13/4/12

Ο Παπαδιαμάντης του Βάρναλη

ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΚΟΡΗ

Τάσσος,
Α. Παπαδιαμάντης,
1941
Οι αναφορές του Κώστα Βάρναλη (1883-1974) στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη (1851-1911) δεν είναι και λίγες: εντοπίζονται πέντε κείμενα στα Αισθητικά – Κριτικά (1958), ορισμένα από τα οποία έχουν πρωτοδημοσιευθεί στην εφημερίδα Πρωία,[1] δεν λείπουν οι βαρναλικές περί τον Παπαδιαμάντη εγγραφές ούτε από το Άνθρωποι – Ζωντανοί – Αληθινοί (1958) ούτε από τα Φιλολογικά Απομνημονεύματα (21981), ενώ εντοπίζεται αποθησαύριση απόψεων και θέσεων του Βάρναλη για τον Παπαδιαμάντη και σε γραπτές μαρτυρίες τρίτων.[2] Παρακάμπτοντας προς στιγμήν τις δοκιμιακού τύπου κριτικές και αισθητικές αποτιμήσεις του Βάρναλη για τον Παπαδιαμάντη, από τη σκιαγράφηση των οποίων δεν απουσίασαν και οι ανεκδοτολογικές πινελιές, υπενθυμίζουμε  ότι ο Βάρναλης  εισέφερε και τρία αφηγήματα «Εις ύφος Παπαδιαμάντη», τα οποία συμπεριέλαβε και στη «συγκεντρωτική» έκδοση του αφηγηματικού έργου του.[3]. Από τα τρία αφηγήματα υποβάλλονται η εκτίμηση και η αγάπη του επιφανούς εκπροσώπου της ελληνικής αριστερής διανόησης προς τη μορφή και το έργο του Παπαδιαμάντη.
Ο Βάρναλης, μάλιστα, πέραν της αναγνωστικά απολαυστικής και συγγραφικά δεξιοτεχνικής μίμησης της παπαδιαμάντειας γλώσσας, προσπάθησε με καθένα από τα αφηγήματα να αποδώσει τόσο τις δύο βασικές τάσεις της ηθογραφίας ως πεζογραφικής πρακτικής, όσο και μία ψυχογράφηση του μείζονος πεζογράφου και πνευματικού ανθρώπου: «Ο μαστρο-Κυριάκος» συγκροτεί μία ειδυλλιακή και δυνάμει ωραιοποιητική εικόνα της ζωής στην ελληνική ύπαιθρο, «Ο αναγνώστης Κοκοβιός ή Χαλούπης»,όμως, εκτείνεται έως και τις σκοτεινές και σκληρές πλευρές  της καθημερινότητας. Τέλος, «Τα Χριστούγεννα του Παπαδιαμάντη» ανασυσταίνουν τη στερημένη ζωή του συγγραφέα, ο οποίος όμως δικαιώθηκε δημιουργώντας καλλιτεχνικά δραστικούς λογοτεχνικούς ήρωες.
Από τα τρία αφηγήματα εκπηγάζει η αίσθηση ότι ο Βάρναλης αξιοποίησε διακειμενικά τα παπαδιαμάντεια λογοτεχνικά πρόσωπα, πολύ πριν η διακειμενικότητα καταστεί συγγραφική και θεωρητική μόδα. Η Ουρανίτσα, η Κερατσώ, ο Παρίσης και ο Χριστοδουλής, η θεια η Αμέρσα, ο Γιάννης ο Παλούκας, ο Μπάρμπ’ Αλέξης ο Καλοσκαιρής (που από συγγνωστό σφάλμα ή του τυπογράφου ή και του ίδιου του συγγραφέα εμφανίζεται ως «Καλοκαιρής»), ο Πανταρώτας, ο Μπάρμπα-Διόμας, η Ασημίνα και οι τέσσερις κακότυχες θυγατέρες της (Ροδαυγή, Ελένη, Μαργαρώ και Αφέντρα), ο Στάθ’ς ο Μπόζας και οι δυο γίδες του (η Ψαρή και η Στέρφα) και αρκετοί ακόμη παπαδιαμαντικοί ήρωες είτε πρωταγωνιστούν είτε απλώς συμμετέχουν στα τρία «εις ύφος Παπαδιαμάντη» κείμενα του Βάρναλη. Τηρείται απολύτως ο γλωσσικός παπαδιαμαντικός κανόνας με τους «τρεις αναβαθμούς»[4]: στα αφηγηματικά τμήματα, η καθαρεύουσα μπολιάζεται με στοιχεία από τη δημοτική, στις περιγραφές χρησιμοποιείται η καθαρεύουσα στην τυπικότερη και αυστηρότερη μορφή της, ενώ στις συνομιλίες αξιοποιείται η λαϊκή, ενίοτε ιδιωματική, γλώσσα. Κεντρικό υφολογικό ρόλο επιτελεί στα τρία βαρναλικά κείμενα και η παπαδιαμάντεια παρένθεση, που είτε περικλείει επεξηγηματικό υλικό είτε συγκροτεί στιγμιαία παρέκβαση, που συμβάλλει στην οικοδόμηση του ήθους του αφηγητή ή των λογοτεχνικών προσώπων: ότι τα βλίτα είναι «το παιγνιωδώς λεγόμενον κουτόχορτον!» και το ότι με τον όρο «λαλούμενα» εννοούνται «βιολιτζήδες ντόπιοι και τουρκόγυφτοι με κλαρινέτα», είναι δείγματα ευχαρίτων επεξηγήσεων, των οποίων η συχνή χρήση προικίζει την παπαδιαμάντεια μίμηση με βαρναλική σφραγίδα. Στο λόγο του Παπαδιαμάντη εγκιβωτίζονται χιουμοριστικά και δηκτικά στοιχεία[5] (όχι, όμως, στη συχνότητα και στην ένταση που εντοπίζονται στον αφηγηματικό λόγο του Βάρναλη), ενώ η αναφορά του τελευταίου στα «λαλούμενα» δεν καθρεφτίζει μόνο τα μουσικά όργανα του γλεντιού της «Τρελλής βραδυάς», αλλά ενδεχομένως απηχεί γενικότερα τους ερωτόληπτους αυτοσχέδιους τραγουδιστές και τους λαϊκούς οργανοπαίχτες, που αποτελούν εξέχοντα μέλη της χορείας των παπαδιαμαντικών ηρώων (από τον μπαρμπα-Γιαννιό τού «Ο έρωτας στα χιόνια» και τον Νίκο, τον γιο της χήρας στο διήγημα «Για την περηφάνεια» έως τον «Γείτονα με το λαούτο», τον «Ξεπεσμένο δερβίση» με το νάι του ή εκείνον τον συμπαθέστατο Ζάχο, «τον ζουρλό, τον αχαΐρευτο», που δεν τον άφηνε να παίζει το μπουζούκι του η «Στρίγγλα μάνα»).
Ο Βάρναλης ως προς το θέμα «Παπαδιαμάντης» αποκλίνει, επίσης, και από τις κομματικά εγκεκριμένες θέσεις της αριστερής λογοτεχνικής κριτικής. Σε πρόσφατο, μάλιστα, δημοσίευμα του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου μπορούμε να παρακολουθήσουμε τη σκιαγράφηση της πρόσληψης του Παπαδιαμάντη από τις συνιστώσες της ελληνικής Αριστεράς.[6] Κατ’ αρχάς, να υπενθυμίσουμε ότι  θετικά δημοσιεύματα του Βάρναλη για τον Παπαδιαμάντη εντοπίζονται ήδη στις δεκαετίες του 1930 και του 1940, δηλαδή κατά την περίοδο που αφ’ ενός αποκρυσταλλώνεται και εισάγεται και στο ελληνικό πολιτισμικό πεδίο το μόρφωμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού και αφ’ ετέρου ο τότε αναντίρρητα δεκτός Γενικός Γραμματέας του Κ.Κ.Ε. (δηλαδή ο Νίκος Ζαχαριάδης) «χρησμοδοτεί» αρνητικά και για τη συγγραφική περίπτωση του Παπαδιαμάντη.[7]
Δεν έχουμε εντοπίσει την α΄ δημοσίευση των «Εις ύφος Παπαδιαμάντη» αφηγημάτων του Βάρναλη,[8] αλλά η συμπερίληψή τους από τον δημιουργό στην έκδοση Πεζός λόγος του 1957 αποκαλύπτει δύο, τουλάχιστον, πράγματα: α) ο Βάρναλης εκτιμούσε τα συγκεκριμένα διηγήματα ως επαρκή καλλιτεχνικά δείγματα, γι’ αυτό και τα συμπεριέλαβε στην «ανακεφαλαίωση» της αφηγηματικής-μυθοπλαστικής δουλειάς του, β) de facto επαναβεβαίωνε την θετική από πλευράς του πρόσληψη του παπαδιαμάντειου έργου, παρότι η επίσημη κομματική θέση για καλλιτεχνικά ζητήματα στο τέλος της δεκαετίας του 1950 είχε ορισμένες αναλογίες με την αντίστοιχη θέση της δεκαετίας του 1930. Δείγματος χάριν : λίγο μετά την έκδοση του Πεζού λόγου, ξέσπασε η «υπόθεση Γκράνιν», δηλαδή η αμφισβήτηση της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού Επιθεώρηση Τέχνης από την κομματική ηγεσία της ΕΔΑ, επειδή το δημοσιευμένο στο περιοδικό διήγημα «Η Σιωπή» του Ντανιήλ Γκράνιν θεωρήθηκε αντισοβιετικό και αντίθετο με τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό ως καλλιτεχνική μέθοδο.[9]
Ο Βάρναλης δεν ωθεί σε υποβάθμιση τη συγκινησιακή δραστικότητα των τριών κειμένων, προτάσσοντας διαυγές πολιτικό μήνυμα, όπως, για παράδειγμα, κάνει ο Τάσος Βουρνάς στο κατά μίμησιν του παπαδιαμάντειου ύφους αφήγημά του «Ο επαναπατρισμός της θεια-Λαμπρινής».[10] Ο Βάρναλης αξιοποιεί την καλοκάγαθη σάτιρα, συνυφασμένη με τον θαυμασμό και την εκτίμηση, και εντάσσει τα τρία «Εις ύφος Παπαδιαμάντη» διηγήματά του στη μακρά σειρά παρωδιακών κειμένων, που εκπήγασαν από εκτίμηση και αγάπη προς τον παρωδούμενο και όχι από πρόθεση διακωμώδησής του. Δείγματα της συγκεκριμένης παρωδιακής πρακτικής ανιχνεύονται αρκετά και αξιόλογα, τόσο πριν από την εκδοτική αποκρυστάλλωση (1957) των τριών βαρναλικών κειμένων όσο και μετά από αυτήν: ορισμένες καβαφικές παρωδίες,[11] το ποίημα «Εις Ανδρέαν Κάλβον»[12] από τη συλλογή Ελεγεία και Σάτιρες (1927) του Κ. Γ. Καρυωτάκη, αρκετές από τις παρωδιακές δοκιμές του Ναπολέοντος Λαπαθιώτη,[13]η εξαίρετη και καθόλου σεμνότυφη παρωδία στίχων του Ερωτόκριτου στα σεφερικά Εντεψίζικα,[14] ο κατά Χριστιανόπουλον Αδαμάντιος Κοραής στους Ρεμπέτες του ντουνιά,[15] η καρυωτακική «Μίμησις»[16] του Μανόλη Αναγνωστάκη κ.ά.   

Ο Δημήτρης Κόκορης είναι φιλόλογος και κριτικός, διδάσκων του ΑΠΘ. Το κείμενο συγκροτείται από στοιχεία της εισήγησής του στο Γ΄ Διεθνές Συνέδριο για τον Αλ. Παπαδιαμάντη (Σκιάθος : 29/11-2/10/2011).

[1] Βλ. δειγματοληπτικά, εφ. Πρωία, Τετ. 10-9-1941 και Τρ. 13.1.1942. Για τις πρώτες δημοσιεύσεις αισθητικών και κριτικών κειμένων του Βάρναλη βλ. και Λουτσία Μαρκεζέλι – Λούκα, Συμβολή στην εργογραφία του Κώστα Βάρναλη. Αισθητικά – Κριτικά 1911-1944, Αθήνα, Κέδρος, [1985].
[2] Βλ. για παράδειγμα, Αλέκος Μακρόπουλος, «Κώστας Βάρναλης, ο αριστοτέχνης της στοματικής λογοτεχνίας», Αιολικά Γράμματα, 25, (Γενάρης-Φλεβάρης) 1975, σ. 49-54, ιδίως σ. 53.
[3] Πεζός λόγος, Αθήνα, Κέδρος, 1957, σ. 269-281.
[4] Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Αθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ., 132003, σ. 205.
[5] Βλ. Βαλεντίνη Καμπατζά, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Η ανίχνευση του κωμικού στοιχείου στο έργο του, Αθήνα, Σοκόλη-Κουλεδάκη, 2011.
[6] Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, «Πιασμένος στο δόκανο της ιδεολογίας», Το Δέντρο, τχ. 181-182, 2011, σ. 126-128.
[7] Βλ. Νίκος Ζαχαριάδης, Ο αληθινός Παλαμάς, Αθήνα, Τα Νέα Βιβλία, 1945, σ. 19, 21.
[8] Η Λουτσία Μαρκεζέλι-Λούκα (Συμβολή στην εργογραφία του Κώστα Βάρναλη. Αισθητικά – Κριτικά 1911-1944, Αθήνα, Κέδρος, 1985)  δεν αναφέρει την πρώτη δημοσίευση των τριών διηγημάτων (από την πλευρά της σωστά, αφού το μελέτημά της αφορά τα «Αισθητικά – Κριτικά» και όχι τα μυθοπλαστικά κείμενα του Βάρναλη), ενώ ο Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος (Με τον τρόπο του Παπαδιαμάντη, Αθήνα, Κέδρος, 1991, σ. 165) ανθολογεί τα τρία «Εις ύφος Παπαδιαμάντη» αφηγήματα και σημειώνει: «Αγνοώ την πρώτη δημοσίευση».
[9] Βλ. την οξυδερκή και τεκμηριωμένη μελέτη της Αλεξάνδρας Δ. Ιωαννίδου, Η λογοτεχνική κριτική στο εδώλιο. Η δίκη της «Επιθεώρησης Τέχνης» το 1959 και η απολογία του Κώστα Κουλουφάκου, Αθήνα, Καστανιώτης, 2008.
[10] Βλ. εφ. Η Αυγή, Παρ. 25-12-1964.
[11] Βλ. Παρωδίες καβαφικών ποιημάτων 1917-1997, συγκέντρωση – παρουσίαση – σχόλια : Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Αθήνα, Πατάκης, 1998, σ. 34-35,41, 92-93, 97-137 κ.ά.
[12] Κ. Γ. Καρυωτάκης, Ποιήματα και πεζά, επιμέλεια : Γ. Π. Σαββίδης, Αθήνα, Εστία, 1993, σ. 99-101
[13] Βλ. ενδεικτικά, Λευτέρης Παπαλεοντίου, Λαπαθιώτης : Σατιρικοί («φαιδροί» και «μυλλωμένοι») στίχοι (= Μικροφιλολογικά τετράδια :7), Λευκωσία, 2009, Αθηνά Βογιατζόγλου, «Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης και η τέχνη της παρωδίας», Νέα Εστία, τχ. 1841, 2011, σ. 240-266.
[14] Έκδοση εκτός εμπορίου, επιμέλεια : Γ. Π. Ευτυχίδης [=Γ. Π. Σαββίδης], Αθήνα, Λέσχη, 1989. Βλ. και τα σχόλια του Νίκου Δήμου, «Ο παιγνιώδης Σεφέρης», Το Δέντρο, τχ. 179-180. 2011, σ. 50.
[15] Ντίνος Χριστιανόπουλος, «Η Λαμπρινή του Κοραή», Οι ρεμπέτες του ντουνιά, Θεσσαλονίκη, Ιανός, 32004, σ. 17-18.
[16] Μανόλης Αναγνωστάκης, Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης. Η ζωή και το έργο του, Αθήνα, Στιγμή, 1987, σ. 66.

Δεν υπάρχουν σχόλια: