12/11/11

Η πρακτική της αμφιβολίας

ΤΟΥ ΑΛΚΗ ΡΗΓΟΥ

ΠΙΕΤΡΟ ΙΝΓΚΡΑΟ, Η αγανάκτηση δεν αρκεί, μτφρ. Τόνια Τσίτσοβιτς, εκδόσεις Εύμαρος, σελ. 57

Πρωταρχικά συγχωρέστε μου ένα πιο προσωπικό τόνο σ’ αυτά που θα προσπαθήσω να αναπτύξω στο βαθμό που ο βαθιά αναστοχαστικός και ταυτόχρονα απλός, γεμάτος αμεσότητα και συναισθηματική τρυφερότητα λόγος του Ινγκράο με οδήγησε σε μια δική μου, αλλά και του ανανεωτικού αριστερού χώρου που θητεύω αναστοχαστική λειτουργία.
Αναστοχαστική λειτουργία που δένει θαρρώ με την ανάγκη να ξαναδούμε κριτικά όχι την ήττα του/ήττα μας, αλλά τη ζωή μας: τις στάσεις, πράξεις, παραλείψεις –ατομικές και συλλογικές- του χθες και του σήμερα. Ως απαραίτητο στοιχείο αντιμετώπισης της επελαύνουσας, σε διεθνές και όχι μόνο τοπικό επίπεδο βαρβαρότητας, εξάρθρωσης κάθε στοιχείου Κοινωνικού Συμβολαίου που συνείχε τους κοινωνικούς μας σχηματισμούς στα χρόνια της νεωτερικότητας.
Ιδιαίτερα λοιπόν απέναντι σ’ αυτή την πραγματικότητα, που θέλει να εμφανίζει την άπιαστη πάντα Αλήθεια ως δεδομένη και μονοδιάστατη στα πλαίσια μιας μονοθεϊστικής, θεολογικού τύπου νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής ιδεολογίας, με θρησκόληπτους αποστόλους και οπαδούς, ο 96χρονος Ιταλός αριστερός ευρωκομουνιστής, ορθώνει μία και μόνη έννοια, την ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ. Αυτή η λέξη-έννοια, η οποία συνέχει τη σκέψη του ως «κριτήριο για την πράξη, ως ένα άλλο μέτρο του ρεαλισμού στην πολιτική, τείνουμε να λησμονήσουμε ότι αποτελεί την πηγή κάθε εξέλιξης του ανθρώπινου είδους, κάθε κριτικού στοχασμού, κάθε εφεύρεσης, σύγκρουσης, εξέγερσης, επανάστασης επιστημονικής ή πολιτικής. Αποτελεί βασικό συστατικό στοιχείο του ενεργού πολίτη δηλαδή του διανοούμενου με την κλασσική έννοια της λέξης. Όχι όμως ως απλή ατομική ευθύνη «που δεν μπορεί (βέβαια) να την απαρνηθεί κανείς» αλλά αυτό «δεν αρκεί» τονίζει ο Ιγκραο. Και εδώ εστιάζεται όλη η κριτική του στις σκέψεις ενός συνομηλίκου του σχεδόν Γάλλου και από την ίδια μήτρα της αντίστασης στο φασισμό/ναζισμό καταγόμενου, του Στεφάν Εσέλ, που το μικρό του βιβλίο προς τους νέους, με τον τίτλο Αντισταθείτε έγινε ανάρπαστο, καθώς ήρθε ακριβώς την ώρα που κατακλύζονταν οι πλατείες της ηπείρου μας από εξεγερμένους πολίτες.
«Δεν αρκεί» μας τονίζει «η αγανάκτηση». «Πρέπει να οικοδομήσουμε μια κοινά αποδεκτή ενεργή σχέση, είναι ανάγκη να οικοδομηθεί ένα πολιτικό υποκείμενο. Φυσικά [ και πάλι εδώ ρητή η δημιουργική του αμφιβολία] πρέπει να καταλάβουμε καλά, να μελετήσουμε ποιο θα μπορούσε να είναι, τι μορφή θα πρέπει να λάβει, να κατανοήσουμε με ποιους τρόπους, λίγο λίγο, θα μπορέσει να υλοποιηθεί αυτή η ανάγκη. Μετά μπορείς να την ονομάσεις κίνημα ή κόμμα ή όπως αλλιώς». Αυτό δεν τον οδηγεί στο να αρνηθεί την διάσταση της αγανάκτησης και την προσωπική ικανότητα να συνεχίζει να αγανακτεί, μια «που δεν μπορούμε να προτείνουμε την οικοδόμηση μιας κοινά αποδεκτής σχέσης χωρίς μια κίνηση αγανάκτησης. Όπως δεν αρκεί και μόνο να αντιστεκόμαστε όπως είναι ο τίτλος της νέας συμβολής του Εσέλ που μόλις κυκλοφόρησε».
Αν και αυτό είναι το κεντρικό μότο και ο τίτλος του διαλόγου του Ιγκράο με τους δύο πανεπιστημιακούς συνομιλητές του, εμένα η ανάγνωση με οδήγησε στην εσωτερική ανάγκη να σταθώ σε κάποια άλλα στοιχεία του Λόγου του που βίωσα αναστοχαζόμενος τη δική μου, τη δική μας πορεία, ως αριστερών πολιτών, και αναφέρομαι σε συγκεκριμένους φίλους που τα βήματά και οι αναζητήσεις μας διασταυρώθηκαν μέσα στα χρόνια, και όπως λέει και ο Ιγκράο προσλαμβάνουμε την πολιτική ένταξη ως πάθος και όχι ως χρέος γιατί ακριβώς όπως αυτός συνταρασσόμαστε από τα πάθη της ζωής, μας αρέσουν πολλά και ετερόκλητα πράγματα, δρούμε πολιτικά, αρνούμενοι την ίδια ώρα συνειδητά το μέτρο της πολιτικής και την λογική της. Που πολλές φορές μας έτυχε να αναρωτηθούμε μέσα σε άχαρες και ατέλειωτες εσωκομματικές διαδικασίες όπως εκείνος, «τι σχέση έχω εγώ με όλα αυτά», και όμως συνεχίσαμε και συνεχίζουμε να έχουμε ενεργή σχέση με όλα αυτά, όσο αναζητάμε ένα αύριο χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, χωρίς κανενός είδους αλλοτριωτικές σχέσεις
 «Έμαθα -έλεγε στον εορτασμό των 90 του χρόνων– σ’ αυτόν τον αιώνα, το ανείπωτο του ανθρώπου, του καθενός από μας, και της σχέσης με τον άλλο, που δεν μπορέσαμε ποτέ να αντιληφθούμε σε βάθος. Ο φόβος μου είναι μήπως μου πάρουν όχι τόσο το ψωμί, ούτε το Σύνταγμα, όσο να σβηστεί η ιδέα του ανθρώπου. Σας παρακαλώ μην επιτρέψετε να διαγράψει ο άνθρωπος αυτό το ερώτημα». Και αυτό το ερώτημα, συμπληρώνει σήμερα, αποτελεί «τη ρίζα του πάθους μου που ακόμη αντέχει. Αυτό το ερώτημα τροφοδότησε την πρακτική της αμφιβολίας μου και, ταυτόχρονα, με ώθησε στην καθημερινή εμπλοκή μου στα πολιτικά ζητήματα»! «Το να αμφιβάλλω δεν υπήρξε για μένα σημείο αδυναμίας, αναποφασιστικότητας. Αντίθετα υπήρξε μια εποικοδομητική προδιάθεση».
 Αλήθεια ας αναλογιστούμε πόσο μια τέτοιου είδους προδιάθεση οδήγησε τα βήματά μας, σε προσωπικές και κυρίως πολιτικές αποφάσεις, κι ας διακηρύσσουμε στα λόγια και τα γραπτά μας ότι δεν είμαστε δογματικοί μαρξιστές;
 Ας αναλογιστούμε πόσες αλήθεια φορές «Διεκδικήσαμε –όπως γράφει ο Ιγκράο– τα δικαιώματα ελευθερίας στους χώρους εργασίας, στους χώρους κοινωνικής ζωής, αλλά όχι στην οργάνωση και στην πρακτική του πολιτικού υποκειμένου, όπου αντίθετα οι απαιτήσεις του αρραγούς και της αντοχής υπερίσχυαν πάντοτε».
 Πόσες φορές δεν δράσαμε αντιλαμβανόμενοι την πολιτική σαν μια απλή τεχνική του εφικτού και όχι σαν το καθήκον του ανέφικτου μια που όπως τονίζει «μόνο όταν σκέφτεσαι το ανέφικτο έχεις το μέτρο αυτού που θέλεις να αλλάξεις». Πόσο αντιλαμβανόμαστε την Δημοκρατία ως προσωπικό αξιακό στοιχείο της ίδιας της υπόστασής μας ως ανθρώπων; Όχι από μια ηθικολογική άποψη αλλά από τη βαθιά συναίσθηση ενός αέναα ανοικτού και πάντα συγκρουσιακού στοιχείου ελευθερίας και δικαιοσύνης, ως ζωντανής πηγής απ’ όπου μπορείς να διορθώσεις κάθε ατέλεια των κοινωνικών θεσμών, ως ενεργό ανεμπόδιστη δραστήρια πολιτική ζωή όσο γίνεται πιο πλατιών στρωμάτων του πληθυσμού από το οποίο, όπως τόνιζε η Ρόζα Λούξεμπουργκ «εξαρτάται κάθε τι που διδάσκει, εξυγιαίνει ξεκαθαρίζει την πολιτική ελευθερία...». Χωρίς μεταξύ μας ειδικά μεγέθη, ηγετών, καθοδηγητών κλπ, χωρίς τις συνήθεις κομματικές φρασεολογίες/ρητορείες. Πόσο μάθαμε εκτός από το να μιλάμε να σιωπούμε για να ακούσουμε ;
 Και εδώ έρχομαι στο σημαντικότερο για μένα στοιχείο που μας καταθέτει ο αγέραστος αυτός ενεργός πολίτης, προσπαθώντας να απαντήσει στο λεπτό ζήτημα της σχέσης μεταξύ προσωπικής δημιουργίας και πλουραλιστικής, συλλογικής δράσης, θεωρώντας «ότι η πολιτική μπορεί να αναγεννηθεί να βρει μια νέα εξάπλωση αν εκφράζει τις ανάγκες ενός προσωπικού βιώματος που ορίζεται κοινωνικά», μια που τα αισθήματα ενσωματώνουν στην ανθρώπινη υποκειμενικότητα τα εντελώς απαραίτητα κίνητρα συμμετοχής στις δράσεις που αποσκοπούν στη μεταβολή της δημόσιας σφαίρας. Και εδώ είναι που συναντιέται η σκέψη του με την θεωρία των σύγχρονων κοινωνικών κινημάτων, όπως τόσο εύστοχα τονίζει στον πρόλογό του ο Μιχάλης Ψημίτης.
 Πρόκειται για την πραγμάτωση της πράξης της ΣΙΩΠΗΣ ως μια εσωτερική σκέψη, ως σταμάτημα για να ακούσεις. Κι εδώ έρχεται η ποίηση να αναγνώσει αυτή την σιωπή «χωρίς κραυγές και φασαρίες ως πρακτική της αμφιβολίας». Μέσα από την ποίηση επιχειρεί να δώσει όλη την πολυμορφία της ανθρώπινης εμπειρίας, «τον συνδυασμό του περιεχομένου της λέξης, του μετρικού της τονισμού, της υπαινικτικής της υφής που λέει και δεν λέει». Προσθέτοντας «την συγκίνηση που μου έδινε πάντα ο μουσικός τονισμός, το χαμήλωμα της έντασης» :
 «Σκεφτήκαμε έναν πύργο/ Σκάψαμε στο χώμα»
 ή «Δάγκωσε μουσική/ κραύγασε/ τη χλευασμένη επιθυμία, τις εύθραυστες κοινωνίες/ Σήκωσε ψηλά την ήττα».
Ως μέτρο τελικά της περηφάνιας της προσδοκίας που δεν τον, δεν μας εγκαταλείπει, μια που «πρέπει να έχουμε ως στόχο να αλλάξουμε τον κόσμο δηλαδή να αλλάξουμε τους εαυτούς μας»
«Αδάμαστο εύθραυστο/ πώς το φωνάζεις στον κόσμο/ λουλούδι ποτισμένο στο βιολετί/ σαν τον άνεμο τρέμοντας/ ξεδιπλώνεις το έμβλημά σου»
Τρέμοντας από φόβο –ναι από φόβο- και με όλη την απαισιοδοξία που μας γεννά η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, εμείς συνεχίζουμε να δρούμε με αισιοδοξία όπως μας καλεί, μας εγκαλεί, ο Αντόνιο Γκράμσι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: