26/11/11

Η μεγάλη εικόνα της κρίσης

ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΔΡΑΓΑΣΑΚΗ

ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΑΣΚΟΣ, ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ, Από τον Κέυνς στη Θάτσερ, χωρίς επιστροφή, εκδόσεις ΚΨΜ, σελ. 218

Οι δύο συγγραφείς πιστεύουν, και κατά τη γνώμη μου ορθά, πως οι κρίσεις δεν μπορούν να κατανοηθούν έξω από τις συνθήκες που τις δημιούργησαν. Όσα συμβαίνουν, δηλαδή, στη χώρα μας, την Ευρώπη και τον κόσμο, μετά το 2008, είναι άμεσα συνδεδεμένα με το καθεστώς συσσώρευσης του κεφαλαίου και τις διευθετήσεις γενικότερα που διαμορφώθηκαν μετά την προηγούμενη παγκόσμια καπιταλιστική κρίση των αρχών της δεκαετίας του ’70.
Αν η εκείνη η κρίση σημάδεψε το τέλος της «χρυσής», όπως έχει αποκληθεί, μεταπολεμικής εποχής του καπιταλισμού και του κεϋνσιανού υποδείγματος, η τρέχουσα κρίση πρέπει να κατανοηθεί εξ αρχής, ανεξάρτητα από τις ιδιαιτερότητες που μπορεί να έχει σε επιμέρους χώρες, ως μια κρίση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Οι συγγραφείς, λοιπόν, με τρόπο συνοπτικό αλλά και περιεκτικό, συγκροτούν τη «μεγάλη εικόνα» της τρέχουσας κρίσης, ως μια κρίση των βασικών υποδειγμάτων που ανέδειξε ο καπιταλισμός του 20ού αιώνα: τόσο του κεϋνσιανού, που προϋπήρξε, όσο και του νεοφιλελεύθερου, που ήδη ζούμε.
Με την έννοια αυτή, η τρέχουσα κρίση συνιστά μια πρόκληση για την Αριστερά. Για να υπερασπισθεί τους εργαζόμενους και τη δημοκρατία, αλλά και για να ανοίξει τους νέους δρόμους που η εποχή μας απαιτεί, η Αριστερά χρειάζεται να δράσει όχι με όρους αυτοσυντήρησης ή εκλογικής ενίσχυσης και μόνο. Πρέπει να ανακτήσει τη δυνατότητα να λειτουργήσει με όρους ηγεμονίας, σε έναν αγώνα πολυεπίπεδο, κοινωνικό, ιδεολογικό, και πολιτικό ταυτόχρονα.
   

Η πάλη για την ηγεμονία

Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από την ανάλυση του τρόπου με τον οποίο απάντησε η Αριστερά, κυρίως στην Ευρώπη, στην προηγούμενη κρίση. Οι συγγραφείς εντοπίζουν πολλά προβλήματα. Η Αριστερά, μετά την καπιταλιστική κρίση των αρχών της δεκαετίας του ’70:
α. Δεν μπόρεσε να εκφράσει πολιτικά τις νέες ανάγκες, τις νέες αξιακές ιεραρχήσεις και τα νέα αιτήματα που ανέδειξε ο Μάης του ’68, ή άργησε πολύ να το κάνει.
β. Συνέχισε να προτάσσει τις εθνικές απαντήσεις και τις εθνικές μορφές δράσης, όταν η νέα φάση ανάπτυξης του καπιταλισμού και ορμητικής διεθνοποίησης του κεφαλαίου έφεραν στο προσκήνιο νέες αντιθέσεις που απαιτούσαν μια νέα σχέση ανάμεσα στην εθνική και τη διεθνή δράση.
γ. Σε ορισμένες περιπτώσεις στράφηκε στον κυβερνητισμό, τον οποίο και απολυτοποίησε. Ο εκφυλισμός τού άλλοτε πανίσχυρου ΚΚ Ιταλίας μέσα από κεντροαριστερά εγχειρήματα, η αποτυχία του κοινού προγράμματος ΚΚ και Σοσιαλιστών στη Γαλλία, η μετάλλαξη του εργατικού κόμματος στη Βρετανία σε σημαιοφόρο του νεοφιλελευθερισμού, αποτελούν ορισμένα συναφή αρνητικά παραδείγματα. Μια στρατηγική ήττα της Αριστεράς είχε επομένως συντελεστεί πολύ πριν το 1989, που για να ξεπεραστεί χρειάζεται μια συστηματική και σε βάθος προσπάθεια.
Οι συγγραφείς θέτουν προς συζήτηση ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, παλιών και καινούριων, και μας καλούν να σκεφτούμε για την ανάγκη υπέρβασης του οικονομισμού, την ανάδειξη του αξιακού φορτίου και του μετασχηματιστικού ρόλου της Αριστεράς, την επανεξέταση της στρατηγικής και της τακτικής της Αριστεράς στην εποχή μας, τις κοινωνικές συμμαχίες, τα άμεσα και τα μεταβατικά αιτήματα γύρω από τα οποία πρέπει η Αριστερά να εστιάσει την προσοχή της.     

Δημοκρατία και ανισότητες

Η ανάλυση της κρίσης φέρνει σε κεντρική θέση το ζήτημα της Δημοκρατίας και των κοινωνικών ανισοτήτων ως δύο αλληλένδετους παράγοντες, που συνδέονται αφ’ ενός με τον πυρήνα των αιτιών της κρίσης και ταυτόχρονα αποτελούν δύο βασικούς άξονες της πάλης για τη διέξοδο από την κρίση και τη συγκρότηση μιας σύγχρονης στρατηγικής της Αριστεράς.
Καταδεικνύεται πως βασικό αποτέλεσμα της πολιτικής του νεοφιλελευθερισμού, και αιτία της κρίσης που ζούμε, ήταν η ιστορικών διαστάσεων ανισοκατανομή των εισοδημάτων και του πλούτου, και τα προβλήματα που αυτή δημιούργησε τελικά όχι μόνο στους εργαζόμενους αλλά και στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Η διαδικασία αυτή  δεν θα μπορούσε να συμβεί, τουλάχιστον στην έκταση που συνέβη, χωρίς τη συρρίκνωση της Δημοκρατίας, την αποδυνάμωση των συνδικάτων, τη λογική των μονόδρομων και την περιθωριοποίηση κάθε διαφορετικής άποψης. Συρρίκνωση της Δημοκρατίας λοιπόν και διεύρυνση των ανισοτήτων λειτούργησαν ως δύο διαδικασίες αλληλοτροφοδοτούμενες.
Αν αυτό συνέβη πριν από την εκδήλωση της κρίσης, τώρα, μετά την εκδήλωσή της, στα δύο αυτά πεδία συντελούνται εξελίξεις εκρηκτικών διαστάσεων, αφού τα βάρη της κρίσης φορτώνονται στους εργαζόμενους, και η Δημοκρατία, ακόμη και υπό τη συρρικνωμένη της μορφή, είναι ενοχλητική. Η σχέση έτσι καπιταλισμού και δημοκρατίας, και τα όρια της σχέσης αυτής, μπαίνουν ξανά σε δοκιμασία.
Δεν μένει λοιπόν καμία αμφιβολία πως τα ζητήματα της διανομής και αναδιανομής των εισοδημάτων και του πλούτου (μισθοί, φόροι, ιδιωτικοποιήσεις, δημόσια αγαθά), των δικαιωμάτων και εκείνα της δημοκρατίας (υπεράσπιση, διεύρυνση με κοινωνικό περιεχόμενο, και μορφές άμεσης δημοκρατίας) μπορεί να μην εξαντλούν τον ορίζοντα μιας στρατηγικής της αριστεράς, όμως δεν μπορεί να υπάρξει τέτοια στρατηγική αν δεν εξασφαλίζει μια κεντρική θέση σ’ αυτά.

Ο «πειρασμός» της επιστροφής...

Θα μπορούσε η διέξοδος από αυτή την κρίση να αναζητηθεί σε μια «επιστροφή»; Οι συγγραφείς αναφέρονται σε μια επιστροφή στη μεταπολεμική «χρυσή εποχή» του καπιταλισμού, όμως, νομίζω, ο «πειρασμός» μιας επιστροφής δεν περιορίζεται  σε αυτή τη μορφή. Η «επιστροφή» π.χ. στα καθεστώτα του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού δεν έχει πάψει να συνιστά τον πυρήνα της στρατηγικής τμημάτων της Αριστεράς στη χώρα μας. Αλλά και προτάσεις που ακούγονται στο χώρο της Αριστεράς για έξοδο από το ευρώ, έχουν ως σημείο αναφοράς την Ελλάδα των δεκαετιών του ’70 και του ’80: οι τράπεζες ήταν κρατικές σε ποσοστό μέχρι 80% - 90%, οι επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας ανήκαν στο κράτος, ενώ υπήρχαν έλεγχοι συναλλάγματος και δασμοί. Αλλά αυτό ακριβώς το μοντέλο ήταν που οδηγήθηκε σε κρίση.  
Ο πειρασμός της επιστροφής λοιπόν είναι ισχυρός και ενδεχομένως θα γίνει ισχυρότερος μέχρις ότου οι κοινωνικοί και οι πολιτικοί αγώνες κάνουν ορατούς νέους τρόπους παραγωγής και διανομής, που να απαντούν στις ανάγκες των ανθρώπων και των κοινωνιών. Ορθά οι συγγραφείς επισημαίνουν ότι ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι μια παρένθεση που μπορεί να κλείσει εύκολα αν δεν ηττηθεί σε έναν ευρύτερο διεθνή ορίζοντα. Εκτός αυτού, τα αποτελέσματα του νεοφιλελευθερισμού και τα κεκτημένα του κεφαλαίου συγκροτούν ήδη μια νέα πραγματικότητα. Οι διευθετήσεις λοιπόν του χθες, ακόμη κι αν μπορούσαν να εφαρμοστούν ξανά, δεν μπορούν να δώσουν απαντήσεις στα προβλήματα του σήμερα.

...και η ανάγκη για νέους δρόμους

Τα παραπάνω μας επιτρέπουν να δούμε ότι η Αριστερά σήμερα καλείται να ανταποκριθεί σε μεγάλα και σύνθετα καθήκοντα. Το πρώτο, και πιο προφανές, είναι η αντίσταση, με στόχο την υπεράσπιση των κοινωνικών και των πολιτικών δικαιωμάτων. Οι συγγραφείς δεν αποκλείουν μια έξοδο από την κρίση, με τη λογική του κεφαλαίου. Προειδοποιούν όμως πως μια τέτοια διέξοδος θα απαιτούσε μια ακόμη μεγαλύτερη ήττα του κόσμου της εργασίας, βίαιη επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου, και ενδεχομένως διακινδύνευση της ίδια της δημοκρατίας, μέσω της προώθησης βίαιων πρακτικών καταστολής και αυταρχικών θεσμικών ρυθμίσεων. Μια τέτοια διέξοδος παίρνει τη μορφή ενός κοινωνικού πολέμου, με στόχο τη διαμόρφωση μόνιμων συνθηκών καθυπόταξης της εργασίας στο κεφάλαιο, και τη δημιουργία συνθηκών αυξημένης κερδοφορίας και έναρξης ενός νέου  ανοδικού κύκλου, υπό τη μορφή ενός νέου κερδοσκοπικού επεισοδίου. Έναν τέτοιο πόλεμο έχουμε πράγματι στη χώρα μας από τον Μάιο του 2010, με την εφαρμογή του Μνημονίου υπό τη εποπτεία της τρόικα, στο όνομα της μείωσης του Δημόσιου Χρέους και των ελλειμμάτων.
Η Αριστερά λοιπόν είναι αντιμέτωπη σήμερα με ένα διπλό καθήκον: την αντίσταση στον πόλεμο αυτό, την άμυνα, για τον περιορισμό έστω ή την επιβράδυνση των καταστροφών. Και ταυτόχρονα την προέκταση και τη διεύρυνση του ορίζοντα αυτού του αγώνα, με το άνοιγμα νέων δρόμων μέσα από μεταβατικά αιτήματα και διεκδικήσιμους στόχους. Έτσι ώστε να αναδειχθεί σε δύναμη αποτελεσματικής αντίστασης αλλά και αλλαγής και μετασχηματισμού της κοινωνίας.
Οι συγγραφείς κλείνουν το βιβλίο τους με προτάσεις για επιλογές, πολλές από τις οποίες τις θέτουν με διλημματικό τρόπο. Πράγματι, αυτή η κρίση μας επιβάλλει να κάνουμε επιλογές. Ταυτόχρονα όμως μας επιβάλλει να βρούμε δρόμους ενότητας. Γνωρίζουμε καλά πως το πρώτο χωρίς το δεύτερο μπορεί να οδηγήσει σε νέους κατακερματισμούς και διασπάσεις, αλλά και μια ενότητα με τη μορφή της συνάθροισης δεν θα έχει βάθος και σταθερότητα. Η ανάπτυξη λοιπόν μιας κουλτούρας ειλικρινούς διαλόγου και η αναζήτηση των όρων κοινής δράσης, και ενότητας μέσα από τη διαφορετικότητα είναι από τα πιο επείγοντα καθήκοντα των καιρών μας. Το βιβλίο των Λάσκου και Τσακαλώτου είναι μια σημαντική συμβολή σε αυτόν ακριβώς το διάλογο.

Ο Γιάννης Δραγασάκης είναι οικονομολόγος και πρώην βουλευτής του ΣΥΝ

Δεν υπάρχουν σχόλια: