Χόρευε, γυμνή όπως πάντα. Ήθελε να νοιώθει το σώμα της ελεύθερο από κάθε είδους ενοχλητική δέσμευση. Μόνο μια μάσκα φορούσε στο πρόσωπο. Μια μάσκα που έκρυβε όσα έπρεπε να κρύψει. Πάντα φορούσε, όταν χόρευε κι όταν έκανε έρωτα, τη μάσκα. Δεν το έκανε από φόβο, αλλά από μια διάθεση παιγνιώδη. Ήθελε να βλέπει την έκφραση του εραστή ή της ερωμένης, αλλά και του κοινού, όταν χόρευε χωρίς κανείς να μπορεί να δει τη δική της έκφραση. Ούτε και την ηδονή δεν ήθελε να φανερώσει, την ηδονή που κάποιες φορές ένοιωθε, αν και όχι πάντα, όπως ήθελε.
Μόνο όταν έσκυβε στα σώματα τα νεαρά, τότε κάποιες φορές ξυπνούσε μέσα της η ανάγκη να βγάλει την μάσκα. Ήθελε να την δουν τα νεαρά αγόρια και κορίτσια, να δουν πώς είναι η έκφραση της την στιγμή της ηδονής. Μα πάντα συγκρατούσε τον εαυτό της από τέτοιες ενοχλητικές παρορμητικές κινήσεις.
Είχε πολλές μάσκες, τις θεωρούσε όλες αγαπημένες. Γιατί κάθε μια τη βοηθούσε να παίξει έναν διαφορετικό ρόλο, είτε στην σκηνή είτε στο ερωτικό κρεβάτι. Αυτό επιζητούσε άλλωστε, να γίνεται η μάσκα ένα πρόσωπο κάθε φορά διαφορετικό. Όμως για κείνη ήταν ένα ιδιωτικό, προσωπικό παιχνίδι, κάτι που αφορούσε αποκλειστικά την ίδια κι όχι κανέναν άλλο.
Άλλωστε, ήξερε πως οι εραστές ή οι ερωμένες της θαύμαζαν τις μάσκες. Κάτι πιο έντονο, μια περιέργεια μυστική τούς κινούσε κατά τη διάρκεια της ερωτικής πράξης. Φανταζόντουσαν το πρόσωπο, δεν το ήξεραν. Ποτέ δεν το μάθαιναν. Κι αυτό τους ικανοποιούσε. Το πρόσωπο είναι η γυμνή αλήθεια. Το βλέμμα είναι το κοφτερό μαχαίρι, έλεγε η ίδια όταν κάποιοι αδιάκριτα την ρωτούσαν. Το γυμνό πρόσωπο σε υποχρεώνει να κατασκευάσεις συναισθήματα, να νοιώσεις πράγματα, ακόμη και να ερωτευτείς. Όχι, αν συνέβαινε κάτι τέτοιο θα έχανε το παιχνίδι.
Γι' αυτό, όταν άκουγε τη φράση "έπεσαν οι μάσκες" γελούσε. Ήξερε, πως όταν λέγεται αυτή η φράση ετοιμάζεται η επόμενη μάσκα. Δηλαδή, η επόμενη εξαπάτηση. Κι όταν αυτή η εξαπάτηση δεν αφορούσε καν το ερωτικό παιχνίδι ή το χορό, τότε οπωσδήποτε ήταν μια επικίνδυνη παρεκτροπή, που αλίμονο μπορεί να είχε ολέθριες συνέπειες. Κάτι ήξερε κι κείνη από τα χρόνια της νεότητας, όταν χόρευε κι έκανε έρωτα με ακάλυπτο πρόσωπο. Τότε που είχε καεί, πάνω από μια φορά, γιατί είχε, χωρίς να το ξέρει, πλησιάσει την πραγματικότητα. Γι' αυτό γελούσε με τη φράση αυτή. Ήξερε, πως όσοι την έλεγαν ήταν άνθρωποι τιποτένιοι, ή, ακόμη χειρότερα, απαίδευτοι. Γιατί αγνοούσαν τη δύναμη της μάσκας. Όλη η ζωή τους ήταν μια μάσκα, μια μάσκα όμως που δεν μπορούσε να τους προσφέρει παρά μόνο αλυσίδες. Γιατί όσοι έλεγαν αυτήν την έκφραση είχαν μόνο μία μάσκα φθαρμένη, φορεμένη χρόνια τώρα, ίδια πάντα, μια μάσκα που δεν την φορούσαν στο πρόσωπό τους αλλά στη ζωή τους.
Ήξερε πως τούτο τον καιρό στη χώρα της έβγαιναν στον αφρό οι μελανοχίτωνες μασκοφόροι. Αυτή η εκδοχή την ενοχλούσε απόλυτα, πρόσβαλλε την αισθητική της. Γι' αυτό βγήκε στην πλατεία να χορέψει, φορώντας μάσκα, γι' αυτό πλησίασε μια έξοχη νεαρή κοπέλα ερωτικά, γι' αυτό με μια πράξη παρορμητική έβγαλε την μάσκα της για πρώτη φορά, έβγαλε το πρόσωπο της δηλαδή, το συντριμμένο από τη βία του καιρού και του τόπου.
Γύρισε στο σπίτι της, μάζεψε όλες τις μάσκες και τις έκαψε θρηνώντας. Μία-μία, αργά-αργά, οι μάσκες καίγονταν και το τρίξιμο της φλόγας ακουγόταν σαν φωνή ικεσίας ενός κόσμου που χανόταν, ενός κόσμου που μέσα στην αθλιότητά του της είχε χαρίσει απίστευτες συγκινήσεις. Τώρα ένοιωθε πως έπρεπε να πολεμήσει, όχι να κάνει έρωτα, όχι να χορέψει, αλλά να πολεμήσει, για όλα εκείνα τα τιμαλφή που κρατούσε εντός της.
Ναι είπε, οι μάσκες έπεσαν, όμως όχι οι δικές μου αλλά οι δικές σας. Αυτό ήσασταν πάντα, αυτό κρύβατε, ή νομίζατε πως κρύβατε, αδίστακτοι εξουσιαστές. Γι αυτό η μάσκα σας δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα μειράκιο, ένα τιποτένιο κατασκεύασμα, με λίγα λόγια ένα πλαστικό επικίνδυνο τίποτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου