ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΔΗΜΗΡΟΥΛΗ
Τι ακριβώς μπορούμε να πούμε ότι αντιπροσωπεύει η Αμοργός; Πέρα από τις θεωρήσεις, οι οποίες την εξετάζουν μακρόθεν και αφ’ υψηλού ως προϊόν της ιστορικής συγκυρίας και της λογοτεχνικής γενεαλογίας, σε τι συνίσταται η ιδιαιτερότητά της υπό την έννοια της παρέμβασης και της επίδρασης; «Παρέμβαση» σημαίνει ότι προκάλεσε ουσιώδη συζήτηση στην εποχή της, «επίδραση» ότι είχε επιγόνους ως προς το ποιητικό ιδίωμα. Σε τίποτε από αυτά τα δύο δεν διέπρεψε, αντίθετα σταδιοδρόμησε ως μεγάλη υπόσχεση, στην οθόνη της οποίας συνεκβάλλουν η παράδοση, ο υπερρεαλισμός και η γενιά του ’30. Ο Γκάτσος γνώριζε καλά τη γλώσσα και τη λογοτεχνία της παράδοσης αλλά ανέπτυξε τον ποιητικό του λόγο στο περιβάλλον των επιδιώξεων της γενιάς αυτής. Δεν ξέφυγε, ούτε θέλησε ποτέ να ξεφύγει, από το περιβάλλον της, ακόμη και όταν πέρασαν τα χρόνια και βγήκαν στο προσκήνιο οι διάδοχοί της.
Ως εκ τούτου η Αμοργός ή θα παρέμεινε στην περιφέρεια αυτής της γενιάς ή θα έπρεπε να καταστεί η συμβολική αρχή μιας μακράς ποιητικής σταδιοδρομίας, όπως υπήρξαν για παράδειγμα οι Προσανατολισμοί του Ελύτη ή η Στροφή του Σεφέρη. Ο Γκάτσος όμως εμφανίστηκε περίπου μια δεκαετία αργότερα, σε πιο δύσκολους καιρούς και με το έδαφος της ποιητικής καινοτομίας καλά πατημένο. Στο σημείο αυτό ακριβώς στάθηκε, μίλησε και μετά σιώπησε, μια και καλή, ως προς την ποιητική του τύχη. Επίγνωση αδιεξόδου, συναίσθηση αδυναμίας, απέχθεια για την επανάληψη, υψηλή αίσθηση καθήκοντος προς τη τέχνη που προτιμά τη σιωπή παρά το χαμηλό πέταγμα, συμβολικός ευνουχισμός του από ισχυρούς μνηστήρες της μούσας που ο ίδιος και εκτιμούσε και θαύμαζε, δημιουργική μελαγχολία που άγγιξε το μηδέν της γραφής; Αδύνατο να πεις.
Η θεαματική βουτιά στην «ψυχή», στην «έμπνευση», στην «πρόθεση» (ή σε άλλα συνώνυμα), όπως την αποτόλμησαν ορισμένοι, φανερώνει πολλά για τους βουτηχτές, αλλά σχεδόν τίποτα για την απόφαση του ποιητή. Απομένει όμως η Αμοργός και απαιτεί, (φαντάζομαι και ελπίζω ότι θα συνεχίσει να απαιτεί), να τη διαβάζουμε, να την απολαμβάνουμε και να τη μελετάμε. Για να σταθώ στη μελέτη, πιστεύω ότι πρέπει, έμμεσα ή άμεσα, να αντιμετωπίσουμε το ερώτημα που έθεσα πριν από λίγο: υπάρχει κάτι που κάνει την Αμοργό ξεχωριστό ποίημα ή πρέπει να δεχτούμε ότι είναι ένα καλό ποίημα που εξαντλεί τον προορισμό του όταν ενταχθεί στις εφεδρείες του υπερρεαλισμού της γενιάς του ’30;
*
Θεωρώ εξαρχής προβληματική μια τέτοια απόπειρα, γιατί χρησιμοποιεί τη γενιά αυτή ως τον μοναδικό ορίζοντα για να συζητήσει τη δημιουργία και την πρόσληψη ενός έργου, το οποίο ανήκει σε ευρύτερο πεδίο, με διαδρομές συχνά απρόβλεπτες και με χρήσεις απρόσμενες. Είναι σαν να δίνουμε γι’ αυτή τη γενιά αναδρομικά, και συχνά υπηρετώντας σημερινές ανάγκες και ιδιοτέλειες, την εικόνα μονοκρατορίας που σκέπαζε τα πάντα και δεν άφηνε τίποτε άλλο να ανθίσει, σαν η ένταξη σε αυτή να ήταν ο μόνος τρόπος να ανακηρυχθεί κανείς ποιητής του μοντερνισμού στην Ελλάδα.
Θεωρώ ότι, σήμερα πια, ο όρος γενιά του ’30 είναι και αχρείαστος και παραπλανητικός, όταν πρόκειται να μιλήσουμε για την πολυμορφία του ελληνικού μοντερνισμού. Οι δύο όροι δεν πρέπει να ταυτίζονται. Όχι γιατί η γενιά αυτή δεν υπήρξε, ως ομάδα ανθρώπων, ή γιατί επέβαλε έναν μύθο στα μέτρα της. Το αντίθετο ακριβώς, αφού διαδόθηκε και επικράτησε ως παντοδύναμη πραγματικότητα, με όλα τα σύνεργα της «πνευματικής» εξουσίας. Δεν είναι του παρόντος να πω περισσότερα. Θα αρκεστώ να παρατηρήσω ότι είναι πια καιρός να μιλάμε για ελληνικό μοντερνισμό και όχι να τον υποκαθιστούμε με τη γενιά του ’30. Με αυτή την αλλαγή προοπτικής όλα θα μεταβληθούν. Οι άνθρωποι της παρέας των Νέων Γραμμάτων θα βρεθούν σε άλλο περιβάλλον. Κοντά σε πολλούς αποκλεισμένους ή υποτιμημένους, και το σπουδαιότερο, σε ένα πεδίο όπου αλλάζουν οι αισθητικοί και ερμηνευτικοί συσχετισμοί, αναθεωρούνται κριτικές έννοιες και θεωρητικές απόψεις και ανανεώνεται η κοινωνικο-ιστορική προσέγγιση. Σε μια τέτοια δραστική αναμόρφωση του πεδίου που ονομάζεται ελληνικός μοντερνισμός η Αμοργός θα αποκτήσει αυτό που της ανήκει: διαφορετική θέση στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας και ισορροπημένη διάσταση στο παιχνίδι της πρόσληψης.
Εκεί πιθανώς να φανεί ότι αντέχει ακόμη, γιατί λέει περισσότερα από αυτό που φαίνεται αλλά και γιατί, πέρα από αυτό που λέει και εννοεί, λειτουργεί σε διαδοχικές γενιές αναγνωστών σαν αυτόνομη αξία, που ξεπερνά ιστορικούς προσδιορισμούς και αισθητικές αναλύσεις, παίρνοντας άλλες διαστάσεις, πιο παράξενες, πιο δραματικές, πιο μυθικές, δηλαδή παράγει νοήματα απρόβλεπτα. Αν δεχτούμε ότι ένα έργο δεν μπορεί να αποκοπεί από την τύχη του στην ανάγνωση, τότε η Αμοργός δεν πρέπει να διαβαστεί σαν ένα απλό ποίημα, όπως συνήθως το βλέπουν η φιλολογία και η κριτική, αλλά ως πολιτισμικό συμβάν.[1] Αλλιώς δεν θα μιλούσαμε ακόμη γι’ αυτή. Να μην παρεξηγηθώ. Όσα είπα συνιστούν πρόταση προς επεξεργασία. Εννοείται ότι το ερώτημα εκκρεμεί, τώρα όμως με άλλες προϋποθέσεις: τι είναι η Αμοργός από την προοπτική του σήμερα και μέσα στα ευρύτερα πλαίσια του ελληνικού μοντερνισμού;
*
Σε μια τέτοια διαπραγμάτευση οι λέξεις «παράδοση» και «καινούργιο» επανέρχονται αναπόφευκτα. Ωστόσο προτιμώ να τις βάλω σε παρένθεση, διότι δεν πρέπει το νόημά τους να θεωρηθεί αυτονόητο, για πολλούς λόγους, αλλά κυρίως επειδή έχουν τραυματιστεί βαθύτατα από την ιδεολογική κατάχρηση. Δεν πρέπει ως εκ τούτου να θεωρήσουμε ότι είναι δεδομένη η θέση της Αμοργού στην ελληνική λογοτεχνία. Γιατί το αυτονόητο οδηγεί στο ερώτημα: τι άλλο μπορεί ακόμη να πει κανείς, αφού ομοφώνως φιλολογία και κριτική ανέδειξαν το ποίημα στο βάθρο μιας σπάνιας μοναδικότητας που δεν γνώρισε επανάληψη; Πώς να μιλήσεις για τον Γκάτσο όταν η γενικευμένη αναγνώριση επέφερε, υπογείως, τη συγκαταβατική ερμηνεία; Τι άλλο να προσθέσει κανείς στα γραμματολογικά δεδομένα της γενιάς του ’30, στην ουρά της οποίας παραχωρείται θέση για την Αμοργό; Μήπως τα ζητήματα έχουν τεθεί και τα δεδομένα έχουν εκτιμηθεί με τέτοιον τρόπο από τους σαμάνους της φιλολογίας ώστε είναι περιττό να τολμήσουμε ένα βήμα παραπέρα; Μήπως και η κριτική έχει κάνει τα δέοντα, δηλαδή έχει οριστικοποιήσει το σχήμα της αποδοχής, οπότε προς τι τέτοια σπουδή; Μήπως ολοκλήρωσε το έργο της για την ανάδειξη του ποιήματος και για την εγκατάστασή του στον κανόνα της ελληνικής λογοτεχνίας, ως ενδιαφέρουσα εξαίρεση, η οποία, ως εξαίρεση, έχει τη δική της πια εγγυημένη θέση;
Όσο και αν ακουστεί παράδοξο, θα μπορούσε ένας διαφωνών να πει ότι όλη αυτή η φροντίδα άφησε το ποίημα άγνωστο και παραμελημένο, γιατί ουσιαστικά ο λόγος των σχολιαστών το περιτρέχει χωρίς να αγγίζει τον πυρήνα του. Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε να το προσεγγίσει κανείς ως αυτό που πρωτίστως είναι: ποιητική γραφή. Με άλλα λόγια χρειάζεται να έχει κανείς γνώμη για την ποίηση ως ποίηση, διαφορετικά το ποίημα εκλαμβάνεται ως γραμματολογική παρέκκλιση ή ως δείγμα πολλά υποσχόμενης αρχής ή ως ιστορικό τεκμήριο, γενικά ως κάτι δεδομένο που εντοπίζεται στο πεδίο: γενιά του ’30, υπερρεαλισμός, νεοτερικότητα, σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία. Εν άλλοις λόγοις: λήμματα σε εγκυκλοπαίδειες ή ασκήσεις φιλολογικής παλαιοντολογίας.
Αν αυτό σημαίνει η Αμοργός, πράγματι δεν θα είχα τίποτα να πω ούτε να προσθέσω. Αν όμως είναι κάτι άλλο; Μόνο με αυτή την απορία μπορώ μόνο να συνεχίσω, με την προϋπόθεση δηλαδή ότι το ποιητικό νησί που λέγεται Αμοργός περιμένει ακόμη (και για πάντα) την «αδύνατη» ανακάλυψή του. Αλλιώς μπορούμε να αναθέσουμε τη διαδικασία στους αρμοδίους. Και υπάρχουν πολλοί που αποφθέγγονται με απεριόριστο κύρος, αναβιβάζοντας την Αμοργό στο βάθρο μιας ανάδελφης γραφής, η οποία μένει εκεί ξεκομμένη από το mainstream που λέγεται γενιά του ’30, την ίδια στιγμή που αιχμαλωτίζεται στη σκιά της.
*
Ωστόσο, ο Γκάτσος άργησε αλλά απάντησε, η Αμοργός δεν απόμεινε, όπως έγραψε ο Γ. Π. Σαββίδης μια «θρυλική ξέρα»[2] της λογοτεχνίας μας. Απάντησε με τρόπο ανορθόδοξο, ορισμένοι θα λέγανε φυγόδικο, αλλά απάντησε. Δεν έχει σημασία αν το έκανε συνειδητά ή αν το έφερε ο καιρός και η τύχη. Από τη δεκαετία του ’50 και μετά, αργά αλλά σταθερά, χωρίς σπουδαίες αντιμαχίες και πάντα σε μια Ελλάδα όπου η γενιά του ’30 και οι συνεχιστές της κυριαρχούσαν στο φαντασιακό των μορφωμένων Ελλήνων, βάδισε, όπως είδαμε, τον δικό του δρόμο με δύο κρίσιμους προσανατολισμούς.
Ο πρώτος και σημαντικότερος ήταν η στροφή σε αυτό που πολλοί θεωρούσαν και θεωρούν κατώτερο είδος τέχνης, δηλαδή στο έντεχνο λαϊκό τραγούδι. Μπορεί σπουδαίοι ποιητές να ευτύχησαν να δουν μελοποιημένα τα ποιήματά τους κι έτσι να γνωρίσουν την ευρύτερη λαϊκή αποδοχή. Ο Γκάτσος όμως για δεκαετίες έγραψε στίχους για τραγούδια, πέρασε δηλαδή σε άλλη μορφή τέχνης και με αυτόν τον τρόπο άφησε την κορυφή του Παρνασσού, όπου λίγοι ξεμοναχιασμένοι απολαμβάνουν τα αγαθά των μουσών, για να κατέβει χαμηλότερα, δίνοντας χαρά, κέφι, απόλαυση και παρηγοριά σε πολλούς διψασμένους.
Δεν έχει σημασία ο γραμματολογικός χαρακτηρισμός, που εξυψώνει τον ποιητή και αγνοεί τον στιχουργό, ούτε η ειδολογική κατάταξη που διακρίνει, αξιολογικά, την ποίηση από τη στιχουργία. Μια τέτοια συζήτηση είναι άλλης τάξεως. Σημασία έχει ότι ο Γκάτσος, μόνος αυτός από όλη τη γενιά του, κατάφερε σε τόσο μεγάλη κλίμακα να διαπεράσει το αισθητήριο του νεοέλληνα στη μουσική και στην ποίηση αντάμα. Μετά από αυτόν και τα δύο είναι διαφορετικά. Ο λόγος του λειτούργησε καταλυτικά, γι’ αυτό και πολλοί, ειδήμονες ή μη, θεωρούν τον στιχουργό Γκάτσο μεγάλο ποιητή. Αυτή ήταν η πιο σημαντική συνέχεια της Αμοργού και η πιο αιχμηρή απάντηση του Γκάτσου στη γενιά του. Είναι όμως μια συνέχεια που προϋποθέτει τη ρήξη με το παρελθόν, τη βαθιά τομή ανάμεσα στο πριν και στο μετά. Ο Γκάτσος συνεχίζει την Αμοργό εγκαταλείποντάς την, αλλάζοντας ρότα. Δεν είναι ασυνήθιστο κάτι τέτοιο, τόσο στην τέχνη όσο και στη ζωή. Οι ασυνέχειες δεν σταματούν στο «πουθενά» και στο «τίποτα», δεν παραπέμπουν αποκλειστικά στη σιωπή του κενού, αλλά συχνά σηματοδοτούν δύσκολες μεταβάσεις ή αιφνίδιες αλλαγές πορείας.
Όπως είπε, απευθυνόμενος ποιητικά στον Σεφέρη, το 1963:
Αλλάζουν οι καιροί περνάν τα χρόνια
Του κόσμου το ποτάμι είναι θολό
μα εγώ θα βγω στου ονείρου τα μπαλκόνια ………………………………………[3]
Ο δεύτερος προσανατολισμός έχει να κάνει με την παρουσία του στον κοινωνικό χώρο. Ο Γκάτσος υπήρξε μια σχεδόν μυθική μορφή. Ένας λιγόλογος, αποτραβηγμένος άνθρωπος, τον οποίο ήθελαν να γνωρίσουν όλοι οι περίεργοι της κουλτούρας· ιδιαίτερα οι νέοι. Αν και μακριά από τη δημοσιότητα, υπήρξε από τους πιο ευνοημένους της. Η εικόνα του θυμόσοφου συνομιλητή, του ευγενικού εστέτ, του εύστοχου σχολιαστή δεν άργησε να τον μετατρέψει σε γκουρού της αθηναϊκής ζωής. Όσο απέφευγε αυτόν τον ρόλο τόσο η φήμη τον κυνηγούσε. Αυτή φαίνεται να ήταν η απάντηση του Γκάτσου στον ορυμαγδό των καλλιτεχνικών συγκρούσεων, των κριτικών συρράξεων, των κοσμικών γεγονότων, των βραβείων, των έργων, των εθνικών αναγνωρίσεων. Με αυτή τη σωκρατική παρέμβαση στην καθημερινότητα και με τη δυναμική συνεπικουρία των στίχων του συνέχισε την Αμοργό, καθιστώντας δηλαδή τον καθημερινό βίο έργο τέχνης, με ήρωα και πρωταγωνιστή τον «Νίκο Γκάτσο».
Προφανώς έχουμε να κάνουμε με δημιουργία άλλης μορφής που προσλαμβάνεται συνήθως με λογοτεχνικούς όρους. Ανεξάρτητα από τους λόγους που τον οδήγησαν σε μια τέτοια απόφαση, δεν μπορούμε παρά να παραδεχτούμε ότι και πρωτότυπη υπήρξε και αποτελεσματική. Τι θα είχε να κερδίσει η ελληνική ποίηση αν ο Γκάτσος συνέχιζε στα ίδια βήματα της Αμοργού; Έτσι όμως, πιθανώς εξωθημένος από ένα σωρό αδιέξοδα, απάντησε στη γενιά του, αλλά και σε εμάς έθεσε, με άμεσο και οξύ τρόπο, το ερώτημα: γιατί είναι κατώτερη τέχνη η στιχουργική; Γιατί είναι κακό να απευθύνεσαι στο ευρύ κοινό αξιοποιώντας τη μαστοριά σου σε λαϊκότροπα είδη τέχνης; Ποιος τελικά αποφασίζει για όλα αυτά;
Επίσης: πόσο σημαντικό είναι μια κοινωνία να διαθέτει προσωπικότητες που δρουν, ποικιλοτρόπως, ως λογοτεχνικά happening, ως αφηγήσεις που εμπνέουν και εξάπτουν τη φαντασία του κοινού; Με αυτά τα ερωτήματα θέλω να πω ότι το καινούργιο στον Γκάτσο, στην εκδοχή που μόλις είδαμε, έγινε σε μεγάλη κλίμακα η παράδοσή μας, η παράδοση του καινούργιου, την ίδια στιγμή όμως ο ίδιος παρέδωσε, δηλαδή εγκατέλειψε, το καινούργιο του μοντερνισμού (την περιπέτεια της καινοτομίας) σε άλλα χέρια. Και αυτό δεν πρέπει να ήταν μικρό τίμημα. Η ιστορία ωστόσο δεν τελειώνει εκεί. Ο Γκάτσος μάς δίνει την ευκαιρία να συλλογιστούμε εκ νέου τι εννοούμε με τους όρους «παράδοση» και «καινούργιο». Ακόμη πιο πιεστικά, μας αναγκάζει να πάρουμε θέση, μια θέση από την οποία κρίνεται η άποψη μας για την τέχνη, τον κόσμο και την ιστορία, απέναντι στο ερώτημα: τι είναι για τον καθένα μας η παράδοση του καινούργιου στην Ελλάδα; Μήπως δεκαετίες τώρα συζητάμε με έτοιμα σχήματα, με κατεστημένες προκαταλήψεις, με ψόφιες ιδέες γι’ αυτό που σημαίνει πολλά για το παρόν και το μέλλον; Για την παράδοση του καινούργιου; Μήπως, για να μιλήσω κυριολεκτικά, το καινούργιο το παραδώσαμε αντί να μας παραδοθεί;
*
Δεν σας έκρυψα ότι όλα αυτά δεν είναι παρά σκέψεις πάνω στην αμηχανία. Ακόμη δεν ξέρω πώς πρέπει να μιλήσω για τη σκοτεινή πλευρά του Γκάτσου. Για όσα αποσιωπά ή μόλις αφήνει να φανούν. Μήπως πρέπει να ξαναδιαβάσουμε τους τελευταίους στίχους της Αμοργού ως μια αναγγελία αλλαγής δρομολογίου;
Χρόνια και χρόνια πάλεψα με το μελάνι και το σφυρί βασανισμένη καρδιά μου...
Ή να ξανασκεφτούμε το:
Ποιας πυρκαγιάς να ’ναι αντίλαλος αυτός ο κουρνιαχτός στον αγέρα;[4]
Ή το:
Ώσπου να γίνεις πάλι μια φωτιά μες στη μεγάλη Τύχη που σε γέννησε.[5]
Ίσως, περισσότερο από κάθε άλλο, μας χρειάζονται σήμερα τα «βαριά σφυριά της υπομονής»,[6] όπως τα λέει, όταν συμβουλεύει:
Μη γίνεσαι ΠΕΠΡΩΜΕΝΟΝ.[7]
Δεν ξέρω. Ξέρω όμως ότι ψάχνουμε έναν χαμένο ελέφαντα.[8] Ο καθένας ψάχνει όπως μπορεί και όπου ξέρει. Στη δική μου αναζήτηση μια σκιά με κυνηγά. Είναι αυτός που λείπει (εντελώς προσχηματικά) από το ποίημα του Γκάτσου «Ο Ιππότης και ο Θάνατος». Ο σκοτεινός συνομιλητής με την αγριεμένη μορφή, όπως παρουσιάζεται στον πίνακα του Ντύρερ «Ο Ιππότης, ο Θάνατος, και ο Διάβολος». Δεν ξέρω ποιος διάβολος βασάνιζε τον Γκάτσο, ούτε ξέρω ποιον θα συναντήσουμε ως άτομα και ως χώρα μάλλον σύντομα. Αυτό που ξέρω είναι πως τόσα χρόνια ψάχνοντας για τον χαμένο ελέφαντα αντί να μάθω κάτι βούλιαξα στην απορία και στην αμηχανία. Μου έμεινε όμως ένα άλλο κέρδος. Να μάθω να ψάχνω. Να αναζητώ. Να περιπλανιέμαι. Να παίζω σκάκι με τον διάβολο.
Τώρα που ομολόγησα την αμηχανία μου απέναντι στον Γκάτσο, νιώθω ότι και το ψάξιμο έφτασε στο τέλος του. Γιατί, να, βλέπω τον ελέφαντα να αναχωρεί, πετώντας πάνω από το κείμενο, προς το άγνωστο...
Ο Δημήτρης Δημηρούλης διδάσκει Θεωρία και κριτική της λογοτεχνίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
[1] Επινοηματική υπήρξε, ως προς αυτό, η αρθρογραφία του Ευγένιου Αρανίτση στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία.
[2] Γ. Π. Σαββίδης, Μικρά Καβαφικά. Αθήνα: Ερμής, τ. Β΄, 1985, σ. 31
[3] «Τραγούδι του Παλιού Καιρού», (1963).
[4] Αμοργός, (1943).
[5] «Ο Ιππότης και ο Θάνατος [1513», (1947).
[6] «Ο Ιππότης και ο Θάνατος [1513», (1947).
[7] Αμοργός, (1943).
[8] «Κι ένας χαμένος ελέφαντας αξίζει πάντοτε πιο πολύ από δυο στήθια κοριτσιού που σαλεύουν», Αμοργός, (1943).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου