικών πληροφοριών, είναι δυνατό να ειδωθούν με μεγαλύτερη φαντασία και το κέντρο βάρους μοιρασμένο ακριβοδίκαια μεταξύ γλώσσας και μορφής˙ το χαρτί και η υλικότητα του φορέα της πληροφορίας βαραίνει όσο και η ιστορία που είναι γραμμένη πάνω στις χάρτινες σελίδες∙ οι εικόνες και το δέσιμο μπορεί να γίνουν τα εκφραστικά μέσα αφήγησης της ιστορίας. Διδάσκοντες και φοιτητές, συνοδοιπόροι σε αυτή την περιπέτεια, πειραματίζονται με όλες τις μορφές τέχνης: τη ζωγραφική, τη χαρακτική, τα Νέα Μέσα, όπου συνδιαλέγονται ο λόγος με την εικόνα, η τέχνη με την τεχνική, και έτσι τα βιβλία δεν αποτυπώνουν απλώς πραγματικότητες, γίνονται τα ίδια πραγματικότητες. Οι φοιτητές πειραματίζονται συνδυάζοντας τις αρετές της παραδοσιακής τυπογραφίας με τις σύγχρονες ψηφιακές τεχνολογίες. Επιβράβευση του μόχθου και της τόλμης τους το γεγονός ότι έντυπα που σχεδιάστηκαν και τυπώθηκαν μέσα στο εργαστήριο απέσπασαν διακρίσεις στα ελληνικά βραβεία γραφιστικής και εικονογράφησης[1].
Η πλούσια αυτή εμπειρία και η συνεχής δημιουργική αναζήτηση, που βλέπει το βιβλίο ως αντικείμενο τέχνης, και συνδυάζει το παραδοσιακό με το σύγχρονο, επενδύθηκε σε επίπεδο σχεδιασμού και τυπογραφικής επιμέλειας σε όλα τα εν λόγω βιβλία του εκδοτικού εγχειρήματος της ΑΣΚΤ, με αποτέλεσμα ο ευτυχής αναγνώστης να κρατά στα χέρια του βιβλία καλαίσθητα, καθημερινά έργα τέχνης. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι το βιβλίο των Μ. Σταθόπουλου και Β. Σταριανέα, Η ιστορία του κτιρίου της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών επί των οδών Πατησίων και Τοσίτσα, (Αθήνα, ΑΣΚΤ, 2008) απέσπασε το Ελληνικό Βραβείο Γραφιστικής και Εικονογράφησης (2008).

Και ένα σχόλιο…
Τα βιβλία, που με τόσο αδρές γραμμές επιχείρησα να παρουσιάσω, είναι μεταφράσεις ξενόγλωσσων κειμένων και προορίζονται για ένα αναγνωστικό περιβάλλον από όπου απουσιάζουν ανάλογης ποιότητας και περιεχομένου εγχειρήματα (ή για να το θέσω κομψότερα απουσιάζουν οι δόκιμες μεταφράσεις), ενώ, τέλος, αναδεικνύουν και επιβραβεύουν το μεταφραστικό μόχθο και τη γενικότερη φροντίδα των επιμελητών. Η εκδοτική δραστηριότητα της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών συμβάλλει στη διαμόρφωση μιας σύγχρονης και «τοπικής/ελληνόφωνης» εννοιολογικής γλώσσας περί Τέχνης, Θεωρίας και Κριτικής της. Οι επιμελητές των συγκεκριμένων εκδόσεων –όλοι καθηγητές στην ΑΣΚΤ– δεν μεταφέρουν απλώς γνώση αλλά συζητούν δημιουργικά˙ δεν μοιράζονται απλώς τη γνώση, την παράγουν συγχρόνως, καθώς η γνώση (και η επιστήμη) δεν είναι ούτε μόνο παγκόσμια και πλανητική, ούτε μόνο τοπική/εθνική συνθήκη. Το ακαδημαϊκό περιβάλλον ενός Πανεπιστημίου, όπως η Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, ως ο πλέον ενδεδειγμένος χώρος παραγωγής και διάχυσης της γνώσης περί τις Τέχνες, λειτούργησε ιδιαιτέρως γόνιμα.
Σύντομα αναμένονται άλλες τρεις εκδόσεις. Το βιβλίο του Ματέι Καλινέσκου, Οι Πέντε Όψεις της Νεοτερικότητας: Μοντερνισμός, Πρωτοπορία, Παρακμή, Κιτς, Μεταμοντερνισμός, με επιμελήτρια τη Νίκη Λοϊζίδη. Από το Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Ψηφιακές Μορφές Τέχνης (υπό την διεύθυνση του εικαστικού Γιώργου Χαρβαλιά), ο αισθητικός φιλόσοφος Δημήτρης Γκινοσάτης μεταφράζει και επιμελείται τα τρία κύρια βιβλία του Νικολά Μπουριώ και θα ακολουθήσει Ανθολογία Κειμένων του θεωρητικού της Τέχνης και Καθηγητή στο ΜΙΤ της Μασαχουσέτης Λεβ Μάνοβιτς, σχετικά με τον ψηφιακό πολιτισμό, τα ψηφιακά μέσα και τις μεταβολές που αυτά επιφέρουν στην Αισθητική.

Η Άντα Διάλλα είναι ιστορικός και διδάσκει στην ΑΣΚΤ

[1] Ό,τι. Η Τέχνη του βιβλίου στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών. Κατάλογος έκθεσης, Αθήνα, ΑΣΚΤ, 2011.

Δεν υπάρχουν σχόλια: