5/5/12

Ο φάκελος

Ένα «εκλογικό» διήγημα

ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΙΑΝΗ
Δημήτρης Πετσετίδης- Παραβάν


Άνοιξε τα μάτια της. Είχε νυχτώσει πια. Σηκώθηκε και κοίταξε το ρολόι στο κομοδίνο. Οχτώ και πέντε. Πώς θα κοιμόταν τώρα τη νύχτα; Ένα απειλητικό συναίσθημα την κυρίευσε. Κάθισε στο κρεβάτι και ήπιε λίγο νερό από το ποτήρι που είχε πάντα δίπλα. Ήθελε να ουρήσει. Κινήθηκε αργά με το μπαστούνι της προς την τουαλέτα. Μια σωλήνα νερού άρχισε τσιρίζει, υπενθυμίζοντάς της ασυνείδητα ότι υπήρχαν κι άλλοι άνθρωποι στην πολυκατοικία. Τράβηξε κι αυτή το καζανάκι, απαντώντας στους συγκάτοικούς της με ευγένεια.
 Αποφάσισε να κινηθεί προς την κουζίνα. Το δρόμο τον ήξερε απ’ έξω. Πρώτα θα έπρεπε να κάνει τρία βήματα στηριζόμενη μόνο στο μπαστούνι. Έπειτα θα ακουμπούσε στο κομό του χολ, παίρνοντας μια ανάσα, και τέλος με προσοχή θα έκανε άλλα τέσσερα βήματα, ώσπου στηριζόμενη στην κάσα της πόρτας θα έμπαινε στην κουζίνα και θ’ άναβε το φως.


Της φάνηκε πως έκανε ψύχρα. Πράγματι, είχε ξεχάσει το παράθυρο ανοιχτό. Αφού το έκλεισε, κάθισε στην καρέκλα και περίμενε. Έπρεπε να αποφασίσει τι θα έκανε, πώς θα περνούσε το βράδυ. Το ίδιο πρόβλημα κάθε μέρα. Της ήρθε η σκέψη να διαβάσει τη «ΖΩΗ», μια χριστιανική εφημερίδα που της ερχόταν κάθε μήνα. Μα πάλι τον θάνατο θα της έφερνε στο μυαλό και δεν είχε όρεξη. Έπειτα, σκέφτηκε να φτιάξει ένα τσάι. Μα δεν πείναγε. «Τότε να πιω τα φάρμακα», σκέφτηκε, μα δεν ήταν η ώρα.
Πέρασαν μερικά λεπτά. Σκεφτόταν το γιο της που ζούσε στην Αγία Παρασκευή με την οικογένειά του. Αύριο, όπως κάθε Κυριακή, θα την επισκέπτονταν. Λαχταρούσε να δει τα δυο της εγγονάκια, τη Ζωή, που ήταν η μεγαλύτερη και είχε πάρει το όνομά της, και την Άννα, τη μικρότερη. Πήγαιναν δημοτικό, θα γίνονταν πίστευε επιστημόνισσες, σαν το γιο της που ήταν πολιτικός μηχανικός. Ας είναι καλά.
Ήταν Μάιος. Παρεμπιπτόντως, αύριο θα διεξάγονταν οι εθνικές εκλογές. Αυτή δεν είχε καμία όρεξη να ψηφίσει, μα ο γιος της που ήταν στρατευμένος με κάποιο αριστερό κόμμα, του οποίου το όνομα δυσκολευόταν να θυμάται, επέμενε να ψηφίσει. «Μα ποιανού έμοιασε αυτό το παιδί;», αναρωτήθηκε και το βλέμμα της έπεσε στο φάκελο με το ψηφοδέλτιο πάνω στο μπουφέ. «Ας είναι», μονολόγησε, και δυο δάκρυα τρέξανε στο ρυτιδωμένο της πρόσωπο. 
Συχνά απογοητευόταν και έκλαιγε. Μ’ αυτό τον τρόπο ξεσπούσε και στο τέλος ηρεμούσε. Το να διαχειρίζεσαι το μέλλον ξεκινάει από το να διαχειρίζεσαι το παρόν. Αυτή η πρόταση ήταν, κι ας μην το ήξερε να το διατυπώσει έτσι, το απόσταγμα των ύστερων χρόνων της. 
Τότε χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο Αλέκος, ο γιος της. Τι χαρά που ένιωσε!
«Πώς; Δεν θα ‘ρθείτε αύριο; Θα είσαι στο κόμμα; Καλά παιδί μου, όπως νομίζεις... Εντάξει, θα πάω να ψηφίσω... Καληνύχτα παιδί μου», κι άφησε απαλά το ακουστικό στην θέση του. Μια εξάντληση διαπέρασε όλο της το κορμί. Με δυσκολία κρατήθηκε όρθια, και κάνοντας δυο βήματα κάθισε στην καρέκλα που ήταν δίπλα της.
Δεν θέλησε να κάνει καμιά σκέψη, κανένα σχόλιο. Μέσα στην απόλυτη μοναξιά της, τώρα πια αισθανόταν ο εαυτός της, ήταν ό,τι πιο αυθεντικό είχε υπάρξει η ίδια ποτέ! Έμεινε για ώρα στη θέση εκείνη. Πέρασαν λίγα λεπτά. Σκέφτηκε τότε ν’ ανοίξει το παράθυρο, να μπει καθαρός αέρας. Πράγματι, το απαλό αεράκι δρόσισε το πρόσωπό της, αναζωογόνησε απροσδόκητα τη διάθεσή της, την έκανε να σκεφτεί θετικά: «Θα πάω να ψηφίσω, για να του δείξω πόσο τον αγαπάω, πόσο αγαπάω τα κοριτσάκια μου!»
Είχε ενθουσιαστεί. Μέσα στη μοναξιά της ένιωθε ότι θα έκανε κάτι, πολύτιμο ίσως, για το γιο της. Η ώρα είχε πάει δέκα. Θα έπινε τα φάρμακα και θα πήγαινε να ξεκουραστεί, να κοιμηθεί, να σηκωθεί φρέσκια, να πάει να ψηφίσει· πρωί, πρωί.
Ξύπνησε χαράματα. Είχε καιρό να κοιμηθεί τόσο καλά. Ένα εφηβικό ενθουσιώδες συναίσθημα την πλημμύρισε. Τί ωραίο όνειρο είχε δει! Ο γιος της, λέει, την είχε πάρει σπίτι του για πάντα. Αυτή χαιρόταν την κάθε στιγμή. Έπαιζε με τα εγγονάκια της, τα αγκάλιαζε, τα φιλούσε, τους έλεγε παραμύθια. Βοηθούσε τη νύφη της, την Ελένη, στο μαγείρεμα και είχε τη συμπάθειά της. Και ο Αλέκος ήταν τόσο χαρούμενος που είχε τη μητέρα του κοντά του. Είχε καταλάβει το σφάλμα του να την αφήσει μόνη στο διαμέρισμά της και είχε ορκιστεί στον Κύριο να μην επαναλάβει το λάθος του.
Η ηλικιωμένη γυναίκα σηκώθηκε με τη μία από το κρεβάτι. Ένα χελιδόνι στάθηκε στο παράθυρο του δωματίου και με το γλυκό του τιτίβισμα ανάγγελλε τον ερχομό της μέρας. Αισθανόταν τόσο όμορφα! Λες και η ζωή της θα άλλαζε. Λες και μια καλή νεράιδα, ακουμπώντας τη μ’ ένα μαγικό ραβδί, θα της χάριζε την ευτυχία για πάντα.
Άρχισε να προετοιμάζεται. Πρώτα ήπιε το γάλα της και έπειτα τα πρωινά φάρμακα. Έβγαλε από τη ντουλάπα το καλό της γκρίζο φόρεμα. Γυάλισε τα μαύρα της γοβάκια με αληθινό μεράκι και σε λίγο ήταν έτοιμη. Ωστόσο, για πρώτη φορά σήμερα άρχισε να ανησυχεί. Το σχολείο όπου θα ψήφιζε δεν ήταν τόσο κοντά και ίσως να κουραζόταν τόσο δρόμο να πάει και να γυρίσει. Σκέφτηκε να καλέσει ένα ταξί. Όχι, όμως· πίστεψε ότι θα τα καταφέρει. Έτσι, έβαλε στη τσέπη της το φάκελο με το ψηφοδέλτιο και τέλος βγήκε έξω στο δρόμο.
Η κίνηση ήταν περιορισμένη. Λιγοστά αυτοκίνητα την προσπερνούσαν, ενώ μπροστά τής ο ήλιος της τύφλωνε τα μάτια καθώς ανέτελλε. Προχωρούσε με γρήγορο βηματισμό, μέχρι που άρχισε να λαχανιάζει. Άρχισε να φοβάται ότι δεν θα τα καταφέρει. Τότε, ξαφνικά σωριάστηκε στο οδόστρωμα. Συνέβη αυτό που φοβόταν ο γιος της, την τελευταία φορά που είχαν επισκεφτεί μαζί τον καρδιολόγο: αυξημένος κίνδυνος εγκεφαλικού επεισοδίου.
Σε λίγο θα άφηνε την τελευταία της πνοή. Ψηλάφισε την τσέπη όπου είχε βάλλει το φάκελο. Τον έβγαλε και τον κοίταξε με παράπονο, λες και κοίταζε τον ίδιο της τον γιο. Ένα δυνατό ρεύμα αέρα τής τον πήρε από τα χέρια. Ο φάκελος ανέμιζε στο χώρο, σαν ένα ξερό φύλλο δέντρου, μέχρι που κατέληξε σ’ ένα ρείθρο. Πάλεψε λίγα δευτερόλεπτα να ξεφύγει, μέχρι που χάθηκε στον υπόνομο. Τότε κι αυτή έκλεισε τα μάτια της για πάντα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: