13/4/12

Η «Σταύρωση» ως μέσο λύτρωσης στη σύγχρονη τέχνη

ΤΗΣ ΛΗΔΑ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

Φράνσις Μπέικον
Η «Σταύρωση» είναι ένα θέμα που στοιχειώνει, κυριολεκτικά και μεταφορικά, τη σύγχρονη δυτική τέχνη. Οι δημιουργοί της την καταγράφουν, ο καθένας με το δικό του τρόπο, από τις απαρχές του μοντέρνου μέχρι σήμερα, με επιμονή και εμμονή.
Προτάσσεται ως ένα μέσο λύτρωσης του καλλιτέχνη, από τα δεσμά της παραδοσιακής, εξιδανικευμένης απεικόνισης βιβλικών θεμάτων και των ωραιοποιημένων  μορφών της, αλλά και από τα δεσμά της εκκλησίας ως μαικήνα. Χρησιμοποιείται ως ένα όχημα που οδηγεί δημιουργούς και θεατές στην ανατρεπτική αλήθεια της ανθρώπινης οδύνης.
Στεκόμαστε, υποχρεωτικά, σε κάποια από τα έργα της νέας εικαστικής γλώσσας που άρχισε να αρθρώνεται από τα μέσα του 19ου αιώνα. Οι αιρετικές απεικονίσεις του Φελισιέν Ροπς, βέλγου ζωγράφου, χαράκτη, και γελοιογράφου, μέλους του κινήματος της «Παρακμής» και εικονογράφου γνωστών ποιημάτων, όπως «Τα άνθη του κακού» του Σαρλ Μπωντλέρ, δίδουν νέα πνοή. Αναδεικνύουν τη γυναίκα σε εξέχον σύμβολο της αντίστασης στην κατεστημένη υποκριτική, αστική ηθική. Ο «Εσταυρωμένος» που δημιουργεί το 1878 και αποκαλεί «Ο πειρασμός του Αγίου Αντωνίου» είναι γένους θηλυκού και απεικονίζεται γυμνός. Θα μιλήσουμε ξανά λίγο πιο κάτω για το έργο αυτό.
 Η «Σταύρωση» του γερμανού εξπρεσιονιστή Έμιλ Νόλντε, που δημιουργήθηκε μεταξύ του 1911 και 1912, αποτελεί ένα  ακόμα δείγμα της εξέγερσης που πραγματώθηκε με τα εργαλεία της τέχνης. Είναι τοποθετημένη στο κέντρο ενός πολύπτυχου, φτιαγμένου κατά τα μεσαιωνικά πρότυπα με εννέα πίνακες. Οι βασικοί συντελεστές της καταλαμβάνουν τον απογυμνωμένο από κάθε φλύαρη περιγραφικότητα ζωγραφικό χώρο και έλκουν το βλέμμα μας στα παραμορφωμένα από τον πόνο χαρακτηριστικά του αποστεωμένου Ιησού, της μητέρας του και της Μαγδαληνής.
Έτσι μεταλλάσσεται η ιδεατή αφήγηση σε πυκνό σχηματοποιημένο λόγο, για την ανθρώπινη τραγωδία που συντελείται καθημερινά στους χώρους της βίαιης εκβιομηχάνισης, γραμμένο με πλακάτα συμπληρωματικά χρώματα, κίτρινο, κόκκινο, μπλε, που δυναμώνουν την ένταση της φωνής του.      
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1917, ο Κωνσταντίνος Παρθένης επιχειρεί τη δική του ρήξη με τον κατεστημένο, εν Ελλάδι, ακαδημαϊσμό της σχολής του Μονάχου. Ο «Θρήνος» της Μαρίας και της Μαγδαληνής, παρότι έχει «αποκαθηλωθεί» από το θεοποιημένο πλαίσιο, και παρά το γεγονός ότι πραγματεύεται ένα θρησκευτικό θέμα με ζωγραφικούς όρους, μένει δυστυχώς εγκλωβισμένος μέσα στον εκλεκτικισμό στοιχείων που απορρέουν από το  συμβολισμό της Σχολής της Βιέννης και τη διακοσμητική γλώσσα της γαλλικής αρ νουβώ.
Γιάννης Τζερμιάς
Την ίδια δυστοκία εμφανίζει ο Σπύρος Βασιλείου στη «Σταύρωση» που δημιουργεί στα χρόνια 1936-1939. Ένα έργο στο οποίο επιχειρείται η ζύμωση στοιχείων από το φουτουρισμό, τον εξπρεσιονισμό και τη βυζαντινή αγιογραφία. Αλλά στο οποίο δεν επιτυγχάνεται η τομή στην καθιερωμένη εικονογραφία. Το άλμα της υπέρβασης γίνεται εν Ελλάδι στην εποχή μας. Με έργα σύγχρονων Ελλήνων καλλιτεχνών που συνδέονται εκλεκτικά με παλαιότερους καλλιτέχνες της Δύσης. Αναγνωρίζουμε στις «Σταυρώσεις» του Γιάννη Τζερμιά που δημιουργήθηκαν τις δεκαετίες του ’80 και του ‘90 την αφαιρετική, εξπρεσιονιστική γραφή των «Σταυρώσεων» των δεκαετιών του ’40 του ‘50 του ’60, του επίσης καθολικά διαπαιδαγωγημένου, όπως ο Φελισιέν Ροπς, ιρλανδού Φράνσις Μπέικον. Ο οποίος έχει με τη σειρά του  εμπνευστεί από μεσαιωνικές, αφαιρετικές απεικονίσεις του Τσιμάμπουε. Εικόνες κινούμενες, όπως εξομολογείται στην τρομερή συνομιλία του με τον Νταίηβιντ Συλβέστερ («Η ωμότητα των πραγμάτων», εκδόσεις Άγρα 1988,) «σαν ένα σκουλήκι που έρπει κάτω προς το σταυρό».
Βλέπουμε τη σύνδεση της μορφής του κρεμασμένου ανθρώπου με εκείνην του κρεμασμένου, σφαγμένου ζώου ή  μέσα από τις τεταμένες καμπύλες των γραμμών τους που ενώνονται σε ένα όλον. Ο Μπέικον πίστευε ότι «ζωγραφίζοντας ένα τέτοιο θέμα, στην πραγματικότητα δουλεύει κανείς πάνω στα ίδια του τα συναισθήματα». Και υποστήριζε ότι έτσι «δουλεύεις πάνω στα πιο προσωπικά σου συναισθήματα και στην άποψή σου για τη ζωή».
Πένυ Κωνσταντίνου
Διακρίνουμε στις δύο «Σταυρώσεις» της Πένυς Κωνσταντίνου, τις φτιαγμένες το 2007, με πλατιές πινελιές και αδρές γραμμές, το δημιουργικό  διάλογο με δυο άλλους ζωγράφους. Στη μία συνομιλεί με τον Φελισιέν Ροπς και τον ήδη αναφερθέντα πίνακά του «Ο Πειρασμός του Αγίου Αντωνίου». Η δική της «Εσταυρωμένη» είναι επίσης γυναίκα πλασμένη, όμως με χαρακτηριστικά αρχέγονα, που μας παραπέμπει στην αυθεντικότητα της έκφρασης. Η πενθούσα έχει αναδυθεί από ένα περιοδικό μόδας. Στην άλλη «Σταύρωση» αναφέρεται επιλεκτικά  στο ομώνυμο έργο του ιταλού ρεαλιστή Ρενάττο Γκουτούζο από το 1941, που σφραγίστηκε από τη Γκέρνικα του Πικάσο και του χάρισε το παρωνύμιο «διαβολικός ζωγράφος». Ο Γκουτούζο το έφτιαξε για να αποκαλύψει την ωμότητα των κύκλων της εξουσίας του φασιστικού καθεστώτος και της καθολικής εκκλησίας, αλλά και τα πάθη των αντιφρονούντων. Η Μαγδαληνή εμφανίζεται γυμνή, ανάμεσα στο συνωστισμένο πλήθος κάτω από τον σταυρό και πάνω σε ένα τραπέζι βρίσκονται συγκεντρωμένα εργαλεία βασανισμού των αντικαθεστωτικών. Η Κωνσταντίνου αποτυπώνει αφαιρετικά τις δύο μορφές εσταυρωμένων αλλά και της γυμνής πενθούσας που υποδηλώνουν τον πόνο τους με τη στάση τους.
Η «Σταύρωση» λειτουργεί για τους δύο σύγχρονους έλληνες εικαστικούς καλλιτέχνες, όπως και για τους δυτικούς ομότεχνούς τους, ως όχημα για να εκθέσουν τα δικά τους ερωτήματα σχετικά με τον κόσμο και τη δημιουργία. Χωρίς να φοβηθούν τον ανοιχτό διάλογο με την παράδοση. Και χωρίς να παρασυρθούν από τις εύκολες λύσεις της αναπαραγωγής στερεότυπων, ιδεοληπτικών ή πρωτοποριακών. 
Εισχωρούν, θα έλεγα, στη σύγχρονη τέχνη, όπως ο νεοεξπρεσιονιστής ανατολικογερμανός ζωγράφος Γκέοργκ Μπάζελιτς με τον «Χορό γύρω από τη Σταύρωση» από το 1983. Όπου ο εσταυρωμένος παριστάνεται σύμφωνα με το κλασσικό ιδίωμα του Μπάζελιτς ανάποδα, ως μια επίπεδη βαμμένη μπλε φιγούρα.
Διαδηλώνουν, όπως αυτός στο μανιφέστο του 1961, ότι «η βλασφημία είναι καλλιτεχνική ελευθερία» και  ότι το έργο τους «είναι μόνον μια εικόνα και όχι ο Ιησούς Χριστός». Αντιστέκονται στη γενικευμένη αποσύνθεση και προβάλλουν την τέχνη ως μέσο αυτογνωσίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: