Ποιο είναι το όραμα της αντιαριστερής συμμαχίας για
το μέλλον;
Ο Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης είναι ιστορικός
ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ-ΙΩΣΗΦ ΣΤΑΝΓΚΑΝΕΛΛΗ
«τα μοντέρνα πολιτικά ψεύδη διαπραγματεύονται,
εκτενώς, πράγματα τα οποία δεν είναι μυστικά αλλά ουσιαστικά είναι γνωστά σε
όλους»
Χάνα Άρεντ[1]
Τον τελευταίο καιρό πολλά έχουν γραφτεί, και από
αυτήν εδώ την εφημερίδα, για την Αριστερά απέναντι στις εκλογές. Για τα φανερά
θετικά της, όπως η προσήλωση στην κοινωνία και τις ανάγκες της, έναντι μιας
αριθμολάγνου λογικής - που παρόλα αυτά δεν υπακούει καν στους κανόνες των
τεσσάρων πράξεων της αριθμητικής. Για τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της - όπου,
βέβαια, συχνά, υπό την πίεση ενός ετεροπροσδιορισμού από τον κυρίαρχο επιθετικό
λόγο, τονίζεται περισσότερο η στάση της Αριστεράς έναντι του κοινού νομίσματος
και λιγότερο απ’ όσο θα ‘πρεπε, η έμφαση στις θεμελιώδεις ευρωπαϊκές και
πανανθρώπινες αξίες, δηλαδή αυτές που προέκυψαν από τη Γαλλική επανάσταση.
Αρθρογράφοι και αναλυτές, συνεπείς με μια αριστερή στάση, δεν παραμέρισαν ούτε
απέκρυψαν τα υπαρκτά προβλήματα: πολυδιάσπαση, σύγχυση, ένας λόγος που εκκρεμεί
μεταξύ επιτακτικών μεταρρυθμίσεων και επαναστατικής προεργασίας. Οι
περισσότεροι, πάντως, είτε το λένε ρητά είτε το υπονοούν, αναφέρονται σε μια
επιλογή ρίσκου: η ψήφος στην Αριστερά σε αυτή την εκλογική αναμέτρηση σημαίνει
έκφραση εμπιστοσύνης ή προσδοκίας για ένα διαφορετικό μέλλον, για κάτι που δε
θα μοιάζει με το ισχύον ως προς τα αρνητικά του. Ταυτόχρονα, όμως, για κάποιο
χρονικό διάστημα, θα υπάρξουν δυσκολίες.
Είναι καιρός, θεωρώ, να θέσουμε ένα ερώτημα και
στους «απέναντι»: Πόσο πειστικός θα μπορούσε να είναι ο κυρίαρχος λόγος, όταν επικαλείται
αποκλειστικά και μόνο τον φόβο για μια ενδεχόμενη αριστερή κυβέρνηση; Διότι, αν
εξαιρέσουμε την χλεύη διαφόρων «λογίων» διαμορφωτών της κοινής γνώμης, τι άλλο
επικρατεί στη δημόσια συζήτηση; Φαίνεται σαν μόνο διά του φόβου να μπορεί πλέον
η Δεξιά να επικρατήσει (κι όταν αναφέρομαι στη Δεξιά συμπεριλαμβάνω και το
ΠΑΣΟΚ). Ούτε λαϊκά αιτήματα ενδιαφέρεται να εισακούσει έστω, ούτε οριζόντιες
κοινωνικές συμμαχίες μπορεί να καταστρώσει. Στην πραγματικότητα, η «άρνηση»
έχει στρατοπεδεύσει, εδώ και καιρό, στο πεδίο του αντιπάλου της Αριστεράς.
Οποιαδήποτε θετική μεταβολή των όρων επιβίωσης θεωρείτο, ρητά, μέχρι πρότινος,
ως μια καταστροφική ουτοπία. Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα, απλώς το τελευταίο
εκλογικό αποτέλεσμα εξανάγκασε κάποιους θα ψελλίζουν δημοσίως κάποιες αόριστες
φράσεις περί μικροτροποποιήσεων του Μνημονίου.
Ο φόβος για
την επιβίωση βέβαια είναι κακός σύμβουλος. Δεν αποτρέπει μόνο τη λογική
επεξεργασία, δεν αποκλείει μόνο την ανταλλαγή επιχειρημάτων. Κυρίως αποκρύπτει
την πραγματικότητα, προλειαίνοντας το υπέδαφος για την ανάπτυξη πολιτικών
ψευδών, όπως μας υπενθυμίζει η Χάνα Άρεντ.
Ας πάμε ένα βήμα πίσω κι ας κοιτάξουμε τις εγχώριες
ελίτ: ποιο είναι το όραμα της αντιαριστερής συμμαχίας για το μέλλον; Ας
παραμερίσουμε τις κραυγές διαφόρων δημοσιογράφων κι ας επικεντρωθούμε στην
προεκλογική στρατηγική. Τι σημαίνει, καταρχάς, το κεντρικό σύνθημα «προσήλωση
στην ευρωπαϊκή πορεία της Ελλάδας»; Στο αξιακό επίπεδο, η επίκληση στο «Θεό της
Ελλάδας» κι όλη η συναφής ρητορεία δεν μπορεί παρά να μας υπενθυμίζει μια
μετεμφυλιακή δεξιά, η οποία ουδεμία σχέση θα μπορούσε να διεκδικήσει με τον
Διαφωτισμό, την ισονομία, το κράτος δικαίου κτλ. Το πεδίο στο οποίο γίνεται
έκδηλο το πραγματικό περιεχόμενο των επαγγελιών είναι μάλλον τα σχετικά με τα
εργασιακά και τον δημόσιο τομέα: Εδώ, «εξευρωπαϊσμός» και «εκσυγχρονισμός»
σημαίνει πλήρη κατάργηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων, ιδιωτικοποίηση των ελάχιστων
οργανισμών που έχουν απομείνει στο δημόσιο, καθώς και των πλουτοπαραγωγικών
πηγών της χώρας. Αν διαβάσουμε το ανακοινωθέν της σύμπραξης ΝΔ και ΔΗΣΥ, αλλά
και τις προτάσεις Βενιζέλου περί (τάχα) επαναδιαπραγμάτευσης του Μνημονίου,
αυτά ακριβώς τα σημεία θα βρούμε.
Ο «υπεύθυνος»
αστικός κόσμος έχει σχέδιο. Το έχει γράψει, μάλιστα, ο ίδιος, σε αγαστή
συνεργασία με την Τρόικα. Πρόκειται, βέβαια, για ένα τόσο «εφιαλτικό σενάριο»,
που καμιά πολιτική δύναμη δεν θα μπορούσε να το παρουσιάσει σε όλη του την
έκταση και να κατέλθει, έπειτα, σε εκλογές. Καλό θα ήταν να το έχουμε υπόψη
μας, και να το θέτουμε πάντα δίπλα στο «εφιαλτικό σενάριο της αριστερής
κυβέρνησης», που επαναλαμβάνεται αέναα από τον κυρίαρχο λόγο.
Η έκφραση
«βαλκανιοποίηση της Ελλάδας», η οποία είναι γραμμένη με κεφαλαία γράμματα στο
Μνημόνιο, δεν αναφέρεται μόνο στη διολίσθηση των μισθών σε επίπεδα Βουλγαρίας:
αυτό είναι το μέσον κι όχι ο στόχος. Το επίδικο δεν είναι άλλο από τη δημιουργία
μιας οικονομικής ζώνης, εντός της Ευρώπης, η οποία μπορεί να ανταγωνίζεται, επί
ίσοις όροις, την Κίνα. Κι όταν λέμε «επί ίσοις όροις» το εννοούμε παντού: στους
μισθούς, στο εργασιακό καθεστώς αλλά και στο πεδίο της επιτήρησης.
Σε αυτή την ελληνική δυστοπία, για κάποιους η κρίση
θα μπορούσε, πράγματι, να μετατραπεί σε «ευκαιρία» ή και «ευλογία»: μεταξύ
άλλων, ιδιοκτήτες μεγάλων ξενοδοχειακών συγκροτημάτων, κάθε λογής «μεσάζοντες»
της αγοράς «πράσινης» ενέργειας, επιστάτες ή διευθύνοντες πολυεθνικών παραρτημάτων,
κατασκευαστές μεγάλων έργων, εφοπλιστές. Διόλου τυχαία, άλλωστε, αυτοί είναι
και οι ιδιοκτήτες των ΜΜΕ και των τραπεζών, που εκφοβίζουν τους ψηφοφόρους,
συγκολλούν ακροδεξιά με νεοφιλελεύθερα κομματίδια-λέσχες οργανωμένων
συμφερόντων, επικαλούνται φαραωνικές πληγές.
Αυτό που προβληματίζει περισσότερο είναι ο διάχυτος
πανικός, η αίσθηση ότι για τις (όποιες) εγχώριες ελίτ αυτός ο αγώνας είναι
«υπέρ πάντων». Η απόλυτη καταστροφή του κοινωνικού ιστού θεωρείται μη
διαπραγματεύσιμη. Σε άλλες περιπτώσεις, ο εκφοβισμός και οι λοιδορίες θα έδιναν
τη θέση τους, κάποια στιγμή, σε προσπάθειες έμμεσου «προσεταιρισμού» της
Αριστεράς. Αυτό το χαρακτήρα, άλλωστε, θα μπορούσε να υπονοεί και η αναλογία με
τον Ανδρέα Παπανδρέου, υπενθυμίζοντας ότι στην περίπτωση εκείνη ένας «έντιμος
συμβιβασμός» μεταξύ των ιθαγενών ελίτ και του «πνεύματος της εποχής» τότε επετεύχθη.
Κάτι τέτοιο όμως δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα. Η
Αριστερά αρνείται να συναινέσει στη φρίκη. Κι έτσι, από τη μια μεριά διαχέεται
φόβος, από την άλλη νοσταλγία μέχρι και για τις «Νέες Δυνάμεις» ή την (αλήστου
μνήμης) «Συμμαχία», ενώ το μέλλον της ελληνικής ελίτ σε περίπτωση αριστερής
κυβέρνησης προδιαγράφεται, σχεδόν μοιρολατρικά, σύμφωνα με κορυφαίο αρθογράφο,
παρόμοιο με αυτό μιας «παρέας Λευκορώσων μετά την Επανάσταση»...
[1]
Hannah
Arendt, Ελευθερία, αλήθεια και πολιτική, Στάσει
Εκπίπτοντες, Αθήνα 2012, σ. 96.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου