8/10/11

Ο Μάικλ, ο Ρόμπυ, η ποίηση και τα λογοτεχνικά στέκια γύρω στο ΄50

ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΗΡΑ

Ένα από τα χαρακτηριστικά επεισόδια της αμέσως μεταπολεμικής εποχής το οποίο και απασχόλησε την παγκόσμια κοινή γνώμη, ήταν η δίκη, η καταδίκη και η εκτέλεση του ζεύγους των Ρόζενμπεργκ ως κατασκόπων, εκτέλεση που ήταν συνεπής με το πνεύμα του μακαρθισμού και της κομμουνιστοφοβίας της αμερικανικής κοινωνίας του ‘40 και του ‘50. Πέρα από τις καθαυτό πολιτικές του συνδηλώσεις που όπως είπαμε ήταν παγκόσμιες, με εκτεταμένες αναφορές στον τύπο και στο ραδιόφωνο, το γεγονός αυτό είχε μια παράδοξη συνέχεια στις ζωές μιας παρέας φίλων στην Αθήνα εκείνης της περιόδου. Όπως λοιπόν μας αφηγείται ο συγγραφέας και κινηματογραφιστής Ροβήρος Μανθούλης (γ. 1929) στο εισαγωγικό μέρος των 37 Ποιημάτων του[1], ο  Μιχάλης Κατσαρός διάβαζε μια μέρα σε εφημερίδα, ενώ οι δυο τους ήταν στο «Πατάρι» του καφενείου του Λουμίδη, την περιγραφή της εκτέλεσης των Ρόζενμπεργκ, όταν, σταματώντας την ανάγνωση, είπε στον Μανθούλη ότι οι εκτελεσμένοι άφησαν πίσω τους δυο αγόρια, τον Μάικλ και τον Ρόμπυ! Ο Κατσαρός υπογράμμιζε έτσι με έμφαση και συγκίνηση την τυχαία συνωνυμία: Μιχάλης και Ροβήρος!  

Οι συμπτώσεις και το πώς δένονται αυτές μεταξύ τους, με τα πρόσωπα, τα γεγονότα και την ιστορία, είναι ένα διαρκές κίνητρο για τον Μανθούλη, σε όλα τα έργα του. Η φαντασία του δουλεύει συνδυαστικά, εντάσσοντας ακόμα και το τυχαίο σ’ έναν πολύπλοκο (γιατί όχι, με εσωτερική μαθηματική λογική)  μηχανισμό της φαντασίας του. Η λογική αυτή είναι αλήθεια πως απασχόλησε και άλλους προγενέστερους της λογοτεχνίας μας, όπως ο Οδυσσέας Ελύτης και ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης. Εδώ, στον Μανθούλη, ξεχωρίζει σε μερικά βιβλία του, διαφορετικού υποτίθεται είδους, όπως στο μυθιστόρημά του Lillys Story (2002) αλλά και στο Ημερολόγιο του Εμφύλιου Διχασμού, 1900-1974 (2006), όπου πολλά γεγονότα συνδυάζονται έτσι ώστε να μας ανοίγουν πρωτότυπους ορίζοντες για την ερμηνεία τους. Χωρίς να είναι αυτό που θα λέγαμε ένας ακαδημαϊκά οπλισμένος ερευνητής της σύγχρονης ιστορίας, συμπληρώνει τα όποια κενά με ένα δαιμόνιο ένστικτο εντοπισμού του καίριου, του σημαντικού, της ενδεχομένως όχι εξαρχής ορατής αιτίας. Όπως οι παλιοί διανοούμενοι του 19ου αιώνα που μπορούσαν να καταπιάνονται θαρραλέα με θέματα άκρως διαφορετικά, έτσι και ο Μανθούλης, ένας πολυτεχνίτης (και ίσως σ’ αυτό να συνέβαλε και η γαλλική του παιδεία), όχι μόνο μάχεται τη μονομέρεια και την κλειστή οπτική των ειδικών, αλλά και δημιουργεί συνεχώς έργα που δεν ορίζονται, δεν ταξινομούνται εύκολα. Σχεδόν πάντοτε η αφήγηση της ιστορίας  είναι το μεγάλο πίσω πλάνο, το plan arriere που έλεγαν άλλοτε στην κινηματογραφική θεωρία. Αλλά μπροστά από αυτό, στο προσκήνιο, παίζουν και συνομιλούν τα πάντα: η μουσική, η φιλοσοφία, η ποίηση, η αισθητική, η πολιτική. Αυτή η πολυμορφία, η πολυμέρεια της τέχνης του, διαισθάνομαι  περισσότερο ότι είναι ένα στοιχείο προσωπικό, δικό του, ιδιοσυγκρασιακό. Ψυχικών καταβολάδων αν προτιμούμε. Και το ότι έχει ασχοληθεί με όλα όσα «ανόμοια» διάλεξε, τον κινηματογράφο, το θέατρο, τη λογοτεχνία, τη γλώσσα, τη Σαπφώ, την αρχαία τραγωδία, τη τζαζ, και ένα σωρό ακόμα, με τον ίδιο ενθουσιασμό, την ίδια ορμητικότητα και τον ίδιο αισθησιασμό, νομίζω πως οφείλεται στο πάθος του για την ελεύθερη κίνηση της σκέψης και της επινόησης. Είναι ένας οδυσσεϊκός της τέχνης που τον κατέχει σε ό,τι κάνει, από τη ζωή του ως τη δημιουργία του, μια σχεδόν ενστικτώδης επιθυμία για το αδέσμευτο και το απεριόριστο: η βουλιμία του να το υπερβαίνει.
Τον συνάντησα στις αρχές του ‘90, στο Παρίσι, να ασχολείται με εκπληκτικό πάθος στο ανέβασμα της Κοινής Λογικής, ενός θεατρικού του Γιώργου Μανιώτη (για μένα του πιο επιτυχημένου του), δίνοντας τεχνικές  λύσεις και σκηνοθετικές προτάσεις που ομολογουμένως  δημιούργησαν στους θεατές της παράστασης που ακολούθησε μια διαφορετική, αντισυμβατική αίσθηση. Και νομίζω, κάνοντας ένα άλμα χρονικό, ότι αυτή τη διαφορετική αίσθηση την αποκομίζει και ο αναγνώστης των 37 Ποιημάτων, αυτού του κάπως ανορθόδοξου και αντιακαδημαϊκού βιβλίου του Μανθούλη που εκδόθηκε μεσούντος του φετινού καλοκαιριού. Ενός βιβλίου που κι αυτό κάθε άλλο παρά εντάσσεται εύκολα σε όρια, σε δεδομένα είδη, όπως άλλωστε δεν εντάσσονται σε κλισέ και ταξινομήσεις όλα όσα έχει κάνει.  Μήπως ακόμα και ο κινηματογράφος του δεν είναι κάτι μεταξύ μυθοπλασίας, δοκιμίου και ντοκιμαντέρ; Αλλά και αυτά τα ίδια τα ποιήματα που περιλαμβάνονται στο βιβλίο, καθώς είναι γραμμένα σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, κάτω από τελείως διαφορετικές συνθήκες και σε διαφορετικούς τόπους, θα μπορούσαν να είναι επίσης πολύ ανομοιογενή, αν δεν υπήρχε ως ενοποιό στοιχείο σε όλα τους κάτι το διαπεραστικά αυθόρμητο, μια εντυπωσιακή αμεσότητα που συνήθως τη συναντούμε σε κείμενα που θα τα ονόμαζα «πρώτης κοπής». Δηλαδή, κείμενα που γράφονται με μια εσωτερική ορμή και ίσως με μια διψασμένη βιασύνη, η οποία ωστόσο μας βοηθά στο να κρατήσουμε την πρωτοτυπία και την αρχική δύναμη της γλώσσας τους.
Είπα πιο πριν «ανορθόδοξου βιβλίου», αναφερόμενος στα 37 Ποιήματα. Και τούτο διότι πέρα από τον εκτενή πρόλογο, που ωστόσο συνδέεται άμεσα και βιωματικά με τα ποιήματά του, ο Μανθούλης παρεμβάλλει, όπου θεωρεί πως χρειάζεται, ερμηνευτικά σχόλια, ημερολογιακές καταγραφές, περιγραφές ονείρων, δημιουργώντας μια τολμηρή και πρωτότυπη σύνθεση-κουρελού, όπως συνηθιζόταν σε εποχές πιο δεκτικές σε πειραματισμούς. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το ότι αναφέρει προς το τέλος του εκτενούς εισαγωγικού του ότι γράφει αυτοματικά, ανάγοντας ασφαλώς τη διαδικασία της γραφής των ποιημάτων του, αλλά και των συνοδευτικών τους, στις αρχές του Dada και στα μανιφέστα του γαλλικού υπερρεαλισμού. Εγώ μπορεί να μην το έλεγα έτσι ακριβώς, «αυτοματικά», γιατί, καλώς ή κακώς, η έννοια της αυτόματης γραφής είναι ένα σχήμα λόγου περισσότερο, μια άσκηση, ένα παιχνίδι των ορίων της γλώσσας, παρά ένα αποτέλεσμα συνειρμών που συνδέει χωρίς παρεμβολές την διάχυτη αίσθηση με την έκφραση. Δέχομαι όμως απολύτως αυτό που ο Μανθούλης αναφέρει αμέσως πιο κάτω και που νομίζω ότι αποτελεί τον βασικό συνεκτικό ιστό της ποίησής του, από το μακρινό 1948, όταν ετοίμαζε την πρώτη του συλλογή, τα Σκαλοπάτια (1949)[2]: στην αρχή με ποιήματα πιο άναρχα, πιο «λετριστικά» όπως τα ορίζει εκείνος, στη συνέχεια με ποιήματα πιο αγωνιστικά, πιο συγκεντρωμένα στη συλλογική φωνή που ακούγεται από μέσα τους, ποιήματα στη γραμμή του πρώτου Κατσαρού ή του πρώτου Δημήτρη Χριστοδούλου, ή του πρώτου Τίτου Πατρίκιου, με τον οποίο ο Μανθούλης ήταν συμμαθητής. Πάντως στίχοι που τους συγκινούσε και τους υποκινούσε η πολιτική δράση. Ασφαλώς στο σύνολό τους τα τριανταεπτά αυτά ποιήματα δεν είναι πολλά σε μια διάρκεια εξήντα περίπου ετών. Κατά ένα τρόπο, όμως, λες και τα περισσότερα είναι γραμμένα την ίδια περίοδο, χωρίς πολλές αποκλίσεις, λες και η ποιητική φαντασία γοητεύεται και εκφράζεται με την ίδια πάνω κάτω διαδικασία. Λέει λοιπόν ο Μανθούλης, προς το τέλος του εισαγωγικού και αυτοαναφορικού του κειμένου, θέλοντας ίσως να διατυπώσει μια «θέση»: «Γράφω αυτό που θέλω να το πυροβολήσω κατά πρόσωπο - γιατί τι άλλο είναι η ποίηση, λέει ο Έλιοτ, από αυτό που ένα πρόσωπο απευθύνει σ’ ένα άλλο πρόσωπο; [...] Στον προφορικό λόγο [...] μιλάει η πόλη σου, η αγορά σου, η οικογένειά σου, η παρέα σου. Η παιδεία του πολίτη ή του ρήτορα. Όταν όμως γράφεις, μιλάει το σχολείο σου. Το κατεστημένο ή το ακατάστατο. Μιλάνε βέβαια οι δάσκαλοι αλλά και όλα αυτά που έμαθες μόνος σου, στη γωνιά σου και στη μοναξιά σου».
Δέσποινα
Θεοχαράκη-
Χωρίς τίτλο
Ένα από τα σχολεία στο οποίο θήτευσαν και διαπλάστηκαν τα 37 ποιήματα του Ροβήρου Μανθούλη, είναι οι νεανικές παρέες του, οι πρώιμες εμπειρίες του από μια ρευστή εποχή που προέκυψε αμέσως μετά τον πόλεμο και που σχεδόν αμέσως σκλήρυνε αφάνταστα μέσα στην πραγματικότητα των εμφυλίων, των στρατοπέδων και των πολιτικών διώξεων. Σ’ αυτή την περίοδο των πάνω κάτω δεκαπέντε ετών (1940-1955), και στη μνήμη ορισμένων από τα οικεία πρόσωπα του Μανθούλη που τη σημάδεψαν, στους «Ιερούς ποιητές», είναι αφιερωμένο το εισαγωγικό μέρος του βιβλίου. Τριάντα οκτώ σελίδες με συνεχή πήγαιν’ έλα στο χρόνο, έτσι ώστε τα ύστερα να αποτελούν ένα σώμα με τα πρότερα, δείχνουν ότι ο ψυχικός χρόνος είναι πάντοτε ενιαίος, αλλά και συνθέτουν νομίζω το μαρτυρολόγιο μιας δύσκολης όσο και συναρπαστικής νεότητας. Φίλοι που οι περισσότεροι δεν ζουν πια, τοποθεσίες, συνοικίες και στέκια που άλλαξαν άρδην. Η περιμετρική γύρω στη Σταδίου, στην Πατησίων, στα Εξάρχεια, στην Αλεξάνδρας. Ο Μανθούλης αναφέρει ξεκινώντας πέντε ονόματα, τους Γιώργο Τσουκαλά, Μιχάλη Κατσαρό Δημήτρη Χριστοδούλου, Νίκο Ζουμπουλάκη, Λεωνίδα Ζενάκο, αλλά η πινακοθήκη «αγίων» που ακολουθεί στις επόμενες σελίδες είναι πολυπληθέστερη, καθώς περνούν έστω και βιαστικά από το προσκήνιο ο Άρης Αλεξάνδρου, η Καίτη Δρόσου, ο Κώστας Ταχτσής, ο Φρίξος Ηλιάδης, ο Γιάννης Ιωαννίδης, ο Βαγγέλης Γκούφας, ο Μίνως Αργυράκης, που όλοι τους, μηδενός εξαιρουμένου, αποτελούν μικρά κεφάλαια ή έστω παραγράφους στην ιστορία των μεταπολεμικών γραμμάτων μας. Κάποια στιγμή άλλωστε, ενώ καθόμαστε στο  Βοξ της Πλατείας Εξαρχείων, εξηγώντας αυτή την πεποίθησή μου, είπα στον Μανθούλη ότι χωρίς τη μικροϊστορία, χωρίς αυτές τις μνημονικές του αναδρομές, παύει να είναι όσο χρειάζεται αντιπροσωπευτική, κοντά στον μέσο όρο, η όποια Ιστορία γράφεται ή πρόκειται να γραφτεί. Και πιστεύω ότι είναι κρίμα που αυτά τα στοιχεία των εισαγωγικών του Μανθούλη δεν βγήκαν νωρίτερα κι έτσι δεν τα περιέλαβε ο μακαρίτης Αλέξανδρος Αργυρίου όταν έγραφε την Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και της Πρόσληψής της. Και τούτο διότι όλη η εργασία του βασίστηκε εν πολλοίς σε τέτοιας λογής καταθέσεις ψυχής, στις μικρές ιστορίες που έφτιαξαν οι παρέες, οι τόποι συνάθροισής τους, τα περιοδικά, τα μανιφέστα[3]
Κεντρικό, συνεκτικό ρόλο στη ζωή και στις σχέσεις αυτής της παρέας, κάτι σαν συλλογικός τόπος στον οποίο διασταυρώνονται ζωές, όνειρα, επιθυμίες, φιλοδοξίες και πάθη, με τη ζωντάνια που περιγράφονται από τον Μανθούλη, είναι όπως ήδη είπαμε το περίφημο «Πατάρι του Λουμίδη». Το πατάρι το πρόλαβα κι εγώ στις αρχές του ‘70, αλλά ήταν πια στην πλήρη παρακμή του, ενώ τότε που το έζησε ο Μανθούλης δεν ήταν το ίδιο. Παρά τις διαρροές της γενιάς του ’30, που πήγαινε πλέον μετά τον πόλεμο σε πιο καθώς πρέπει στέκια, όπως το Μπραζίλιαν της οδού Βουκουρεστίου, το καφενείο κράτησε την αίγλη του για αρκετά χρόνια, φιλοξενώντας όχι μόνο τη γενιά του Νίκου Καρούζου, του Λεωνίδα Ζενάκου, του Μιχάλη Κατσαρού, του Μανθούλη, του Δημήτρη Χριστοδούλου, και των άλλων, μα και την αμέσως έπειτα. Αν και η αλήθεια είναι πως τα πράγματα δεν ξεχωρίζουν τόσο εύκολα ανάμεσα σε ποιητές που είναι νεώτεροι από τους προηγούμενούς τους κατά τρία ή τέσσερα μόνο χρόνια. Το «Πατάρι» ως δρώμενο της σύγχρονης λογοτεχνικής μας ιστορίας το διεκδικούσε με το ίδιο πάθος ο Σπύρος Τσακνιάς (γ. 1928) και ο Θωμάς Γκόρπας (γ. 1935), καθώς έτυχε πολλές φορές να υποστώ επί ώρες από τον δεύτερο το δοξαστικό μνημόσυνο που δεν παρέλειπε να κάνει με κάθε ευκαιρία[4].
Για όσους δεν το ξέρουν, τους νεώτερους, «Το Πατάρι» ήταν ένα ιστορικό καφενείο που πρέπει να άρχισε να λειτουργεί μεσούσης της Κατοχής, μιας και όπως μας έλεγε αργότερα ο Νίκος Γκάτσος, στις παρέες του  Zonars το ‘80, εκεί στα τραπεζάκια του είχε γράψει το μεγαλύτερο μέρος της Αμοργού (1943). «Με τον Νίκο Γκάτσο», λέει σχετικά και ο Ελύτης στα Ανοιχτά Χαρτιά, «είχαμε τώρα στήσει το στρατηγείο μας καταμεσής της οδού Σταδίου, στο πατάρι του Λουμίδη. Εκεί κουβαλούσαμε τις καινούργιες αγάπες μας, κυριολεκτικά και μεταφορικά, θέλω να πω τις καινούργιες ποιητικές συλλογές και τις καινούργιες φιλενάδες μας. Στα διπλανά τραπέζια η μαύρη αγορά έπαιρνε κι έδινε, απίθανοι τύποι έκλειναν παρτίδες ζάχαρη και παρτίδες κονσέρβα, υπογράφανε χαρτιά και παραδίδανε πελώριες βαλίτσες, παστωμένες από ετοιμοθάνατα εκατομμύρια [...] Πριν περάσει χρόνος, το πατάρι του Λουμίδη άρχισε να βουίζει από ένα παρδαλό μελίσσι, ποιητές χλωμούς και κοπέλες ξέμαλλες που απελπίζανε τα γκαρσόνια κι εκτοπίζανε σιγά-σιγά τους μαυραγορίτες κατά το κλιμακοστάσιο».[5]
Ένας τέτοιος τόπος συνάθροισης, από όπου πέρασαν σημαντικές ή λιγότερο σημαντικές μορφές των γραμμάτων μας, είναι μοιραίο να πέρασε κάποια στιγμή στην επικράτεια του θρύλου, και ο καθένας να το θεωρεί δικό του, για τους δικούς του λόγους. Πάντως, σκέπτομαι ότι αν αφαιρέσεις το περιβάλλον των μαυραγοριτών το οποίο σκιαγράφησε ο Ελύτης, η περιγραφή του Παταριού στο εισαγωγικό μέρος των 37 ποιημάτων δεν διαφέρει και πολύ. Η αμεσότητα και το «κατά πρόσωπο» γράψιμο που υιοθετεί ο Μανθούλης στα ποιήματά του περνούν και εδώ, στην αναπόληση και στην ανάκληση κάποιων βιωματικών εικόνων γύρω στο ‘50, με την ίδια, ίσως και περισσότερη ένταση. Το ίδιο σχεδόν ύφος στα ποιήματα και στις ενθυμήσεις. Εκπληκτικά ζωντανές εικόνες, συνειρμοί πάνω σε συνειρμούς που δείχνουν παράλληλα την θητεία του στον κινηματογράφο και την ικανότητά του στην τέχνη του μοντάζ, νοσταλγία αλλά και σπινθηροβόλο γράψιμο που αντιπαραβάλλει τη νεανική χαρά στο ζοφερό ορίζοντα της εποχής. Μια ευανάγνωστη αλλά και πολύτιμη μαρτυρία, εν τέλει.

Ο Αλέξης Ζήρας είναι κριτικός λογοτεχνίας



[1] Ρ.Μ.,37 Ποιήματα. Εξάντας 2011,95 σελ.
[2] Για τη συλλογή αυτή είχε γράψει ο Νικηφόρος Βρεττάκος στα Ελεύθερα Γράμματα, τχ. Ιαν.-Φεβρ.1949
[3] Να θυμήσουμε, λόγου χάριν, ότι από το «Πατάρι» του Λουμίδη βγήκε αργότερα (1957) η Ανθολογία Μεταπολεμικών Ποιητών, με εισαγωγή Αλέξανδρου Αργυρίου και ανθολόγους τους Ντίνο Γιωργούδη και Κ.Γεννατά, η πρώτη ανθολογία που απηχεί τις φωνές των ποιητών της Πρώτης Μεταπολεμικής Γενιάς. Βλ. και  Γιάννης Παπακώστας, Φιλολογικά Σαλόνια και Καφενεία της Αθήνας. Εστία 1991, σελ.310-313 : «Τα έξοδα της έκδοσης ανέλαβαν οι ίδιοι οι συγγραφείς, οι οποίοι συμμετείχαν με πενήντα δραχμές, για τέσσερεις, το πολύ, σελίδες ο καθένας», σύμφωνα με τις πληροφορίες του Δημήτρη Χριστοδούλου. Επίσης από το «Πατάρι», δηλαδή από τους λογοτέχνες που σύχναζαν σ’ αυτό, προήλθε το περιοδικό Αθηναϊκά Γράμματα (1957) του Δημήτρη Βαρουτσή, όπου με ποίημά του συνεργάστηκε και ο Ροβήρος Μανθούλης.
[4] Πρόλαβε πάντως ο Γκόρπας και έκανε ένα μικρό απολογισμό των ατέλειωτων ωρών που πέρασε στο «Πατάρι», μ’ ένα μικρό του κείμενο στο περιοδικό που έβγαλε πολύ αργότερα ο Ηλίας Λάγιος : βλ. «Το Πατάρι», περ. Ωλήν, τχ.8, Φεβρ.-Μαρτ. 1982, σελ.59-61.
[5] Οδ.Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά.Εκδόσεις Αστερίας 1974, σελ.315-316.

Δεν υπάρχουν σχόλια: