6/1/12

Μάρτα

ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΓΟΥΔΕΛΗ
Δημήτρης Πετσετίδης- Αρσιβαρίστας
Κοιτάζοντας αφηρημένη από το παράθυρο ενός τρένου ή ενός νυχτερινού λεωφορείου. Νεορεαλιστική. Ή μάλλον πιο κλασική. Αλλά όχι ντοστογιεφσκική. Θα ήταν υπερβολικό. Όμως... Δεν βλέπει απέναντί της έναν Ραγκόζιν[1], βέβαια, μα δεν θα της λείψει η ατμόσφαιρα, που η ίδια θα δημιουργήσει. Προς το παρόν  την απασχολεί το άγνωστο περιβάλλον που πρόκειται να συναντήσει. Αυτή δεν πηγαίνει συστημένη, όπως εκείνη η κυρία του ρομάντζου, σε  κάποιον Ρότσεστερ[2] στην Αγγλία ή στις Αντίλλες. Η πρόσκληση ήταν από την εξαδέλφη της Έλενα, που στην Αθήνα κάπου περιποιείται έναν κατάκοιτο.
Το περίεργο είναι ότι σε κάποιες στιγμές δεν σκέφτεται το σκοτεινό προορισμό, ούτε τα παιδιά της, αλλά το φτηνό μπρικ που της κατάσχεσαν οι τελωνειακοί στα σύνορα. Θα μπορούσε να είναι πιο ανήσυχη, όμως δεν ξέρει γιατί μια εμπιστοσύνη στις δυνάμεις της κάνει τις αρθρώσεις της πιο δυνατές. Τεντώνεται. Σαν να έχει εξασφαλισμένη τη ζωή της από εδώ και πέρα. Κανείς δεν της έχει μιλήσει για τα αυθαίρετα δικαιώματα που αποκτούν με το χρόνο κάθε είδους "συνοδοί". Εκείνη έχει κρατήσει την αηδιαστική εικόνα τον λογοτεχνικού υπηρέτη που τρεφόταν από τα μασημένα του τσαρικού κυρίου του[3], μα τώρα την αφήνει πίσω της κι αυτή, όπως το γρήγορο τοπίο έξω. Φυσικά δεν φαντάζεται ότι πολύ σύντομα θα της ζητήσουν να απαγγείλει Λέρμοντοφ, που αποστήθιζε στο σχολείο. Πάντως κάτι αόριστο της επιβάλλεται και την καθησυχάζει. Ίσως καταλαβαίνει ότι στο βάθος έχει υπερβεί το όριο, γι' αυτό νιώθει μάλλον ελεύθερη. Θα βρει τη διεύθυνση εύκολα. Σαν να ήξερε το σπίτι. Και τους δρόμους. Δεν αιφνιδιάσθηκε από τίποτα, όπως το περίμενε. Κανείς δεν την ακολούθησε. Μόνο στον ύπνο της καμιά φορά φοβάται και γυρίζει το κεφάλι στο σκοτάδι. Ξέρει ότι ο αληθινός της εχθρός δεν είναι ο νέος της κύριος, που περιποιείται. Αυτός είναι ο προσωρινός της σταθμός: ένα διάλειμμα στο ταξίδι που αποφάσισε. Όχι ότι δεν την αποσπούν οι λεπτομέρειες της νέας ζωής από τα σχέδιά της. Όμως είναι ασκημένη να μένει κάτω από το νερό για πολύ. Και οι μικροί κίνδυνοι, που διαφαίνονται, την προκαλούν. Βλέπει καθαρά, χωρίς την ανυπομονησία εκείνου που ζητά την πρώτη του ευκαιρία. Θυμάται, με περιφρόνηση σχεδόν, την ταινία με τον Άγγλο στρατιωτικό, που  υπηρέτησε στην παλιά Ινδία, και τώρα στη νέα, ηλικιωμένος πια και ανήμπορος, οι πρώην υπηρέτες του, αποκαταστημένοι πια μικροαστοί, τον εξοντώνουν αργά στην καθημερινότητά του με εκδικητική απόλαυση[4]. Δεν απειλείται από τον εαυτό της με τον ίδιο τρόπο. Γιατί αγαπά αυτό που κάνει, χωρίς  να νιώθει φιλάνθρωπη: αφού αδιαφορεί στο βάθος για την αμοιβή που τόσο χρειάζεται. Γνωρίζει από ικετευτικά σώματα. Τα αναλαμβάνει αυθόρμητα σαν να είναι μόνη μαζί τους στον κόσμο. Δεν θα υπάρξει σε λίγο άλλος τόσο οικείος στον άρρωστο ή τον πρεσβύτη όσο εκείνη. Θα της το αναγνωρίσουν ακόμα και οι πιο κοντινοί του συγγενείς. Χωρίς, βέβαια, να μοιάζουν  ηττημένοι. Δεν θα της έκαναν ποτέ αυτό το δώρο. Αν και η σιωπηλή της παρουσία στο σπίτι έχει μια επιβολή, που δεν θέλουν να ομολογήσουν. Εκείνη από την πλευρά της πάλι, το μόνο που δεν επιθυμεί είναι ο ανταγωνισμός. Δεν έχει χρόνο για εχθρότητες, που θα αφαιρούσαν αισθήματα από τη αφοσιωμένη της προσήλωση στον κύριο της. Έχει προ πολλού ξεχάσει σχεδόν ότι είναι εργοδότης αυτός που τώρα της κρατά το  μπράτσο βαδίζοντας με δυσκολία, μόλις πριν από λίγο έρμαιο των γυμνών φροντίδων της στο λουτρό ή στο κρεβάτι. Πολλές φορές ξυπνά ένοχη από την υπερβολή της, θέλοντας να ξεφύγει από τις δεσμεύσεις που μόνη της δημιούργησε. Αρχίζει να αναπολεί επίτηδες τους δικούς της με επιμονή, κατορθώνοντας σαν αντίδοτο να μισήσει σχεδόν τον άνθρωπο που υπηρετεί. Αλλά γρήγορα συνέρχεται και του προσφέρει πάλι βιαστικά το μαστό της. Στο δωμάτιο επικρατεί γαλήνη, όπως τότε που γαλάκτιζε το παιδί της. Εκείνες οι στιγμές είναι μοναδικά δικές της. Εάν μπορούσε θα σκηνοθετούσε τη σκηνή καλύτερα: μπροστά σε μεγάλο καθρέφτη να εικονίζεται τυλιγμένη σε άσπρο σεντόνι και το γηραιό βρέφος παραιτημένο στο στέρνο της. Προς το παρόν αποφεύγει τις φαντασιώσεις, που κάπως την κάνουν να δραπετεύει από τα επείγοντα της ημέρας: δηλαδή να οργανώσει καλύτερα την άμυνά της στο σπίτι, κρατώντας τον κύριό της μακριά από τους εχθρούς. Η πιο έμπιστή του είναι αυτή και δεν χρειάζεται να της το πει κανείς. Ούτε ο ίδιος που υπηρετεί, ας της το δείχνει με χίλιους τρόπους. Εκείνη, αυθόρμητα, δεν θέλει την ευγνωμοσύνη του, και θυμώνει περισσότερο με τον εαυτό της που έχει δώσει την αφορμή. Ζητά μόνο την αγάπη του, σαν να είχαν γνωριστεί νέοι, σε άλλες περιστάσεις. Όχι ότι και τότε δεν θα τον υπηρετούσε πιστά, όπως εκείνη ξέρει, μα τώρα καταλαβαίνει ότι αυτός δεν έχει διαφορετική επιλογή από ένα ρόλο που του ανέθεσαν, κυρίως η ίδια. Όταν, λοιπόν, την  κοιτάζει με πίστη στα μάτια και ψιθυρίζει υπερβολές, χαϊδεύοντάς την αγχωμένα, σαν να βρίσκεται μια σύσπαση πριν από την τελευταία εκπνοή, τον απεχθάνεται. Ένιωσε έτσι πολλές φορές με τα παιδιά της, όταν ερμητικά στον κόσμο τους, στον οποίο έπρεπε να υπάρχει, της στερούσαν οξυγόνο. Φυσικά, γρήγορα επανερχόταν σε μια άγνωστή της ηρεμία, που πάντα την προκαλούσε. Αυτή η βεβαιότητα που την πλημμύριζε δεν μπορούσε να  την εξηγήσει. Προερχόταν, μάλλον, έλεγε, από μια συσπειρωμένη αντοχή, που εμφανιζόταν σωτήρια στις πιο κρίσιμες καταστάσεις. Τότε, απορούσε με ό,τι κρυφό  μέσα της ήταν σε θέση να την σώζει. Προσωρινά, όμως, σαν να της φανέρωνε τη διπλή του ταυτότητα το σφρίγος που τώρα την έκανε να επιπλέει. Χωρίς μεγάλες υποσχέσεις διάρκειας, όμως. Οπότε δεν είχε χρόνο να την απασχολήσει, όσο θα έπρεπε, ο άλλος: ακόμα και αυτός που θα της έλυνε τα πιο δύσκολα προβλήματα. Όπως ο ηλικιωμένος που έχει αφεθεί στα χέρια της τώρα και της προσφέρει εξουσία. Στο δωμάτιό της αργά το βράδυ, όταν δεν βλέπει δορυφορική, κοιτάζει τον τοίχο ή το κενό. Προσπαθεί να διακρίνει, σαν να είναι ζωντανός οργανισμός, όσα συγκεχυμένα κάνουν το σφυγμό της ακανόνιστο, ζητώντας μάταια μιαν απάντηση. Δεν καταλήγει πουθενά και κοιμάται για να διώξει κάθε αμφιβολία. Και ενοχή, προπαντός. Πολλές φορές το πρωί νιώθει ότι έχει κάνει κάποιο βήμα, που την βοηθά να είναι πιο αποφασιστική. Ας αναρωτιέται τι είναι αυτό που την βοηθά να κρατά τον κύριό της στον αφρό, ενώ θα  την ωφελούσε η απώλειά του: αυτό τολμά να το παραδεχθεί, κάποιες άδειες στιγμές, και ανησυχεί με τον εαυτό της. Δεν θέλησε ποτέ να πάρει τη διαθήκη που της προσφέρει εδώ και καιρό ο ηλικιωμένος επίμονα, έτσι κι αλλιώς, καίτοι νιώθει να αυτοτιμωρείται. Δεν της αρέσει η ιδέα της θυσίας, που θα ήταν ο καλύτερος λόγος να δικαιολογεί την παρουσία της εκεί. Κάτι αόριστα ακλόνητο την κάνει να πιστεύει ότι είναι πλασμένη να εξυπηρετεί με αυταπάρνηση. Αν και όλοι γύρω της νομίζουν ότι κρατά για την ίδια τα λιγότερα. Επειδή δεν ξέρουν ότι εκείνη αναπνέει μέσα από αυτό που κάνει, χωρίς να ενδιαφέρεται για ανταπόδοση. Της αρκεί η θερμή εκμηδένιση του κυρίου της γι' αυτήν, που δεν την παρηγορεί απλώς αλλά της χαρίζει την ποθητή προτεραιότητα στα πάντα: μια θέση που της αξίζει και δεν ντρέπεται να την  αποδεχθεί σιωπηλά. Μόνον αν έβλεπαν οι άλλοι τα αγέρωχα μάτια της, όχι πάνω από την ερωτική διάλυση του κυρίου της αλλά όταν αυτός της δείχνει τις κρυμμένες φωτογραφίες και τα παράξενα συλλεκτικά μιας ζωής- σαν να της εμπιστεύεται στα τελευταία του το πιο ανομολόγητο αμάρτημα του- τότε ίσως έσκυβαν το κεφάλι.

Ο Τάσος Γουδέλης (Αθήνα, 1949) είναι πεζογράφος και κριτικός κινηματογράφου και συν-διευθύνει το περιοδικό Το δέντρο. Το τελευταίο του βιβλίο, «Η παρουσία», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.

[1] Ένας από τους πασίγνωστους ήρωες του ντοστογιεφκικού Ηλίθιου.
[2] Πρόκειται, βέβαια, για τον ήρωα της ΄Σαρλότ Μπροντέ στο Τζέιν Έιρ, στο Η πλατιά Θάλασσα των Σαργασσών της επίσης βρεττανίδας Τζιν Ρις (1894-1979) και στο Περπάτησα με ένα ζόμπι ,την ταινία των Ζακ Τουρνέρ και Βαλ Λιούτον.
[3] Ο χαρακτήρα προέρχεται από τον Ήρεμο Ντον του  ρώσου νομπελίστα Μιχαήλ Σολόχοφ (1905-1984).
[4] Αναφορά στο βρεττανικό φιλμ Staying on (1981) του Σίλβιο Ναριτζάνο, με τους Τρέβορ Χάουαρντ και Σίλια Τζόνσον.  

Δεν υπάρχουν σχόλια: