3/12/11

Κείμενα της Κυριακής

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΡΘΑΛΙΤΗΣ, Ο καθρέφτης της Ηρωδιάδος, εκδόσεις Ευθύνη, σελ. 208

«Κέντρωνες για τη λογοτεχνία» χαρακτηρίζει τα κείμενα που συλλέγει εδώ ο Γιώργος Βαρθαλίτης, δημοσιευμένα, πλην ενός, στις πολιτιστικές σελίδες της κυριακάτικης Αυγής. Είναι ένας χαρακτηρισμός που προτάσσεται στο εξώφυλλο του βιβλίου, και άρα δεν μας επιτρέπει την παράκαμψή του, ίσως μάλιστα θέλει να μας οδηγήσει σε έναν τρόπο ανάγνωσης αυτών των κειμένων. Βέβαια, το λογοτεχνικό είδος του κέντρωνα αναφέρεται στην οιονεί «πρωτότυπη» λογοτεχνία, όπου σπαράγματα ή και ολόκληρα τμήματα λογοτεχνικών έργων περιλαμβάνονται αυτούσια στις καινούριες λογοτεχνικές συνθέσεις. Ένα πολύ παλαιό είδος, που η ανάσυρσή του, καθώς και η επικαιρότητά του, προέκυψαν από τις ανάλογες αφηγηματικές πρακτικές της μεταμοντέρνας λογοτεχνίας.

Τι γίνεται όμως όταν έχουμε να κάνουμε με μη αφηγηματικά κείμενα, όπως αυτά που συγκροτούν τον παρόντα τόμο; Ο ίδιος ο Βαρθαλίτης πιστεύει πως «δεν είναι ούτε ακριβώς άρθρα, ούτε φιλολογικές μελέτες, ούτε δοκίμια». Και έτσι, σπεύδει να τα χαρακτηρίσει κέντρωνες. Η προφανής εξήγηση βρίσκεται σε αυτό το «δεν είναι ούτε ακριβώς», βρίσκεται στη μείξη διαφορετικών ειδών κειμένων μέσα στο βιβλίο, αλλά κυρίως στον χαρακτήρα τους, αφού ο Βαρθαλίτης δεν «εκθέτει τις απόψεις του» επί θεμάτων της τέχνης τη γραφής, αλλά πρόκειται για κείμενα που συζητούν το έργο άλλων, συνήθως άλλων ποιητών: το ξένο έργο είναι που αρδεύει, τροφοδοτεί, σφραγίζει τις σκέψεις του Βαρθαλίτη, ο οποίος, χαρακτηρίζοντας τα κείμενά του κέντρωνες, φαίνεται να αποδίδει τον οφειλόμενο φόρο τιμής.
Ερχόμαστε έτσι στο ύφος των κειμένων, το οποίο συνάδει απολύτως με μια τέτοια χειρονομία. Σεβαστικά προσεγγίζει τους προγόνους και τα κείμενά τους ο Βαρθαλίτης, νοιαζόμενος να φωτίσει μια λεπτομέρεια του προσώπου τους, απομακρύνοντας τα ξερόχορτα ή τα βρύα από το μέτωπό τους, αφήνοντας μικρές σπονδές στα πόδια τους. Γιατί μνημειωμένες είναι οι μορφές των ποιητικών προγόνων, αυτόχρημα δικαιωμένες, ακίνητες μέσα στο χρόνο.
Συνεχής και συστηματική η σπουδή του Βαρθαλίτη, κυρίως στη λυρική ποιητική μας παράδοση, ο λόγος του καλλιεργημένος, διστακτικός. Λόγος συντηρητικός, θα έλεγα, αν στην παρατεταμένη και γενικευμένη λαϊκίστικη νεοελληνική υστερία το συντηρητικό δεν είχε ταυτιστεί, τόσο εύκολα και τόσο απλουστευτικά, με το αντιδραστικό. Στην τέχνη, βέβαια, επειδή τα έργα και οι καλλιτέχνες δεν παλαιώνουν όπως οι πολιτικές μόδες και τα κόμματά τους, αλλά έχουν διάρκεια τρομακτική, η προτίμηση σε γόνιμες και ακόμη ενεργές απόψεις και ευαισθησίες άλλων δεκαετιών δεν συνεπάγεται καμία «καθυστέρηση», πόσο μάλλον οπισθοδρόμηση. Μοναδικό κριτήριο η αντοχή στο χρόνο, δηλαδή η δυνατότητα αυτές να λειτουργούν μέσα στα νέα συμφραζόμενα. Αυτό είναι το υπόρρητο κριτικό στοίχημα κάθε τέτοιας απόπειρας, με το αποτέλεσμα είτε να δικαιώνει μια πνευματική στάση, εμπλουτίζοντας το παρόν, είτε να σαρώνει βίαια τις όποιες αξιώσεις.
Τέσσερις οι ενότητες του βιβλίου, με τους τίτλους τους, «Καβαφικά», «Σικελιανικά», «Βυζαντινά και νεοελληνικά», «Οικουμενικά», να ορίζουν το πεδίο των ενδιαφερόντων, αλλά και τον τρόπο θέασης, αφού οι δύο ποιητές των ομώνυμων ενοτήτων, καθώς και όσοι ακόμη περιλαμβάνονται στις άλλες δύο ενότητες, δεν είναι απλώς «θέματα» προς μελέτη, αλλά σημεία αναφοράς στο λυρικό σύμπαν του Βαρθαλίτη.
Παρά την επαρκή φιλολογική σκευή του, τα κείμενά του δεν είναι φιλολογικά, γιατί δεν «αναλύουν» κάποιο άλλο κείμενο, αλλά αρκούνται στο ελάχιστο, π.χ. στο να οικειοποιηθούν μια λεπτομέρειά του, και να τη συζητήσουν, να τη ζυμώσουν μέσα στο λόγο, ώστε να προκύψει νόστιμο το αποτέλεσμα. Δεν είναι κριτικά κείμενα, γιατί αποφεύγουν τις αξιολογικές κρίσεις, αφού το ζητούμενο, το εξαγόμενο, δεν είναι η παρέμβαση στο σώμα της λογοτεχνίας, η ανατροπή κάποιων σχημάτων, η θεωρητική γενίκευση, αλλά, αντίθετα, η συνεχής, αθόρυβη περιδιάβαση στον κήπο των φωτοσκιάσεων και στο σύμπαν των σταθερών σημασιών.
Κατά τη γνώμη μου, πρόκειται για άρθρα, άρθρα εφημερίδας, που ανακαλούν όλη εκείνη την καλή λόγια παράδοση των φιλολογικών επιφυλλίδων, οι οποίες έθεταν ένα θέμα, δίχως να το εξαντλούν∙ αλλά το έθεταν, τόσο όσο χρειάζεται ο νωχελικός κυριακάτικος αναγνώστης, για να μεταφερθεί από τις έγνοιες της καθημερινότητας στις διαχρονικές εκτάσεις της τέχνης. Κι εκεί ακριβώς τον άφηναν – αυτό κάνουν και τα κείμενα του Βαρθαλίτη...

Δεν υπάρχουν σχόλια: