ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
Αν θελήσουμε να ορίσουμε μακροσκοπικά το πνευματικό στίγμα του Γιώργου Μαρκόπουλου, θα πρέπει να διακρίνουμε τρεις περιοχές. Η πρώτη είναι αυτή της λαϊκότητας, και της συνακόλουθης πολιτικότητας. Η δεύτερη είναι η περιοχή του λυρισμού, με το έντονο υπαρξιακό χρώμα. Η τρίτη είναι η περιοχή της κριτικής σκέψης και του στοχασμού, που εκφράζεται είτε με την ποίηση ποιητικής είτε με το πλούσιο και απλόχερα χαρισμένο κριτικό έργο του. Τρεις περιοχές που εν μέρει συμπίπτουν, αλλά συνεχώς μετατοπίζονται, αλλάζουν σχήμα και χρώμα, όπως στα γραφήματα των μετεωρολογικών προβλέψεων.
Εστιάζοντας τώρα πάνω στις γραμμές των στίχων του Μαρκόπουλου, θεωρώ πως η ποίηση προκύπτει μέσα από τις συγκλίσεις, τις αποκλίσεις, και κυρίως τις τριβές αυτών των τριών περιοχών, που σαν τεράστιες συσσωματώσεις, ιστορίας, προσωπικής μνήμης και ιδεών, έρχονται σε επαφή και παράγουν εντάσεις λυρικές, σπινθήρες ηλεκτρικούς, φορτίσεις πολιτικές, και πάντα συνοδεύονται από εκείνο τον υπόκωφο θόρυβο που σείει το σύμπαν ολόκληρο, καθιστώντας τον ποιητή φυλλαράκι αδύναμο αλλά παλλόμενο, που μας δίνει τους ήχους τού τραγουδιού, όπως το λέει ολόκληρο το είναι του.
Αν, λοιπόν, αυτή είναι η διαδικασία, οι προϋποθέσεις και οι συνθήκες παραγωγής της ποίησης του Μαρκόπουλου, ας δούμε ποια είναι τα χαρακτηριστικά της.
Γήινη είναι οπωσδήποτε η ποίηση του Μαρκόπουλου, εκκινώντας από το χωριό του, την πάλαι ποτέ ένδοξη Μεσσήνη, από τις αυλές της, τις χάρες της και τους πόνους της, ανακαλώντας στιγμιότυπα μιας ζωής ανεπιτήδευτης αλλά υποψιασμένης, σκληρής αλλά γλυκιάς, δοσμένης με εικόνες ρεαλιστικές αλλά όχι «ανακλαστικές», καθ’ ότι πάντα είναι φροντισμένες με αγάπη και μεράκι, και έτσι μας παραδίδονται ως εικόνες «πειραγμένες», τεκμήρια περισσότερο της ματιάς του ποιητή παρά της εικόνας των πραγμάτων. Την ίδια εστίαση, δηλαδή την ταπεινή, που βρίσκεται πιο κοντά στη γη και στον πόνο της πραγματικότητας, την διατηρεί και όταν η ματιά του περνά στο αστικό τοπίο, επιμένοντας στη θλίψη του προαστίου και της συνοικίας, ή προτιμώντας την ανήλιαγη εσωτερική αυλή της πολυκατοικίας, όπου διαδραματίζονται τα θαυμαστά του κόσμου.
Λαϊκή είναι οπωσδήποτε η ποίηση του Μαρκόπουλου, όχι μόνο γιατί εστιάζει το φακό του «χαμηλά», αλλά γιατί η φωνή του δονείται από τη συγκίνηση, το πάθος και τον πόνο, των τόπων, των ανθρώπων και των πραγμάτων: Πειραιάς, που λέγεται Περαίας, γκαρσονιέρα και φτηνό ξενοδοχείο με τη φιλεναδίτσα, Τρούμπα, και όλα τα πέριξ επαγγέλματα, λιμάνι με όλες τις ειδικεύσεις και τις «ειδικότητες», μαραμένα απογεύματα στα καφενεία απανταχού της χώρας, πάθη παντός είδους, εν τέλει ζωή, με όλους τους ανθρώπους της παρόντες και όλες τις καταστάσεις πιθανές.
Πολιτική είναι οπωσδήποτε η ποίηση του Μαρκόπουλου, ανοιχτά πολιτική, γιατί τις προηγούμενες εικόνες, τις γήινες και λαϊκές, δεν τις εγκαταλείπει ορφανές νοήματος. Τις ανάγει στο επίπεδο που χρειάζονται για να μιλήσουν τη φωνή τους, εγγράφοντάς τες μέσα σε ιστορικά συμφραζόμενα, π.χ. στην εποχή της χούντας, απ’ την οποία δεν διστάζει να ενσωματώσει μέσα στην ποίησή του μια τυπική περιγραφή μιας σκηνής βασανιστηρίων, συμπλέκοντας έτσι τις πολιτικές αναγωγές της ποίησής του με το αυτούσιο ύφος της εποχής, ως τεκμήριο ιστορικό και παρακαταθήκη αναστοχασμού.
Νεορεαλιστική είναι οπωσδήποτε η ποίηση του Μαρκόπουλου, γιατί το πάντα έντονο υπαρξιακό άλγος του καταφέρνει και το δαμάζει, το καθιστά πηγή του λυρισμού που συνέχει τις αδρές εικόνες του. Λέξη τη λέξη, αφαιρεί τα χρώματα, δηλαδή το θόρυβο που κάνουν πέφτοντας πάνω στο μάτι, και κρατά μόνο τις διαφορετικές εντάσεις, που αποτυπώνουν το ίχνος του καθενός στην κλίμακα του γκρίζου. Έτσι, χαμηλόφωνες, σχεδόν σιωπηλές είναι οι εικόνες του, μα γι’ αυτό το βλέμμα των προσώπων του τόσο διαπεραστικό.
Σουρεαλιστική είναι οπωσδήποτε η ποίηση του Μαρκόπουλου, γιατί πάντα μετατοπίζει την αφήγηση σ’ έναν χώρο ονειρικό, όπου κυριαρχούν οι ψυχοδραματικές καταστάσεις, όπου τα φύλα χάνουν και επιβεβαιώνουν την ταυτότητά τους, ενεργοποιούν και αποδομούν τον ερωτισμό τους, όπου η ξένη είναι τόσο λυπημένη όσο οικείος μάς είναι ο πόνος της, όπου ο ξένος είναι η λυπημένη, όσο πιο ξένος είναι με τον εαυτό του, όπου ο λυπημένος είναι τόσο λυπημένος που ούτε ως ξένη μπορεί να υπάρξει, ώστε να απαγκιάσει στις ξεχασμένες γωνιές της μνήμης.
...περιορίζομαι να σας υπενθυμίσω και πάλι ότι σ’ αυτή τη μικρή επαρχιακή πόλη θα μείνω. Χωρίς να θυμάμαι τίποτε από την πραγματικότητα. Αν αγάπησα π.χ., αν με αγάπησαν. Χωρίς να θυμάμαι ακόμη αν πλήγωσα, αν με πλήγωσαν, αν παντρεύτηκα...
-προπάντων αυτό-
Γιατί κάθε γυναίκα, την πρώτη νύχτα του γάμου της, ξυπνά πάντα χήρα του άντρα που ονειρεύτηκε.
Εξπρεσιονιστική είναι οπωσδήποτε η ποίηση του Μαρκόπουλου, γιατί, αντί να παραδοθεί στη γοητεία των ονειρικών εικόνων, αντί να κολυμπήσει στην αχλύ τους, πιέζει το φως, το συγκεντρώνει και το επιταχύνει, το ρίχνει σε δέσμες πάνω στο πρόσωπο, σκάβει βαθιά το πρόσωπο, ώστε, πλέον, κανένα φως να μην πέφτει πάνω του χωρίς να διαθλάται, χωρίς να αναλύεται, χωρίς να απολιθώνει το πρόσωπο, με εκφράσεις και γκριμάτσες απ’ όλη τη γκάμα, και κραυγές μεταλλικές, απ’ του Τσιτσάνη και της Μπέλλου το ηχόχρωμα.
του τζίτζικα επίσης ανάσα
που τη νομίζουν τραγούδι.
Απεγνωσμένη είναι οπωσδήποτε η ποίηση του Μαρκόπουλου, μπροστά στον αντίπαλο κρυφό κυνηγό αποκαλύπτεται, μαζί του στης ζωής και του θανάτου την πάλη συμπλέκεται, αίμα ήταν άλλωστε ο ιδρώτας που τόσα χρόνια έτρεχε, μαχαιριές οι ρυτίδες, εμφράγματα ήσαν του ρυθμού τα κομπιάσματα, οδυνηρή ωριμότητα η αλλαγή βηματισμού, βήμα πιο κοντά στο τέλος και την τελείωση κάθε παραπάνω οκτάβα, αφού σαράκι της σάρκας η ποίηση, δέντρο και τσεκούρι και ξυλοκόπος ο ποιητής.
Πελεκάει τα συναισθήματα μέσα του
σαν τον ξυλοκόπο που βγάζει
κόβοντας τα κούτσουρα το ψωμί του.
Κλείνει τα μάτια και ακούει φωνές, περίεργες φωνές.
Πρόσωπα παίρνει, στη θύμησή του, η λαίλαπα
και τα κάνει αγέρα.
Αριστοκρατική είναι οπωσδήποτε η ποίηση του Μαρκόπουλου, αφού οργανώνεται με εκείνη τη στέρεη, γήινη βεβαιότητα, με την απολύτως φυσική νωχελικότητα, και κυρίως με την ήρεμη αυτάρκεια των μεσοπολεμικών επαρχιακών ελίτ, που μετακαλούσαν ιταλούς μαέστρους για τις μπάντες των πόλεών τους και γαλλίδες νταντάδες για τις θυγατέρες τους, απολείποντας στον μεταπόλεμο, δηλαδή στο περιβάλλον όπου μεγάλωσε και διαμορφώθηκε ο ποιητής, τον απόηχο της αίγλης τους και τον πόνο της πτώσης τους, που όμως του έδωσαν την πολυτέλεια να βλέπει τα πράγματα στις μεγάλες διάρκειες, να τα σκέφτεται και να τα βιώνει σε «αργή κίνηση», χωρίς εκείνο το άγχος της αστικής καθημερινότητας, που θολώνει τη ματιά και μειώνει τη διαύγεια των εικόνων.
Νεορομαντική είναι οπωσδήποτε η ποίηση του Μαρκόπουλου, με εκείνη τη φιλοσοφημένη ματιά πάνω στον κύκλο της ζωής, που μόνο η εγγύτητα, η γνώση, η οικείωση, με τον πόνο, τα μεράκια και το μεγαλείο των πραγματικών, δηλαδή των λαϊκών ανθρώπων, μπορεί να σου παράσχει, ώστε και όλα τα καλούδια του άστεως να απολαύσεις, αλλά και τα μαραμένα νιάτα και όνειρα των διαμερισμάτων, σε όλες τις οδούς και τις πλατείες να τραγουδήσεις, γιατί αριστοκρατικός ζεν πρεμιέ και επαναστάτης ήταν ο ιδεότυπος του ποιητή στην πλατεία Βικτωρίας, όταν ο Μαρκόπουλος έπαιρνε τη σκυτάλη στον ποιητικό στίβο: αυτόν τον Δον Κιχώτη-ποιητή αποφάσισε να ενσαρκώσει.
Ο πανύψηλος εκείνος άντρας με τα γένια, ντυμένος μαχητής του ΕΛΑΣ κατά τα χρόνια της μεταπολίτευσης, που αντί για όπλο κρατούσε στα χέρια του ένα καδρόνι πουλώντας λαχεία.
Ηρωική είναι οπωσδήποτε η ποίηση του Μαρκόπουλου, εκλεκτικά ηρωική, αφού οργανώνεται με εκείνη τη γενναιότητα, που μόνο οι ανέστιοι, πονεμένοι άνθρωποι μπορούν να έχουν, με εκείνη την αγάπη, που χαρίζεται απλόχερα και εξακολουθητικά, αλλά όχι προς όλους παρά μόνο σε εκείνους που την αξίζουν - όπως άλλωστε και η ποίηση.
Δύσκολα μιλάει, αλλά δεν στενοχωριέται
γιατί ξέρει ότι η σιωπή
είναι η αδικημένη αδελφή της ομιλίας
που κάποτε θα βρει το δίκιο της.
Είναι το ρολόι το χρόνια χαλασμένο, δημόσιου χώρου,
που χτυπά μόνο όταν βλέπει ανθρώπους δικούς του.
*Διαβάστηκε στην Πάτρα, στις 12/11, στο πλαίσιο του ετήσιου κύκλου «Ημέρες ποίησης», που διοργανώνει το βιβλιοπωλείο «Πολύεδρο»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου