ΤΟΥ ΜΑΚΗ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ
Γιάννης Ψυχοπαίδης |
Τα τελευταία χρόνια, έρχεται με ένταση στην επιφάνεια το τεράστιο και ανεξερεύνητο μεταφραστικό έργο του Παπαδιαμάντη. Ωστόσο, ένα σημαντικό ζήτημα που εύλογα ανακύπτει είναι η ανίχνευση αναλογιών και επιδράσεων από τις μεταφράσεις στο έργο του. Ποιος είναι, όμως, ο λογοτεχνικός ορίζοντας του Σκιαθίτη συγγραφέα στη δεκαετία του 1880, όταν κάνει τη στροφή του στο διήγημα; Και τι αποτελεί λογοτεχνική αξία τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή; Ασφαλώς, πρόκειται για μια μεταιχμιακή δεκαετία. Το παλιό πεθαίνει και το καινούριο δεν έχει ακόμη γεννηθεί. Ο ρομαντισμός και το ιστορικό μυθιστόρημα του παρελθόντος μοιάζουν ξεθωριασμένα και εκθρονίζονται. Το πνεύμα της αλλαγής έρχεται μέσα από τις σελίδες του Ραμπαγά. Ο Βίκτωρ Ουγκώ, ο Ζολά, ο Μωπασσάν, κάνουν αισθητή την παρουσία τους, με διηγήματα, μυθιστορήματα και αφιερώματα. Τα εισαγόμενα λογοτεχνικά ρεύματα αποτελούν την καινούρια πρόκληση και το νέο μέτρο.
Πόσο επηρέασαν αυτά τον Παπαδιαμάντη; Εδώ εγείρεται ένα σημαντικό ερώτημα. Πώς μετράμε, άραγε, την επίδραση; Ο προσφιλέστερος τρόπος είναι εκείνος του φιλολογικού ντετέκτιβ, με την κατά γράμμα παράλληλη ιχνηλάτηση Παπαδιαμαντικών κειμένων και μεταφράσεων, για την αναζήτηση συγκλίσεων. Όμως, οι επιδράσεις δεν καταγράφονται πάντα ανάγλυφα στις γραμμές των κειμένων. Ο Ζολά είναι ο καθρέφτης στον οποίο οι νέοι της δεκαετίας του ’80 θα δουν καθαρά να συντρίβονται οι ρομαντικές αυταπάτες. Το είδωλο της λογοτεχνίας που πεθαίνει μοιάζει άσχημο και καχεκτικό. Ο ρεαλισμός φαντάζει γεμάτος γοητεία και υποσχέσεις. Η Νανά και ο Ζολά αποτελούν αυτό που ο Τ. Khun ονομάζει στη «Δομή των επιστημονικών επαναστάσεων», «αλλαγή παραδείγματος». Αυτή όμως, η πιο σημαντική επίδραση, αφού αναπροσανατολίζει τους συγγραφείς σε μια εντελώς αντίθετη κατεύθυνση, καταγράφεται πρωτίστως στη συνείδηση τους, στον τρόπο σκέψης, για να διυλιστεί σταδιακά σε λέξεις και κείμενα.
H εγκατάλειψη του ιστορικού μυθιστορήματος από τον Παπαδιαμάντη, η στροφή του 1887, με την επιλογή του διηγήματος, συνιστά κατ’ αρχήν μια σιωπηρή αποκήρυξη της μίμησης των παλαιών προτύπων. Την έμμεση ομολογία πίστης στον ρεαλισμό, με την ανάδειξη της εμπειρίας ως προνομιακού υλικού της αφήγησης, νομίζω θα πρέπει σε μεγάλο βαθμό να την αποδώσουμε στο πνεύμα της Εστίας, αλλά και στην αλλαγή παραδείγματος που είχε συντελεστεί. Με την επιστροφή από το ιστορικό παρελθόν στον παρόντα χρόνο, θα αναζητήσει το γηγενές οικείο ήθος και θα κερδίσει την αυθεντικότητα που του έλλειπε. Παρ’ όλα αυτά, στο βάθος, δεν παύει να είναι μια κίνηση που απηχεί όσα συντελούνταν στην Ευρώπη, με τη μετάβαση από τον ρομαντισμό στον ρεαλισμό. Η μεγάλη άρνησή του δεν παύει να είναι ένας συντονισμός με έναν ιδιότυπο λογοτεχνικό κοσμοπολιτισμό, με ό,τι θεωρούνταν πια στην Ευρώπη λογοτεχνική αξία.
Ο ίδιος βέβαια έχει αρνηθεί το πνεύμα του κοσμοπολιτισμού. Αλλά η γνωστή άρνησή του σχετικοποιείται από το γεγονός ότι τον επιτρέπει, «χάριν πολυτελείας» όπως γράφει, για όσα έθνη έκτισαν τη μεγάλη τους πατρίδα. Για τον εαυτό του επιλέγει να είναι βαθιά ελληνοπρεπής. Όμως, και στη Φόνισσα βλέπουμε να κάνουν διακριτικά την εμφάνισή τους, κάτω από τις γραμμές, οι επιδράσεις ενός λογοτεχνικού κοσμοπολιτισμού που είχε ξορκίσει.
Με την «οργισμένη αντάρτισσα απέναντι στο Θεό», οι διαστάσεις του κακού έχουν πάρει θεμελιακές διαστάσεις. Είναι σε τέτοια μεγέθη, που δεν συνάδουν με την προγραμματική δέσμευση του Λαμπριάτικου Ψάλτη, ότι θα υμνεί μετά λατρείας τον Χριστό, και μπορούν να κατανοηθούν καλύτερα κάτω από τον ορίζοντα που ήδη διαμόρφωσε ο νατουραλισμός. Βρισκόμαστε πια στα 1903. Έχουν μεσολαβήσει Οι άθλιοι των Αθηνών του Κονδυλάκη, ο Ζητιάνος του Καρκαβίτσα και γενικότερα αυτό που αποκαλείται κριτικός ρεαλισμός. Νομίζω, ότι ένας προσεκτικός παρατηρητής θα μπορούσε να ανιχνεύσει τις συνέπειες των «κακών συναναστροφών», των ξένων αναγνωσμάτων και μεταφράσεων, τα οποία μεταθέτουν συνεχώς το κέντρο βάρος του λογοτεχνικού ορίζοντα του Παπαδιαμάντη, αλλά και της λογοτεχνικής Αθήνας της εποχής, από την ηθογραφία σε μια λογοτεχνία η οποία, υπό την επίδραση του νατουραλισμού ή του Ντοστογιέφσκι, αποφασίζει να θέσει τα δάκτυλα επί των τύπων των ήλων του κακού.
Οι περιθωριακοί τύποι της ζωής του χωριού, οι οποίοι εισάγονται και στη λογοτεχνία μας ως κεντρικοί ήρωες με τον Παπαδιαμάντη, και οι περιγραφές της φύσης, αποτελούν κεντρικά μοτίβα του Μωπασσάν και της νατουραλιστικής θεματικής, όπως έχει επισημάνει η Ελένη Πολίτου Μαρμαρινού. Ακόμη και στη μυθιστοριογραφία του, στη Γυφτοπούλα π.χ., θα ανακαλύψει κανείς εξαιρετικές περιγραφές. Τα πρώιμα φανερώματα της τέχνης του. Όμως, υπάρχει μια στιγμή στην παπαδιαμαντική πεζογραφία, μετά από την οποία η περιγραφή αυτονομείται. Κηρύσσει προκλητικά την ανεξαρτησία της απέναντι στα υπόλοιπα στοιχεία, όπως είναι οι χαρακτήρες και η δράση. Αποκτά μεγαλοπρέπεια. Γίνεται λαγνεία. Όπως λέει ο Τέλος Άγρας, ο συγγραφέας προχωρά περιγράφοντας μόνος του, «έστω κι αφού ο αναγνώστης κάποτε κουρασθεί να τον παρακολουθεί». Ποια είναι όμως αυτή η χρονική στιγμή;
Στην πρώιμη μετάφραση της «Κληρονομίας» (1889) του Γκυ ντε Μωπασσάν παρακολουθούμε εκτεταμένα αποσπάσματα (σελ. 46, εκδ. Δόμος) που θυμίζουν τις γνώριμες ποιητικές περιγραφές του Παπαδιαμάντη. Οι μετωνυμίες της δύσης, η πανδαισία των χρωμάτων, ο λεξιλογικός πλούτος, οι παρομοιώσεις, μεταμορφώνουν το αστικό τοπίο σε ποίηση. Στο ίδιο κλίμα και η ίδια γλωσσική αίσθηση του γνώριμου Παπαδιαμάντη, ώστε ο μεταφραστής και ο διηγηματογράφος να αποτελούν μια αδιάσπαστη ενότητα με διαφορετικές όψεις. Αν λάβουμε υπ’ όψη ότι η πρώτη φορά κατά την οποία η περιγραφή της φύσης γιγαντώνεται και αποκτά σημαίνουσα θέση στη διηγηματογραφία του εμφανίζεται δυο χρόνια αργότερα στη «Μαυρομαντηλού» (1891), μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η συγκεκριμένη μετάφραση είναι εξ αντικειμένου η δοκιμή, η πρώτη γραφή της. Ακόμη και χωρίς να αναζητήσουμε την κατά λέξη επίδραση στο μετέπειτα έργο του, νομίζω ότι μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η μετάφραση είναι το εργαστήρι στο ποίο δοκιμάστηκε η περίφημη ποιητικότητα του Παπαδιαμάντη και η οποία θα γίνει αργότερα ένα από τα χαρακτηριστικότερα γνωρίσματα της γραφής του.
Είναι φανερό ότι ο ώριμος Παπαδιαμάντης δεν μιμείται κανέναν. Η διακειμενική ιχνηλάτηση του κυρίως έργου και των μεταφράσεων δείχνει ότι η σημαντικότερη συμβολή τους συνίσταται στην ωρίμανση αυτού του οποίου ο ίδιος αποκαλεί «φιλολογική συνείδηση». Η ευρωπαϊκή του θητεία στο μεταφραστικό πεδίο συνετέλεσε στον γενικότερο προσανατολισμό τού έργου του στον ευρωπαϊκό κανόνα. Φαίνεται, πάντως, και από τις άλλες κορυφές του 19ου αιώνα –Σολωμός, Ροΐδης, Βιζυηνός– πως ό,τι περιγράφεται ως «ελληνικότητα», σε πείσμα όσων την επικαλούνται, διαμορφώθηκε υποδόρια μέσα από συνεχείς ωσμώσεις με την ευρωπαϊκή λογοτεχνική πραγματικότητα.
Τι ήταν τελικά ο Παπαδιαμάντης, Ευρωπαίος ή Έλληνας; Οι ποικίλες ερμηνείες στη διάρκεια ενός αιώνα αποδεικνύουν τη γονιμότητα του παπαδιαμαντικού κειμένου. Ο αναγνωστικός ορίζοντας, τον οποίο διαμόρφωσε η κριτική, περιλαμβάνει ένα εκκρεμές, του οποίου οι δύο ακραίες θέσεις εκτείνονται από το «χαμένο κέντρο» του Λορεντζάτου μέχρι τον αναγεννησιακό Παπαδιαμάντη των απαρχών του μυθιστορήματος του Προγκίδη. Είναι ρομαντικός, ηθογράφος, ρεαλιστής, νατουραλιστής, πρόδομος του μοντερνισμού, για να μείνω σε μερικά από όσα έχουν γραφεί; Είναι ρεαλιστής, αλλά η ποιητικότητά του υπονομεύει τον ρεαλισμό. Η Φόνισσα έχει νατουραλιστικά στοιχεία, αλλά το κλειδί του Ζολά δεν εφαρμόζει καλά. Έχει ρομαντικά στοιχεία, αλλά ο ρεαλισμός υπερτερεί. Τα μεγάλα έργα εντάσσονται μέσα στη μνήμη της τέχνης τους και συγχωνεύουν υποδόρια και δημιουργικά. Αυτό έκανε και ο Παπαδιαμάντης. Ακολουθεί, με την ανεξιθρησκία των μεγάλων συγγραφέων, τον δικό του δρόμο. Δεν ακολουθεί προγραμματικά κανένα ρεύμα.
Ωστόσο, μοιάζει αρκετά ειρωνικό ότι ο «άγιος» των γραμμάτων μας, το έργο του οποίου θεωρείται πως εκφράζει την ουσία ενός ελληνικού τρόπου ζωής και αίσθησης των πραγμάτων, έστω και καταναγκαστικά, μεταφράζει και μας εισάγει στην πρωτοπορία της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας της εποχής του.
Πώς, όμως, θα εξηγήσουμε τον ανυπόκριτο θαυμασμό του για τον Ίψεν; Και πώς θα εξηγήσουμε την αγάπη του για τον Μίλτωνα, τον Σαίξπηρ, τον Μπάιρον; Ας το θέσω αντίστροφα: θα υπήρχε ο γνωστός Παπαδιαμάντης που ξέρουμε, έξω από τα λογοτεχνικά ρεύματα που διαμόρφωσαν την εποχή του, χωρίς τη δημιουργική αυτή συνάντηση μέσα από τις μεταφράσεις; Παρά τις δηλωμένες του πεποιθήσεις, η συγγραφική του συνείδηση διαμορφώθηκε μέσα απ’ αυτά. Όσο κι αν η μετάφραση γινόταν για βιοποριστικούς λόγους, ποιος θα μπορούσε να ισχυρισθεί ότι οι ρίζες του έργου του δεν βρήκαν ασυνείδητα πρόσφορο έδαφος στις 14.500 μεταφρασμένες σελίδες, όπως τις υπολογίζει ο Octave Merlier; Και «πώς θα μπορούσε να απαλλαχτεί από την επιρροή του Ντοστογιέφσκι εκείνος που τον μετέφρασε;», όπως γράφει ο Μ. Χαλβατζάκης; Αλλά και από την επιρροή του Τσέχωφ ή του Μωπασσάν, θα πρόσθετα;
Προκύπτει, λοιπόν, ότι δεν ήταν ένας ανυποψίαστος «επαρχιώτης», ένα καλλιτεχνικό «ναυάγιο της ελληνικής ενδοχώρας» -όπως ειπώθηκε-, αλλά εκείνος που δεξιώθηκε τα πιο ανήσυχα πνεύματα της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας. Δεν ήταν ένας κομήτης, αλλά το αποτέλεσμα μιας διαλεκτικής έντασης μαζί τους. Ακόμη και η δήλωσή του, ότι δεν μοιάζει με τον Πόε, τον Ντίκενς ή τον Σαίξπηρ, προϋποθέτει τη βαθιά επαφή και τον διάλογο μαζί τους. Εκείνη τη βαθιά γνώση, η οποία διαπέρασε όλα τα κύτταρά του. Είναι δίκαιο, λοιπόν, να τον θεωρήσουμε ευρωπαίο και έλληνα. Ή, έστω, κάπου εκεί ανάμεσα. «Εις το ήμισυ του δρόμου», όπως έλεγε κι ίδιος για την ηρωίδα του.
Ο Μάκης Καραγιάννης είναι πεζογράφος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου