ΤΗΣ ΑΝΤΑΣ ΔΙΑΛΛΑ
ΑΝΤΩΝΗΣ ΛΙΑΚΟΣ, Αποκάλυψη, Ουτοπία και Ιστορία. Οι
μεταμορφώσεις της ιστορικής συνείδησης, εκδόσεις Πόλις, σελ. 478
Το βιβλίο
είναι το δεύτερο μιας σχεδιασμένης τριλογίας του Αντώνη Λιάκου που
ξεκίνησε με το έργο του «Πώς το παρελθόν γίνεται ιστορία» και θα ολοκληρωθεί με
τη μελέτη για τον «Κανόνα της ευρωπαϊκής ιστοριογραφίας». Σε τούτο το πόνημα ο
συγγραφέας εξετάζει τις κοινωνίες του παρελθόντος, θέτοντας στο επίκεντρο του
στοχασμού του την αρχιτεκτονική του χρόνου και την ιστορικότητα της «ιστορικής
συνείδησης», θεμέλιο της οποίας είναι ο τρόπος που συναρθρώνονται οι τρεις
γενικές κατηγορίες του χρόνου, το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον, ενώ ο
μηχανισμός της μεταβολής της εντοπίζεται στους διαφορετικούς τρόπους που
διαθέτει η εκάστοτε κοινωνία να αντιλαμβάνεται και να βιώνει αυτές τις τρεις διαστάσεις
του χρόνου. Η ιστορική συνείδηση δεν
ταυτίζεται ούτε με το συλλογικό παρελθόν ούτε με την ιστορική αυτογνωσία. Ο
ιστορικός την παρομοιάζει με το ηλεκτρικό ρεύμα που διοχετεύεται σε θεσμούς,
τρόπους σκέψης, ιδεολογίες, συμπεριφορές, πολιτικές.
Η πλοκή της αφήγησης του βιβλίου, το
σενάριο, όπως το χαρακτηρίζει ο συγγραφέας του, ξεδιπλώνεται παρακολουθώντας τη
διαδρομή τριών μεγάλων σχημάτων: του αποκαλυπτικού, του ουτοπικού και του
ιστορικού, τα όρια των οποίων είναι ενίοτε ρευστά και δυσδιάκριτα. Από τη μια
μεριά, κοινά ερεθίσματα, συναισθήματα, φόβοι, ελπίδες, προσδοκίες, απογοητεύσεις,
διαμορφώνουν την ιστορική και την ουτοπική σκέψη, παρά το γεγονός ότι η πρώτη
«σχεδιάζει» το παρελθόν, ενώ η δεύτερη το μέλλον.
Από την άλλη, «το σχήμα που
επαγγέλεται η Αποκάλυψη και ο εσχατολογικός λόγος φαίνεται να αποτελεί ερμηνεία
της ιστορίας ως ενιαίας και πανανθρώπινης περιπέτειας, ιδωμένης ως κλιμακούμενο
δράμα μεταξύ αντίρροπων δυνάμεων. Εγκολπώνεται ταυτόχρονα το παρελθόν, το παρόν
και το μέλλον και αντιπαραθέτει δύο καιρούς: της υπόσχεσης και της εκπλήρωσης. Η έκβαση, ωστόσο, δεν τίθεται ποτέ εν
αμφιβόλω˙ αποτελεί απειλή και προσδοκία και φαίνεται να κρατά τον χρόνο δέσμιο
απέναντι σε μια μελλοντική στιγμή τελικής κρίσης και απόδοσης δικαιοσύνης. Παρά
την καταρχήν νομοτελειακή δομή της, η χριστιανική εσχατολογική λογοτεχνία
αποδείχθηκε εξαιρετικά ευέλικτη και προσαρμόσιμη σε διαφορετικούς τρόπους
ανάγνωσης και επικαιροποιήσεις. Άλλωστε, κατά τον Λιάκο, ο χριστιανισμός
μπορούσε να χωρέσει δύο διαφορετικές μορφές χρονικότητας· τη γραμμική και τη
στιγμιαία, δηλαδή έναν συμπυκνωμένο χρόνο, βιωμένο και εμπειρικό που μπορούσε
να συμπεριλάβει ολόκληρη την ιστορία και ταυτόχρονα να συμπεριληφθεί ως το
‘όλον εν τω νυν’. Αυτή η ποιοτική διάσταση του χρόνου που στο βιβλίο ονομάζεται
καιρός και φέρεται να εκφράζει την εμπειρία του χρόνου, μπορεί να βρει την
πραγμάτωσή της σε ποικίλες εκφάνσεις του βυζαντινού βίου και μας βοηθάει να
κατανοήσουμε σταθερές και απαξιωτικά φορτισμένες ποιότητες του πολιτισμού
αυτού, ενταγμένες μέσα σε ένα διανοητικό πλαίσιο, όπου στοιχεία όπως η
επανάληψη και η επιλεκτική επανάχρηση, γίνονται μάρτυρες όχι απαραίτητα των
αγκυλώσεων ή των αναπηριών μιας κοινωνίας, αλλά ενός εναλλακτικού τρόπου
σχετίζεσθαι με το χρόνο, που δεν περνά ακυρώνοντας τον εαυτό του, αλλά
θεωρείται ένα ενιαίο πεδίο με πολλαπλές εναλλακτικές διαδρομές και παρέχει τη
δυνατότητα ξανακεντήματος επάνω στον παλαιό καμβά.»[1]
Κάπου εκεί, στο πεδίο του
κοινωνικού φαντασιακού, του οράματος, της ιδεώδους κοινωνίας και του τέλους, η
Αποκάλυψη συναντά την Ουτοπία. Αποκάλυψη, Ουτοπία και Ιστορία, σε
εναλλασσόμενες κάθε φορά θέσεις, αποτυπώνουν ανθρώπινες καταστάσεις, όπως η
αναμονή, η εκπλήρωση, η διάψευση, και σηματοδοτούν τις χρονικές κορυφογραμμές
των μεταμορφώσεων της ιστορικής συνείδησης, από τους πρώτους χριστιανικούς
χρόνους, στους πρώιμους νεώτερους, στον Διαφωτισμό και την επιστημονική
επανάσταση, στον 20ό αιώνα και τέλος στην αυγή του 21ου αιώνα.
«Σ’ ολόκληρη την έκταση του βιβλίου, το ουτοπικό δεν αντιμετωπίζεται ως
αντίστιξη του ιστορικού. Ίσα-ίσα: Πίσω από τα δεκάδες παραδείγματα ουτοπικών
λόγων, σχεδίων, κινημάτων και καλλιτεχνικών έργων που συζητούνται στο βιβλίο, ο
συγγραφέας ανασκάπτει εκτεταμένα δίκτυα σημασιών. Μέσα σ’ αυτά τα δίκτυα η
ουτοπία δεν είναι μόνη της, ούτε διαχωρίζεται απόλυτα από ‘μη ουτοπικούς’
λόγους, από μη ουτοπικά σχέδια, πολιτικές ή έργα τέχνης· δεν αφορά ούτε καν στο
μέλλον. Μέσα στα δίκτυα που ανασύρει το βιβλίο, οι ουτοπίες συναρτώνται κάθε
φορά με τα δεδομένα του παρόντος τους αλλά και με την ιστορική αυτοσυνειδησία
των κοινωνιών που τις παράγουν και τις καταναλώνουν. Ιδωμένες κάτω από το
συγκεκριμένο ανασκαφικό πρίσμα, οι ουτοπίες παύουν να ενδιαφέρουν per se τον αναγνώστη του βιβλίου. Δεν κατανοούνται ως ιδιοτροπίες του
καιρού τους, με τις οποίες θα μπορούσε να καταπιάνεται το πολύ-πολύ μια
‘ειδική’ εκδοχή Ιστορίας. Ουσιαστικά, το βιβλίο του Λιάκου μας προτείνει να
ξαναδούμε τις ουτοπίες ως εξαιρετικά εύγλωττες φανερώσεις μιας πολύ ευρύτερης
Ιστορίας. Οι ουτοπίες μεταμορφώνονται σ’ ένα συναρπαστικό αντικείμενο μελέτης,
όταν επιχειρούμε να τις ανατοποθετήσουμε: Όταν τις βγάζουμε από το κανονιστικό
πλαίσιο μιας Ιστορίας των Ουτοπιών και τις αποδίδουμε στην επικράτεια μιας
άλλης, μιας ‘μεγαλύτερης’ Ιστορίας, μιας Ιστορίας του Χρόνου – ό,τι ακριβώς,
δηλαδή, επιχειρεί να κάνει κι ο συγγραφέας του βιβλίου: Να πάρει τις ουτοπίες
από την ιστοριογραφική τους αυτάρκεια και να τις θέσει σε νέες δοκιμασίες,
αποθέτοντάς τες στο σαφώς ασταθέστερο μα συνάμα αρκετά πιο προκλητικό
ιστοριογραφικό έδαφος αυτής της Ιστορίας του Χρόνου· να αποκαταστήσει τις
ουτοπίες ως πυκνές περιγραφές της ιστορικής πραγματικότητας του καιρού τους,
προσδίδοντάς τους προστιθέμενη ερμηνευτική αξία· να αναδείξει, εντέλει, την Ιστορία
των ουτοπιών ως τμήμα μιας επίπονης, μη γραμμικής, αναστοχαστικής και κριτικής
ενασχόλησης με τους συνολικούς τρόπους
με τους οποίους οι κοινωνίες του παρελθόντος αναμετρήθηκαν με τον ιστορικό
χρόνο και του προσέδωσαν τελικά κοινωνικό και πολιτικό νόημα»[2].
Το
βιβλίο –καθόλου πρόσφορο για εύκολες αναγνώσεις καθώς είναι πυκνό σε νοήματα,
ιδέες, στοχασμούς και πραγματεύεται σύνθετα θεωρητικά, ιστορικά και εν τέλει
υπαρξιακά ζητήματα– διαβάζεται έως το τέλος του απνευστί και με αγωνία. Τούτο
διότι ο συγγραφέας ερμηνεύει το παρελθόν, αλλά και ψηλαφίζει τις μεταβολές της
ιστορικής συνείδησης στο παρόν. Όπως γράφει, ζούμε σε έναν κόσμο όπου ο φόβος
έχει επανακάμψει ως δομικό στοιχείο των σύγχρονων κοινωνιών, καθώς μπρος στα
μάτια μας κατέρρευσε η τρίτη μεγάλη ουτοπία του 20ού αιώνα –μετά τη
σοσιαλιστική και αυτή της φυλετικής καθαρότητας– της αφθονίας και του
καταναλωτισμού. Μικρές και μεγάλες ουτοπίες δίνουν την θέση τους σε νέες
δυστοπίες, όπως η φτώχεια∙ καθώς και σε νέες προκλήσεις, όπως οι υβριδικές μορφές
ζωής που θέτουν εκ νέου τα ζητήματα των ορίων της ανθρωπινότητας. Η πρωτόγνωρη
παγκόσμια κρίση συνεπιφέρει και την κρίση του μέλλοντος ως πεδίου προσδοκιών,
ενώ η περιβαντολογική κρίση και καταστροφή θέτει υπό αμφισβήτηση την κοινή
πεποίθηση ότι ο μελλοντικός χρόνος είναι άπειρος. Η μελέτη αυτή είναι ένας
στοχασμός πάνω στο χρόνο. Κι εδώ η μεθοδολογική διάκριση μεταξύ Χρόνου, ως
μετρήσιμης αναπαράστασης, και Καιρού, ως ποιότητας του χρόνου που αποδίδει την
εμπειρία και τις προσδοκίες των κοινωνιών, διαμορφώνει την ιδέα ότι επείγει να
μεταβούμε από τη συνείδηση του «αδιάφορου χρόνου» σε αυτή του «υπολειπόμενου
καιρού», κατά τον οποίο οφείλουμε να φροντίσουμε τη διάσωση της ζωής και την
υπεράσπιση της κοινωνίας στον πλανήτη.
Πώς μπορεί
να ανταποκριθεί η σύγχρονη κριτική ιστορική γραφή στις νέες «δυστοπικές»
συνθήκες; Διασχίζοντας, μας προτείνει ο συγγραφέας, αφενός τα ευρωπαϊκά της
σύνορα (καθώς η ιστορία που γνωρίζαμε τελικά ήταν η ιστορία της δυτικής
κυριαρχίας), αφετέρου τα σύνορα που τη χωρίζουν από την προϊστορία, τις φυσικές
επιστήμες και τις επιστήμες της ζωής και του σώματος. Ακόμη, συνθέτοντας μια
άλλου τύπου παγκόσμια ιστορία, η οποία θα αφηγείται λιγότερο θριαμβολογικά και
περισσότερο κριτικά τα μεγάλα αφηγήματα της ελευθερίας και της προόδου που
συνδέονται με τη βιομηχανική επανάσταση, την επέκταση του καπιταλισμού και την
αποικιοκρατία. Και ποιός είναι εν τέλει ο ρόλος της ουτοπίας, ή καλύτερα των
ουτοπιών, μετά την αποκαθήλωση των μεγάλων ουτοπιών του 20ού αιώνα;
Ο συγγραφέας προτείνει να διαφυλαχθεί η κριτική λειτουργία του ουτοπικού λόγου,
γιατί οξύνει την ικανότητά μας να αντιληφθούμε τις
ατέλειες του υπάρχοντος κόσμου και υποσκάπτει την πίστη ότι η υφιστάμενη τάξη
είναι φυσική, άρα είναι δυνατόν οι κοινωνίες να διεκδικήσουν ένα διαφορετικό,
εναλλακτικό και δικαιότερο μοντέλο οργάνωσής τους.
Η Άντα Διάλλα είναι
ιστορικός και διδάσκει στην ΑΣΚΤ
[1] Απόσπασμα από την παρουσίαση της
Καλλιρρόης Λινάρδου, ιστορικού της Βυζαντινής Τέχνης, ΑΣΚΤ.
[2]
Απόσπασμα από την παρουσίαση του Μήτσου Μπιλάλη, ιστορικού, Πανεπιστήμιο
Θεσσαλίας.
Τον
Φεβρουάριο του 2012 πραγματοποιήθηκε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών παρουσίαση
του εν λόγω βιβλίου του Αντώνη Λιάκου. Στην
εκδήλωση συμμετείχαν, εκτός από τον συγγραφέα, οι Βασίλης Βλασταράς, Άντα
Διάλλα, Φαίη Ζήκα, Καλλιρρόη Λινάρδου, Ναυσικά Λιτσαρδοπούλου, Μήτσος Μπιλάλης,
Πάνος Χαραλάμπους και Γιώργος Ξηροπαϊδης. Στην ΑΣΚΤ –χώρο πρόσφορο όχι μόνο για διεπιστημονικές
διασταυρώσεις, αλλά και για τη συνάρθρωση της καλλιτεχνικής πρακτικής με
θεωρητικές αναζητήσεις– το πολύπλευρο θέμα της ουτοπίας αποτέλεσε το
αντικείμενο κοινών προβληματισμών καλλιτεχνών, επιστημόνων και θεωρητικών για
πέντε συνεχή χρόνια (2006-2010), με την ονομασία «Utopia Project»· λειτούργησε με τη
σύμπραξη του ΣΤ’ Εργαστηρίου Ζωγραφικής της ΑΣΚΤ, του Slade School of Fine Αrts του Λονδίνου και του
Ηogeschool voor de Κunsten της Ουτρέχτης. Καρπός αυτής της δημιουργικής πορείας
είναι ο καλαίσθητος δίγλωσσος τόμος Ουτοπία
(Αθήνα, ΑΣΚΤ, 2011) που επιμελήθηκε ο ζωγράφος και υπεύθυνος του Project Βασίλης Βλασταράς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου