ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΑΠΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ
ΠΕΤΡΟΣ ΛΙΝΑΡΔΟΣ ΡΥΛΜΟΝ, Διανοητική εργασία, κοινωνικά κινήματα και έξοδος από την κρίση, εκδόσεις Τόπος, σελ. 125
Η γνωριμία με το βιβλίο του Πέτρου Λινάρδου Ρυλμόν έγινε μέσα από μια τριπλή οπτική γωνία, που οφείλω να προτάξω, αφού οι αναγνώσεις δεν κατασκευάζονται εν κενώ:
Κατ’ αρχάς, μέσα από την απίστευτη περιπέτεια του δημόσιου πανεπιστήμιου τον τελευταίο χρόνο, και στην προσπάθεια να διαμορφωθεί μια άποψη που να υπερβαίνει τον διαχωρισμό δημόσιο/ιδιωτικό πανεπιστήμιο, θεωρώντας την γνώση ως κοινό αγαθό.
Στην συνέχεια, μέσα από το γεγονός ότι η προσπάθεια συγκρότησης αυτής της άποψης εκκινούσε από το εσωτερικό ενός τεχνολογικού εκπαιδευτικού ιδρύματος, που είναι το Ε.Μ.Π., και τη θέση του στην μεταφορντική–μεταμοντέρνα εποχή, θεωρώντας την τεχνολογική γνώση ως κοινό αγαθό.
Τέλος, και ίσως το σημαντικότερο: Αυτό που σήμερα ονομάζεται «κρίση», τοποθετεί σε δεύτερο πλάνο τη διαμάχη για το πανεπιστήμιο, τις προσπάθειες και τις ισχυρές αντιδράσεις για την μη εφαρμογή του νόμου Διαμαντοπούλου, χωρίς να γίνεται αντιληπτό ότι αυτή η διαμάχη συνεχίζεται με έντονους ρυθμούς. Αυτή τη στιγμή, έχουν οριστεί οι οργανωτικές επιτροπές και μεθοδεύονται οι εκλογές για τη συγκρότηση των νέων διοικητικών οργάνων των πανεπιστημίων. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το δημόσιο πανεπιστήμιο μεταβάλλεται μέσα σε αυτή την συγκυρία. Αντιλαμβάνεται την μέχρι σήμερα φυσιογνωμία του στον ιστορικό προσδιορισμό της και ταυτόχρονα οφείλει να προετοιμάζεται για ένα νέο ρόλο του.
Το βιβλίο του Πέτρου Λινάρδου Ρυλμόν έρχεται να συμβάλει σημαντικά στη συνειδητοποίηση αυτής της μεταβολής. Οικονομολόγος, σύμβουλος στο ΙΝΕ (Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ), έχει γράψει για τη σχέση Γνώσης και Εργασίας στον μεταφορντισμό, έχει μεταφράσει το βιβλίο του Dominique Foray, Οικονομία της Γνώσης[i], ενώ εξαιρετικά άρθρα και εργασίες του, όπως το «Γνώση και Εργασία», έχουν δημοσιευτεί στο ιστολόγιό του within the multitude[ii].
Ο Πέτρος Λινάρδος Ρυλμόν αναφέρει ότι η παραγωγή, αναπαραγωγή και διάχυση της γνώσης αποτελούν διαδικασίες-κλειδιά για την κατανόηση της δυναμικής της σύγχρονης κοινωνίας και οικονομίας. Με την επέκταση της εκπαιδευτικής διαδικασίας, την αύξηση των ερευνητικών θεσμών και την ανάδειξη των ανεξάρτητων κοινοτήτων γνώσης, επιβάλλεται να μιλάμε πλέον για την «οικονομία της γνώσης».
Αν επιχειρούσαμε να εντοπίσουμε ένα σχήμα στα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου, για να μας χρησιμεύσει ως σκαλωσιά για την διατύπωση σκέψεων, θα το περιγράφαμε σε τέσσερα σημεία ως εξής:
-Το δημόσιο ακαδημαϊκό και ερευνητικό περιβάλλον, μέσα από τη μαζικοποίηση της εκπαίδευσης και την αύξηση ζήτησης για έρευνα και καινοτομία, έχει ρίζες στο φορντικό μοντέλο παραγωγής και αναλαμβάνει καταλυτική δράση για τη μετάβαση στον μεταφορντισμό.
-Ενισχύεται, στον μεταφορντισμό, η διανοητική εργασία στους χώρους παραγωγής, ενισχύονται ομάδες που οδηγούν, μέσα από συνεργατικές συλλογικές διαδικασίες εκμάθησης, στην ανάπτυξη κοινοτήτων γνώσης.
-Μια εξελισσόμενη δεξαμενή γνώσεων προκύπτει με τον συνδυασμό των δύο παραπάνω, δηλαδή του ακαδημαικού- ερευνητικού περιβάλλοντος και των κοινοτήτων γνώσης.
-Ωστόσο, εγγενής είναι η αντίθεση μεταξύ της «περίφραξης» αυτών των γνώσεων για την ιδιοποίηση τους, αφενός, και του κοινωνικού χαρακτήρα τους, που τις αναδεικνύει ως κοινό αγαθό, αφετέρου. Η ιδιωτικοποίηση στην εκπαίδευση και την έρευνα, συνδυασμένη με τον διαχωρισμό, στην παραγωγή, των «υψηλών ειδικοτήτων» από τις «ευέλικτες ανασφαλείς», αντιτίθεται στην υπαρκτή δυνατότητα δημιουργίας ενός δημόσιου χώρου παραγωγής και αξιοποίησης γνώσεων.
Ο νέος παράγων, που αναδεικνύει ο Πέτρος Λινάρδος, οι κοινότητες γνώσης, προσδιορίζονται ως «ανεξάρτητες συλλογικές πρωτοβουλίες παραγωγής γνώσης για κοινή χρήση. Είναι αποκεντρωμένες και βασίζονται στη δημιουργία σχέσεων εμπιστοσύνης μεταξύ των μελών τους, παράγουν γνώση που τη μοιράζονται με όλους, δημιουργούν δημόσιους χώρους για την κυκλοφορία της γνώσης, παρεμβαίνουν στο θεσμικό, κοινωνικό και περιβαλλοντικό επίπεδο» (σ. 36-37).
Οι κοινότητες γνώσης είναι χαρακτηριστικό της μεταφορντικής εποχής, ωθούνται σε ανάπτυξη από τις συνθήκες που δημιουργεί ο «γνωσιακός καπιταλισμός». Σχετίζονται με την διάδοση της εκπαίδευσης και ιδιαίτερα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε μεγάλες μερίδες του πληθυσμού, δηλαδή με το δημόσιο, δωρεάν, δημοκρατικό πανεπιστήμιο. Ταυτόχρονα, η συλλογική εργασία είναι παράγοντας που ευνοεί την παραγωγή γνώσης και κατ’ επέκταση την δημιουργία κοινοτήτων γνώσης. Η δημιουργία ομάδων παραγωγής γνώσης με κοινό αντικείμενο διευρύνεται συνεχώς και συνιστά ένα άτυπο πλέγμα που τοποθετείται ως τρίτος πόλος μεταξύ πανεπιστήμιου/έρευνας και παραγωγής, διατηρώντας σχέσεις συνάφειας και εξωτερικότητας και με τους δύο.
Φαίνεται ότι οι κοινότητες γνώσης έχουν όλα τα χαρακτηριστική του «κοινού» (commons), που σχετίζεται με την άυλη εργασία και δημιουργείται μέσα από την ενίσχυση της συλλογικής διανοητικής εργασίας στους χώρους παραγωγής.
Οι κοινότητες γνώσης μας ενδιαφέρουν για τη σχέση τους με το Πανεπιστήμιο, όχι μόνο για να συλλάβουμε τον καταλυτικό ρόλο της δημόσιας δωρεάν εκπαίδευσης στην δημιουργία τους, αλλά κυρίως για να αναρωτηθούμε αν ένα άλλο (δημόσιο) πανεπιστήμιο, στην προσπάθειά του να ξεφύγει από το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται, θα πρέπει ίσως να έχει ως ένα από τα κύρια μελήματά του τη σύνδεσή του με αυτές τις «εξωτερικότητες», ιδιαίτερα όταν αυτές ωθούν στην παραγωγή κοινής μη ιδιοποιήσιμης γνώσης.
Συνεπώς, οι Κοινότητες Γνώσεις είναι μια πραγματικότητα που δεν μπορεί να αγνοείται από το δημόσιο Πανεπιστήμιο. Ακόμα περισσότερο, το αίτημα που πρέπει να προκριθεί είναι αυτό της σύνδεσής του, όχι γενικά με την κοινωνία και την παραγωγή αλλά με τις κοινότητες γνώσης.
«Σε αυτές τις νέες συνθήκες [κρίσης]», αναφέρει ο Πέτρος Λινάρδος Ρυλμόν, «η υπέρβαση πρέπει να βασιστεί στην πρωτοφανή ανάπτυξη της γνωστικής ικανότητας των ανθρώπων, στην εξίσου πρωτοφανή διάχυση των διαθέσιμων γνώσεων και στη δημιουργία ενός νέου δημόσιου χώρου παραγωγής και αξιοποίησης γνώσεων» (σ. 36). Αυτός ο νέος δημόσιος χώρος θα πρέπει να περιλαμβάνει τόσο τον ακαδημαϊκό/ερευνητικό χώρο όσο και τις κοινότητες γνώσης.
Θα ήταν δυνατόν, τέλος, να υπογραμμιστούν δύο σημεία, που έχουν σχέση με τις συνθήκες ύπαρξης και λειτουργίας του συμπλέγματος ακαδημαϊκού/ερευνητικού χώρου και κοινοτήτων γνώσης, τα οποία εντοπίζονται με αφορμή το βιβλίου του Πέτρου Λινάρδου Ρυλμόν. Το πρώτο αναφέρεται στην ενεργοποίηση του συμπλέγματος, σε αντίθεση με το περιβάλλον χρηματιστηριακής θεώρησης του άυλου κεφαλαίου μέσα στο οποίο αναπτύσσεται. Το δεύτερο αναφέρεται στα νέα εγγενή προβλήματα και αντιφάσεις της ελεύθερα διακινούμενης κοινής γνώσης που το ίδιο το σύμπλεγμα παράγει.
Η χρηματιστηριακή θεώρηση του άυλου κεφαλαίου συνδέεται, όπως σημειώνει ο Πέτρος Λινάρδος Ρυλμόν, με την παράλληλη ένταξή του σε μια οικονομία της καινοτομίας, όπου κυριαρχεί η παραγωγή του συνεχώς νέου (σελ. 38). Πρόκειται για την ιδιοποίηση όχι μιας συγκεκριμένης παραγωγής προϊόντος εντοπισμένης στο χρόνο αλλά της ιδιοποίησης της καινοτομίας της παραγωγής, της ιδιοποίησης των συνεχών αλλαγών της, του συνεχούς σχεδιασμού του νέου. Αυτό που σχεδιάζεται δεν είναι τόσο το προϊόν όσο οι αλλαγές του. Σε αυτή την κατάσταση πραγμάτων δύο σημεία ενδιαφέρουν:
-Στην οικονομία της καινοτομίας, του συνεχούς σχεδιασμού του νέου, σημασία έχει ο αλγόριθμος σχεδιασμού της αλλαγής του προϊόντος και όχι το ίδιο το προϊόν. Με αυτή την έννοια, ηγεμονεύουσα θέση έχει η άυλη εργασία παραγωγής κωδίκων και αλγορίθμων, που υποστηρίζουν την παραγωγή πληθυσμών καινοτομιών χωρίς απαραίτητη αναφορά σε αξίες χρήσης.
-Η οικονομία της καινοτομίας και των συνεχών αλλαγών, αναφέρει ο Πέτρος Λινάρδος Ρυλμόν, απαιτεί όχι μόνο μια κινητικότητα στελεχών αλλά και μια συνεχή αναδιαμόρφωση του περιεχομένου γνώσης των ειδικοτήτων. Η αναδιαμόρφωση αυτή καλύπτεται μέσα από τη διαμόρφωση μιας αγοράς εκπαίδευσης σε νέες δεξιότητες. Τα δημόσια εκπαιδευτικά ιδρύματα θα πιεστούν να την καλύψουν, τα ιδιωτικά θα ανταποκριθούν άμεσα. Οι σχέσεις διοικήσεων επιχειρήσεων και εκπαίδευσης θα τείνουν να σταθεροποιηθούν μέσα σε δομές αναζήτησης της συνεχούς αλλαγής (σ.38). Επειδή οι βασικές ακαδημαϊκές σπουδές ποσοστιαία μόνο συνεισφέρουν στην κάλυψη της συνεχούς αλλαγής περιεχομένου, στην πραγματικότητα είναι μόνο μια «εκκίνηση» απόκτησης δεξιοτήτων στη ζωή του σπουδαστή/μελλοντικού εργαζόμενου, η εκπαίδευση δια βίου θα τείνει να απορροφήσει το μεγαλύτερο ποσοστό αυτής της δραστηριότητας αλλά και των κονδυλίων που αντιστοιχούν στην εκπαίδευση γενικότερα. Στόχος θα είναι η προσαρμογή της κατάρτισης στις εφήμερες απαιτήσεις της αέναης και ανεξάρτητης από την αξία χρήσης αναζήτηση καινοτομίας.
Το δεύτερο σημείο αναφέρεται σε μια από τις ισχυρότερες επιπτώσεις της δραστηριότητας των κοινοτήτων γνώσης, που είναι η προώθηση της ιδέας της ελεύθερα διακινούμενης γνώσης, της απόρριψης της ιδιοκτησίας της γνώσης και του copyright, της προσχώρησης στην υπεράσπιση των ψηφιακών κοινών. Σε όλα αυτά φαίνεται να στηρίζεται η συλλογική διανόηση, που άλλωστε τα παράγει. Είναι, ωστόσο, ενδιαφέρον ότι, ήδη, έχουν αρχίσει να διατυπώνονται ενστάσεις απέναντι σε αυτή την απόλυτη επιπεδότητα του «όλα ελεύθερα», στην απόλυτη δημοκρατία της γνώσης, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στα άυλα αγαθά, παράγωγα της άυλης εργασίας. Καθώς η πνευματική ιδιοκτησία δεν αναφέρεται στην οικονομία της καινοτομίας, στο σταθερό περιεχόμενο αλλά στο χρόνο και την ταχύτητα, το copyright χάνει την αξία του. Σημασία έχει η συνεχής δημιουργία δεξαμενών γνώσεων και καινοτομιών και η άντληση από αυτές για την δημιουργία πρόσκαιρων αγαθών. Η δεξαμενή τής ελεύθερα διακινούμενης γνώσης και δημιουργίας άυλων αγαθών είναι ασύμμετρη σε σχέση με την παραγωγή, και η άντληση από αυτή γίνεται με όρους προσόδου και όχι κέρδους. Η φρενίτιδα δημιουργίας ψηφιακών συλλήψεων, χωρίς αναφορά σε πραγματικά αντικείμενα, ανάγκες ή συγκεκριμένες χρήσεις, που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια, επιβεβαιώνει αυτή την τάση.
Τα κοινά γνώσης τοποθετούνται έτσι στην καρδιά μιας νέας διαχείρισης της νεοφιλελεύθερης οικονομίας, που επιβάλλει την ελεύθερη διακίνηση γνώσης, την άρση των φραγμών, οικειοποιούμενη την ιδεολογία του δώρου. Όπως σημειώνεται, «η διατήρηση της ιδιωτικής οικονομίας εξαρτάται πλέον από την ικανότητά της να αξιοποιήσει τη διάχυτη γνώση» (σ. 45), αφού προηγουμένως την αφήσει να παραχθεί ελεύθερα. Μια ισχυρή της αντίφαση είναι ότι, ταυτόχρονα, αναζητά να την ελέγξει μέσα από την κατάργηση του δημόσιου χαρακτήρα της εκπαίδευσης και τις στρατηγικές ανάκτησης του ελέγχου γνώσης των μισθωτών.
Η απάντηση και στα δύο παραπάνω σημεία, που αναμφίβολα συνδέονται μεταξύ τους, περιέχεται στο βιβλίο. Πρόκειται για τη διαμόρφωση μιας πολιτικής επαναπροσδιορισμού της αξίας χρήσης της εργασίας στα πλαίσια μιας «προγραμματικής επεξεργασίας που στηρίζεται στην συνομιλία παραγωγής επιστημονικής γνώσης και εγκαθίδρυσης μεθόδων δημοκρατικής λήψης αποφάσεων στα πεδία που έχουν ήδη διαμορφώσει τα κοινωνικά κινήματα».
Ο Δημήτρης Παπαλεξόπουλος διδάσκει αρχιτεκτονική στο ΕΜΠ
[i] Dominique Foray, Οικονομία της γνώσης, Σαββάλας, Αθήνα, 2010. Πρωτότυπο, Dominique Foray, L’économie de la connaissance, Editions de La Découverte & Syros, Paris, 2000.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου