3/12/11

Ξεχάστηκε

ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΝΘΗΣ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ
Δημήτρης Πετσετίδης- Αναγνώστες
Στην ραχοκοκαλιά, εκεί εστιαζόταν· από εκεί ξεκινούσε και εκεί τελείωνε. Άπονος, συνεχής αλλά κυμαινόμενος, ακατάβλητος, κυρίαρχος. Είχε κατακτήσει το έδαφος του συγκεκριμένου μέρους του σώματος και είχε λάβει γην και ύδωρ: αμέριστη προσοχή, που κάποια στιγμή θα κατέληγε σε άνευ όρων παράδοση. Επιβαλλόταν και κατέστρεφε τις πιο ακατάλληλες στιγμές· τις στιγμές τής χαλάρωσης των αντανακλαστικών, τις στιγμές τής μονίμως επιδιωκόμενης γαλήνης. Τόσο σταθερή, δε, τόσο βέβαιη είχε καταλήξει η παρουσία του, ώσπου κάποτε εμφανίστηκε αυτοπροσώπως.

Την συνηθισμένη ώρα ήρθε και θρονιάστηκε στο σαλόνι. Και περίμενε. Περίμενε υπομονετικά ο άπονος Πόνος. Είχε όλον τον χρόνο να εξετάσει τις αντιδράσεις τού προ πολλού κερδισμένου αντίπαλου. Πώς θα συστρεφόταν στο κάθισμά του. Πώς θα άλλαζε θέση στα μαξιλάρια για να ανακουφίσει την πλάτη του. Πώς θα ανέβαζε πότε το ένα και πότε το άλλο πόδι λυγισμένο στον καναπέ. Πώς θα επέλεγε ακόμα και τη στάση της γοργόνας, με την ψαρίσια ουρά διπλωμένη στο πλάι, για να ανακουφίσει την μέση του. Πώς θα άπλωνε τελικά και τα δύο πόδια πιάνοντας όλον τον διαθέσιμο χώρο.
Καθόταν και περίμενε. Περίμενε πότε ο αντίπαλος θα απαυδήσει. Πότε θα αποφασίσει να τον ποτίσει με κάτι για να τον κατευνάσει. Πότε θα δηλώσει υποταγή και μετάνοια που τόλμησε να πιστέψει πως θα ζούσε χωρίς αυτόν. Το εξεταστικό βλέμμα του είχε γίνει τόσο έντονο, όπως κάθε φορά που προσπαθούσε να απομυζήσει την ικμάδα της ζωής, ώστε ξεχάστηκε να κοιτάζει. Ξεχάστηκε και ξέχασε.
Ξέχασε πως, όταν ξεπερνούσε ένα ορισμένο χρονικό όριο, το καταραμένο έντονο βλέμμα του είχε την ικανότητα να δίνει υπόσταση σε ολόκληρο το απαίσιο κορμί του. Ένα κορμί φτιαγμένο από κραυγές και ουρλιαχτά, από μώλωπες και χειρουργικά ράμματα, από ακρωτηριασμούς και πυώδεις φλύκταινες. Δεν προτιμούσε πάντως να εμφανίζεται αυτοπροσώπως. Σιχαινόταν και ο ίδιος να βλέπει τον εαυτό του. Είχε ιδιαίτερη αδυναμία στην ομορφιά, γι’ αυτό και η μεγαλύτερη χαρά του ήταν να την καταστρέφει στους άλλους, διατηρώντας την ελπίδα πως κάποτε θα γινόταν αυτό που ο Σατανάς τού είχε υποσχεθεί: θα έκλεβε την ομορφιά ενός πεθαμένου ή έστω κατά κράτος νικημένου αντιπάλου και το παρουσιαστικό του θα άλλαζε δια παντός. Θα γινόταν όμορφος, ζηλευτός, αγαπητός ακόμα. Τότε δεν θα είχε ανάγκη τους αντιπάλους του. Τότε θα άλλαζε επάγγελμα. Μέχρι που να γίνει αυτό, ωστόσο, έπρεπε να τους βασανίζει, χαιρόταν να τους βασανίζει, όμορφους ή άσχημους αδιάφορο. Τρεφόταν από την δυστυχία τους. Τελικά, του άρεσε η δουλειά του.
Ξεχάστηκε και ξέχασε. Είχε γίνει ορατός. Και ο αντίπαλος είχε κυλήσει από τον καναπέ στο πάτωμα. Νεκρός. Καρδιακή προσβολή από τον τρόμο που του προκάλεσε το θέαμα του Πόνου. Νεκρός. Κρίμα που δεν ήταν όμορφος.

Η Μαριάνθη Χατζηαντωνίου (Αθήνα, 1968) είναι εκπαιδευτικός και δεν έχει εκδώσει βιβλίο πεζογραφίας 

Δεν υπάρχουν σχόλια: