ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
ΤΑΣΟΥΛΑ ΚΑΡΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Η χελώνα του Κεραμεικού, εκδόσεις Γαβριηλίδη, σελ. 32
Γνωστή φιλόλογος η Τασούλα Καραγεωργίου, με πλούσια
διδακτική πείρα και σχετικό συγγραφικό έργο, έχει να αναμετρηθεί στην ποίησή
της με την τιθάσευση της «επαγγελματικής» ματιάς, με την απαραίτητη
αποστασιοποίηση από το «υλικό» με το οποίο κατατρίβεται καθημερινά. Και το
πετυχαίνει, δημιουργώντας μια επιλεκτική αλλά ισχυρή γενεαλογία της ποίησής
της, βρίσκοντας ενεργούς πυρήνες στο παρελθόν, δοκιμάζοντας τη συνέχεια και τη
δημιουργική συνομιλία, κερδίζοντας εν τέλει το στοίχημα της πρωτότυπης
ποιητικής έκφρασης.
Η Ζωσίμη κι
ο Ισίδωρος
δύο
κύλινδροι ογκώδεις από μάρμαρο σκούρο
ενωμένοι
στη μέση
-ένα δέσιμο
αιώνιας αγάπης-
ένας έρωτας
πιο κραταιός απ’ την τέχνη
ένα ρίγος
που ίπταται γύρω
απ’ το γκρίζο
το άτεχνο,
το αστείο επιτύμβιο
και ως πέρα
χτυπάει τον θάνατο.
Το καβαφικό υπόστρωμα είναι απολύτως χωνεμένο, έτσι
ώστε η θεματική τής συλλογής, που αρθρώνεται πάνω στην τοπιογραφία της αρχαίας
Αθήνας, να αφίσταται όχι μόνο από τα μοτίβα του Αλεξανδρινού αλλά και από τον
διδακτισμό της ματιάς του στην ιστορία και το χρόνο. Πιο άμεσα διαλέγεται με
τον Σικελιανό, με το «φάσμα» του, που στοιχειώνει όχι μόνο την Ιερά Οδό αλλά και
πολλές άλλες προσβάσεις στο αρχαιοελληνικό σύμπαν. Προτιμά όμως τον λυρικό
Σικελιανό, και μάλιστα καταφέρνει να κρατήσει ασφαλείς αποστάσεις από τον
λαϊκιστικό βερμπαλισμό της γλώσσας και της εικονοποιίας του, γιατί δεν ψάχνει
να αναδείξει τη στοιχειακή δύναμη του «ακατέργαστου» αλλά την ενδιαφέρουν οι
αποχρώσεις, οι κυματισμοί αλλά και η φθοροποιός δύναμη του χρόνου πάνω στο
μάρμαρο και τον πηλό, που η επεξεργασία της μορφής τους αποτέλεσε ύψιστη
τεχνική επιδίωξη και συνειδητή αναμέτρηση με την εμπράγματη αποτύπωση του
ωραίου.
Απρίλης θα
‘ναι όταν θα φέρω πάλι τα παιδιά
και θα
μοσχοβολάνε οι ψυχές μέσα στα χαμομήλια.
«Εδώ στον
τόπο των νεκρών», θα πω,
ανθίσαν
κάποτε τα ξακουστά κεραμικά εργαστήρια∙
με τ’
αργιλώδες χώμα του πλάσαν οι κεραμείς
τα ταφικά
κτερίσματα και τις μικρές ληκύθους.»
Αλλά ακόμα κι έτσι, όλα συντρέχουν και συνηγορούν,
«ανεπαισθήτως», για μια ακόμη απόπειρα που θα βουλιάξει κάτω από το βάρος των
συμβόλων και των όγκων ιστορίας, με τα οποία «έμπλεξε». Ακριβώς σε αυτό το
σημείο, η Καραγεωργίου έχει την ικανότητα, αλλά, όσο κι αν φαίνεται παράδοξο,
και το αναγκαίο φιλολογικό υπόβαθρο, ώστε να δοκιμάσει την επιτυχημένη έξοδο
από το ένδοξο αλλά ασφυκτικό σχήμα.
Η ΔΟΥΛΗ ΤΗΣ ΗΓΗΣΩΣ
Τι κι αν
εμοίρασε ο τεχνίτης
στις δυο μορφές ισότιμα τη θλίψη;
Τη μνήμη
δεν τη μοίρασε στα δυο.
Ποιος ξέρει τι απέγινε η μικρή
θεραπαινίδα,
όταν η γη
σκέπασε πια την ηγησώ;
Κοιτάζω το
θλιμμένο πρόσωπο
το γόνατο σε κλίση υποταγής
το χέρι που κρατά την κοσμηματοθήκη
(σύμβολο ματαιότητας του βίου της κυράς
της.)
Μα πιο πολύ
προσέχω τον χειριδωτό χιτώνα:
Βαρβαρική αμφίεσις κι ένδυμα ξενικό.
(Ήρθε
λοιπόν από μακριά –πουλί ξενιτεμένο-
κι ίσως δεν
γύρισε ποτέ στη μακρινή πατρίδα.
Τώρα
απομένει μοναχά η ανάγλυφή της λύπη,
τιμή στη
μοίρα των μικρών υπηρετριών.
Σαν
δεκαπεντασύλλαβος για τα πικρά τα ξένα:
Κι αν
ξενιτειά είν’ ο θάνατος κι η προσφυγιά είναι Άδης.)
Μέσα στην πληθώρα των ποιητικών συλλογών, οι
περισσότερες απ’ τις οποίες κρίνονται, και εν τέλει ακυρώνονται, πάνω στο
δίπολο είτε αφόρητος φιλολογισμός είτε άγνοια της διαδρομής της νεοελληνικής
ποίησης, το βιβλίο της Τασούλας Καραγεωργίου μας δίνει το μέτρο των πραγμάτων,
καθώς και μια ενδιαφέρουσα συνομιλία-ισορροπία «μορφής» και «περιεχομένου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου