8/10/11

Χρυσάνθη Ζιτσαία

Ή, τρεις «προδοσίες»


ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΚΕΝΤΡΟΥ-ΑΓΑΘΟΠΟΥΛΟΥ

Η πρώτη γνωριμία μου με την ποιήτρια Χρυσάνθη Ζιτσαία έγινε το 1953 στο περίπτερο ΧΡΩΠΕΙ της Διεθνούς Εκθέσεως Θεσσαλονίκης,  όπου εργάστηκα  εκείνον τον Σεπτέμβρη, με την υποχρέωση να προσφέρουμε στους επισκέπτες το παυσίπονο algon των Χρωματουργείων Πειραιώς, και με την εντολή να καταγράφουμε τα ονόματα όσων δέχονταν αυτό το νέο …θαυματουργό κεφαλαλγικό προϊόν.
Το όνομα της Ζιτσαίας, ως λυρικής παραδοσιακής ποιήτριας, κυκλοφορούσε τότε, δεν θυμάμαι από ποια στόματα, ενώ ποιήματά της διάβαζα κάπου κάπου στην εφημερίδα Μακεδονία την οποία αγοράζαμε μόνο τις Κυριακές.

Το ίδιο καλοκαίρι είχα διοριστεί για δεύτερη συνεχή χρονιά, και μάλιστα ως υπαρχηγός, στις παιδικές κατασκηνώσεις της Μέριμνας, στο Μπαξέ Τσιφλίκι, ενώ προηγουμένως είχα παρακολουθήσει υποχρεωτικά επί ένα μήνα μαθήματα ειδικά για παιδιά, στη Σχολή Στελεχών, σε μια αίθουσα της ΧΑΝΘ, αν δεν απατώμαι.
Ο μόνος ομιλητής που μου έμεινε στη μνήμη ήταν ο ποιητής Γιώργος Θέμελης, ο οποίος μας δίδασκε ψυχολογία του παιδιού. Ήταν η πρώτη φορά που τον άκουγα, με συνάρπαζε η ομιλία του, επιθυμούσα να μην τελειώσει.
Εκείνο το καλοκαίρι του ’53, προέκυψε το πρόβλημα ενός «ύμνου» που θα έπρεπε να ετοιμάσουμε για την πρόεδρο της Μέριμνας, την κυρία Ουρανία Μποζάνη, επειδή σκόπευε να επισκεφτεί την κατασκήνωσή μας. Η κυρία Μποζάνη ήταν η μεγάλη δημιουργική ψυχή της «Μέριμνας του παιδιού»  και ως εκ τούτου της άξιζε να επαινεθεί δεόντως, να εκφράσουν δηλαδή τα παιδιά ομόφωνα την ευγνωμοσύνη τους στην προσωπικότητά της και την μεγάλη προσφορά της στην κοινωνία των παιδιών και στις ανάγκες τους.
Ο κλήρος έπεσε σε μένα, σκάρωσα λοιπόν κουπλέ και ρεφρέν, τα κοτσάρισα σε μια μελωδία γνωστού τραγουδιού, κι όταν ήρθε η πρόεδρος, διακόσια ογδόντα τρυφερά στοματάκια ξεφώνισαν τον «ύμνο» ωραία, γεγονός που ενθουσίασε  και συγκίνησε την κυρία Μποζάνη, όσο για μένα, κόντευα να κλάψω όταν με συνεχάρη και με φίλησε γι’ αυτήν την προσφορά μου σ’ εκείνη. Το ίδιο καλοκαίρι, η αμοιβή μου ως υπαρχηγού, μου έδωσε την ευτυχία ν’ αποκτήσω το πρώτο ρολόι της ζωής μου.
Ας έρθουμε όμως στη γνωριμία μου με την ποιήτρια Χρυσάνθη Ζιτσαία. Η Χρυσάνθη Ζιτσαία-Οικονομίδου καταγόταν από τη Ζίτσα της Ηπείρου, εξ ου και το ψευδώνυμό της. Κύπριος ο άντρας της και ως εκ τούτου το πάθος τής υπεράσπισής της για την Κύπρο, εκεί κι εδώ στη Θεσσαλονίκη, με ομιλίες, γραπτά κείμενα και ποιήματα, ήταν παροιμιώδες. Είχε πολύ τσαγανό η Ζιτσαία, πολλή λεβεντιά, μαζί με μια γλυκύτατη ευγένεια που σε κέρδιζε απ’ την αρχή.
Η μία κόρη της γιατρός, παντρεμένη κι εγκατεστημένη στην Κύπρο –ποτέ δεν την γνώρισα– η άλλη κόρη της η Γαλάτεια Οικονομίδου-Μπαλτά, βιολίστρια επί πολλά χρόνια στην Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης, μητέρα του μαέστρου και συνθέτη Άλκη  Μπαλτά – το  καμάρι της γιαγιάς Χρυσάνθης.
Καθηλωμένη λοιπόν εγώ στο περίπτερο ΧΡΩΠΕΙ της Διεθνούς Εκθέσεως Θεσσαλονίκης, σε μια πολύωρη ορθοστασία μαζί με μια πλήξη αφόρητη, μοίραζα στον κόσμο το παυσίπονο algon, οπότε ρωτώντας το όνομα μιας κυρίας για να το καταγράψω στο τετράδιο επισκεπτών, είχα την ευχάριστη έκπληξη να γνωρίσω από κοντά την ποιήτρια Χρυσάνθη Ζιτσαία! Της είπα δειλά ότι κι εγώ γράφω... Έδειξε θερμό ενδιαφέρον και μου πρότεινε να γνωρίσει τα ποιήματά μου. Είχε κάτι γλυκά μάτια, το θερμό κοίταγμά της έμπαινε μέσα σου, μάγευε την ψυχή σου.
Το 1960 ήρθε μια μέρα στο σπίτι –ήμουν ήδη παντρεμένη, με μικρό παιδί– διάβασε τα ποιήματα πίνοντας καφέ, ενθουσιάστηκε, μου πρότεινε να τα εκδώσω κι ότι εκείνη θα με βοηθούσε σ’ αυτή τη διαδικασία.
Ένα πρωί τα πήρα παραμάσχαλα και πήγα στο ραντεβού μας, στην οδό Αγγελάκη 15, στα «Καλλιτεχνικά Τυπογραφεία του Ελληνισμού», κάποιου ονόματι Καλουδά, εκεί όπου τα επιμελήθηκε ο ποιητής Τάσος Ν. Πετρής – δεν θυμάμαι καν αν τον είχα γνωρίσει.
Τον τίτλο «Ψυχή και Τέχνη» τον είχαμε βρει μαζί με την Ζιτσαία, τίτλος ατυχής βέβαια, δοκιμιακός εν πολλοίς, όσο για τα ποιήματα, μισά σε έμμετρο στίχο, μισά σε ελεύθερο, ήταν πρωτόλεια και συναισθηματικά, ώστε ο μέγας κριτικός Ανδρέας Καραντώνης να πει στην εκπομπή τού βιβλίου, από το ραδιόφωνο, ότι «δεν μας δίνουν αφορμή για σχόλια…» (Αργότερα είχε γράψει τρεις κριτικές για βιβλία μου και δύο φορές ουζάραμε μαζί στου Απότσου· εκεί μου γνώρισε και τον Γ. Κατσίμπαλη).
Είχα αποκηρύξει εγκαίρως την πρώτη ποιητική συλλογή μου κι είχα ντραπεί γι’ αυτήν όταν ήρθα σε επαφή και βαθειά γνωριμία με την ποίηση της Ζωής Καρέλλη. Στα μετέπειτα χρόνια είχα αισθανθεί τη δυσαρέσκεια της Ζιτσαίας για την απομάκρυνσή μου από κείνην και τους δικούς της παραδοσιακούς ρυθμούς, αλλά πώς να το κάνουμε, η «προδοσία» ήταν αναπόφευκτη, παρόλο που μέσα σ’ αυτό το βιβλίο τής είχα αφιερώσει ένα ποίημα-ύμνο, σε στίχο παραδοσιακό.
Η Ζιτσαία αγαπούσε πολύ και βοηθούσε τους νέους ποιητές, δίνονταν ολόκληρη. Κάποτε, στην αίθουσα της «Φιλοπτώχου Αδελφότητος Κυριών Θεσσαλονίκης» (έτος ιδρύσεως 1873), στην οδό Ν. Κουκουρλή, σε μια τιμητική βραδιά για κείνην και την ποίησή της, είχα μιλήσει κι εγώ, τονίζοντας την θερμή φροντίδα της προς τους εκκολαπτόμενους ποιητές.
Η πρώτη επίσκεψή μου στο σπίτι της, στις 40 Εκκλησιές, ήταν σημαδιακή για μένα. Για να μη με αφήσει μόνη στο δωμάτιο, σ’ ένα δωμάτιο με ζεστά στρωσίδια, απλά, σπιτικά, που απέπνεαν φιλοξενία, προσωπικότητα και οικειότητα, έφερε εδεκεί τον τσεσβέ, το καμινέτο κι όλα τα σχετικά του καφέ κι επάνω σ’ ένα τραπεζάκι τον έψησε παρουσία μου, σαν να γνωριζόμασταν από χρόνια. Η γλυκύτητα του προσώπου της και της ομιλίας της με είχαν σκλαβώσει κυριολεκτικά.
Μια άλλη επίσκεψή μου ήταν απ’ αφορμή μιας σύναξης λογοτεχνών στο σπίτι της, όπου μεταξύ άλλων και η Ζωή Καρέλλη. Όταν η οικοδέσποινα πρότεινε να διαβάσουμε κάτι ο καθένας μας, εγώ που είχα πάρει μαζί μου ένα ποίημα ανέκδοτο, αφιερωμένο στην Καρέλλη,* έκανα την απρέπεια να το διαβάσω, κι όταν, μετά τα χειροκροτήματα τσάκωσα την έκφραση του προσώπου της Ζιτσαίας, αισθάνθηκα μια άλλη «προδοσία» που της έκανα μέσα στο ίδιο της το σπίτι, αγένεια κι αχαριστία απέναντι στη γενναιοδωρία της προς εμένα. Πώς να το κάνουμε όμως, όταν ήδη βρισκόμουν αλλού, όταν η συγκλονιστική ποίηση της Καρέλλη μου είχε ανοίξει άλλους δρόμους; Η Καρέλλη σηκώθηκε τότε από τη θέση της, ήρθε προς εμένα, με φίλησε συγκινημένη, ενώ εγώ ήθελα εκείνη τη στιγμή να εξαφανιστώ.
Η τρίτη «προδοσία» μου στη Χρυσάνθη Ζιτσαία ήταν όταν ένα δεκαπενταύγουστο, ημέρα της γιορτής μου, ήρθε μαζί με την κόρη της τη Γαλάτεια να μ’ επισκεφτεί, μ’  ένα κουτί γλυκά.
Όσο ήμουν στο πατρικό μου σπίτι, η μητέρα μου επέμενε να με γιορτάζει της Παναγίας κι επομένως να με υποχρεώνει να δέχομαι τις ευχές από τους επισκέπτες, και ο ιδρώτας να τρέχει ποτάμι, ντάλα καλοκαίρι. Όταν παντρεύτηκα είχα τη χαρά ότι τέρμα αυτό το βασανιστήριο, «ξενοιάσαμε απ’ τις πόλκες» καθώς συνήθιζε να λέει η γιαγιά μου η Ευανθία. Σχεδόν γυμνή μέσα στο σπίτι, να σκάει ο τζίτζικας που λένε, οι γυναίκες να χτυπούν επίμονα το κουδούνι της πόρτας μας, να μουρμουρίζουν «μπα, δεν είναι εδώ», κι εγώ να κρατώ την αναπνοή μου, ύστερα να κατεβαίνουν τις εξωτερικές σκάλες, ν’ ακούω τάκα τάκα τα τακουνάκια τους, τέλος, να βρίζω από μέσα μου τη γιαγιά μου την Πολυξένη που από το κάτω πάτωμα έσκασε μύτη κι άκουγα να λέει «δεν ξέρω κόρη μου, απάνω ήτανε πριν από λίγο», κι όταν πια εκείνες έφυγαν και μας έφερε τα γλυκά, τα βάλαμε στην παγωνιέρα χωρίς διάθεση ή περιέργεια να δω τι είναι, τη στιγμή μάλιστα που η γιαγιά μου εξεστόμισε «α, εδώ ήσασταν;» μου ήρθε να τη σαβουρντίσω από το σπίτι μας, σα να έφταιγε εκείνη.
Αυτή κυρίως η πράξη μου με κυνηγούσε για χρόνια ως μια επονείδιστη συμπεριφορά απέναντι στη γλυκύτατη ποιήτρια Χρυσάνθη Ζιτσαία, σ’ έναν σπουδαίο άνθρωπο, που με είχε αγαπήσει τόσο – και να σκεφτεί κανείς ότι εκείνο το απόγευμα μέσα στην κάψα του Αυγούστου κατέβηκε, μεγάλης ηλικίας ήδη, από τις 40 Εκκλησιές ως την Αγία Παρασκευή, για το δικό μου μούτρο.
 Ήθελα από χρόνια να εξομολογηθώ αυτές τις αποκοτιές μου, κι άραγε «αμαρτία εξομολογουμένη…»; Δεν τα πιστεύω αυτά.

*βρίσκεται στη συλλογή Διασταυρώσεις, 1966 Θεσσαλονίκη.

Η Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου είναι ποιήτρια και πεζογράφος

Δεν υπάρχουν σχόλια: