ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
ΤΟΥ ΣΑΚΗ ΣΕΡΕΦΑ
Δέσποινα Θεοχαράκη- Χωρίς τίτλο |
Την παρακάτω ιστορία μού την αφηγήθηκε ο Ευστάθιος Μπαρτζώκας, ή αλλιώς Μπέφας, όταν τον γνώρισα πριν δέκα χρόνια σε ένα ορεινό χωριό της ηπειρωτικής Ελλάδας, όπου βρισκόμουν υπό καθεστώς χειμερινού τουρισμού. Ο Μπέφας ήταν ο γενικός διευθυντής, αλλά και το μοναδικό εξέκιουτιβ μεγαλοστέλεχος, στο ψιλικατζίδικο του χωριού. Το είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του, ο οποίος το είχε ιδρύσει πολύ πριν επινοηθούν οι τηλεοράσεις, τα τρανζίστορ και τα τυρογαριδάκια. Η επιχείρηση δέσποζε στην πλατεία του χωριού, ακριβώς δίπλα στην στάση των ΚΤΕΛ, πράγμα που σημαίνει πως οι δουλειές πήγαιναν από περίφημα μέχρι εξαίσια.
Η συνετή διαχείριση των στρατηγικών κεφαλαίων της επιχείρησης και του ανθρώπινου δυναμικού της, η ρωμαλέα χειραγώγηση που ασκούσε στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, δηλαδή στη Μπέφαινα, τη γυναίκα του, καθώς και η διορατική επένδυση των αποθεματικών σε άλλες κερδοφόρες δραστηριότητες, όπως το μοναδικό ίντερνετ καφέ και η μοναδική κρεπερί του χωριού, φημισμένη για την κρέπα-γιδοτύρι, είχαν αναδείξει τον Μπέφα σε μια σεβαστή και υπολογίσιμη μονάδα του επιχειρηματικού τοπίου της περιοχής. Ανέγγιχτος από τη παγκοσμιοποίηση της ελεύθερης οικονομίας, ανεπηρέαστος από τον ανταγωνισμό και τις συγχωνεύσεις των πολυεθνικών εταιριών, ατάραχος από τα σκαμπανεβάσματα των διεθνών κεφαλαιαγορών, καθισμένος πίσω από τον πάγκο του, με φόντο τις συλλεκτικές γκοφρέτες, τα ληγμένα ξυραφάκια και τα μοριοδιασπασμένα αρχαία τυρογαριδάκια, ο Μπέφας απολάμβανε την αμεριμνησία του τοπικού μονοπωλίου του, γυροφέρνοντας μες στο μυαλό του τις αναμνήσεις από τον πολυτάραχο επιχειρηματικό του βίο. Μια τέτοια ανάμνηση μου αφηγήθηκε εκείνο το απομεσήμερο, καθώς πίναμε από ένα ποτήρι ρακή, εκείνος πίσω από τον πάγκο, κι εγώ πλάι στην ξυλόσομπα, ενώ το χιόνι έξω είχε σαβανώσει για τα καλά το τοπίο. Τα κάστανα έσκαζαν ένα-ένα καθώς ψήνονταν πάνω στη σόμπα, όμως τα μάτια του Μπέφα, όσην ώρα μιλούσε, έδειχναν όλο και πιο κορωμένα, με μια λάμψη σχεδόν απίστευτη για τα ογδόντα χρόνια τού κατόχου κυκλοφορίας τους. Να λοιπόν τι μου είπε ο Μπέφας:
«Θυμάμαι ήτανε μόλις είχανε βγει τα καρτοτηλέφωνα. Μέχρι τότε, το μόνο τηλέφωνο στο χωριό το είχα εγώ, εδώ στο μαγαζί. Ουρά γινότανε. Μη κοιτάς που τώρα ακόμα και τα νήπια κυκλοφοράνε μ’ ένα κινητό στην κωλότσεπη. Κι όσο να ’ναι, εκεί που περιμένανε να πάρουνε σειρά, όλο κι από κάτι θυμόντουσαν να ψωνίσουν. Α, ναι, είχαμε καλό χαΐρι μ’ αυτό το τηλέφωνο στο μαγαζί. Λοιπόν, ένα πρωί ήρθανε κάτι καλόπαιδα από τον ΟΤΕ και μπήξανε έναν θάλαμο παράμερα στην πλατεία, να, εκείνον εκεί πίσω από τον πλάτανο, άμα σκύψεις θα τον δεις. Μετά από κάνα μήνα βάλανε και τους στύλους, φέρανε και τη γραμμή, και να’ σου το καρτοτηλέφωνο. Τον πρώτο καιρό, ο κόσμος δεν το πλησίαζε και πολύ, δεν το ήξερε να το δουλέψει, έκρυβα κι εγώ τις κάρτες, ‘λήξανε, όλο τις παλιές και τις μπαγιάτικες μάς φέρνουνε εμάς εδώ’, τους έλεγα όταν ερχόντουσαν ν’ αγοράσουν καμιά. Ε, όση ώρα περιμένανε, τους κερνούσα κι από καμιά ρακί, κάνα στραγάλι, μπουμπούνιζα και τη ξυλόσομπα, άνοιγα και την τηλεόραση, γλυκαινόντουσαν. Σου λέει ο άλλος, πού να κάθομαι τώρα έξω στο κρύο να τηλεφωνάω, άσε μωρέ, καλύτερα στου Μπέφα, να κάνουμε και λίγο μουχαμπέτι.
Με τον καιρό, τους γύρισα όλους πίσω στο μαγαζί. Μονάχα έναν δεν μπόρεσα να τον φέρω με τα νερά μου. Καινούργιος ήταν στο χωριό. Δάσκαλος στο μονοθέσιο. Αυτός ήρθε μετά που το στήσανε το καρτοτηλέφωνο. Παλικαράκι, γύρω στα εικοσιπέντε, ο πρώτος διορισμός του ήτανε εδώ. Μαζεμένο παιδί, δεν του έπαιρνες εύκολα τα λόγια. Ερχότανε συχνά στο μαγαζί να ψωνίσει. Κάνα τσιγάρο, καμιά μπύρα, καμιά οδοντόκρεμα. Όμως τηλέφωνο δεν έπαιρνε ποτέ από μένα. Πήγαινε απέναντι στον θάλαμο. Μια φορά κάθε μήνα, την πρώτη Κυριακή. Τότε του ερχόταν κι ένα πακέτο με το ΚΤΕΛ απ’ το νησί του, και το βράδυ κλεινότανε με τις ώρες στον θάλαμο και τον ντουμάνιαζε με τα τσιγάρα του. Μα με χιόνια, μα με παγωνιές, αυτός εκεί, στον θάλαμο, δεν καταλάβαινε τίποτα. Εμένα δεν μου άρεσε καθόλου αυτή η δουλειά, γιατί τον έβλεπε το χωριό και σου λέγανε, δάσκαλος είναι, κάτι παραπάνω θα ξέρει για να τηλεφωνάει από τον θάλαμο. Αφού αρχίσανε κάνα δυο μπαρμπάδες να πηγαίνουνε κι αυτοί εκεί, κι όπως έδειχνε το πράμα, στο τέλος θα τους έχανα όλους.
Δεν κρατήθηκα, κι ένα βράδυ παραμόνεψα, να δω τι κάνει τόσες ώρες μέσα στον θάλαμο ο δασκαλάκος. Άφησα την κυρά Μπέφαινα στο μαγαζί, και πήγα και κρύφτηκα πίσω από τον πλάτανο. Το είχε πάρει πάλι με το ΚΤΕΛ το πακέτο του ο δάσκαλος το μεσημέρι, οπότε υπολόγισα ότι θα πάει πάλι να τηλεφωνήσει. Μάιος ήτανε, γλυκός ο καιρός, ευτυχώς δεν κρύωνα. Σε καμιά ώρα, να’ σου κι ο δάσκαλος. Με το κεφάλι κάτω, και το πακέτο παραμάσχαλα. Μπήκε κατευθείαν στον θάλαμο αφήνοντας ανοιχτή την πόρτα, κι αράδιασε πέντε τηλεκάρτες πάνω στον τηλεφωνικό κατάλογο. Μετά, άνοιξε το πακέτο, κι έβγαλε από μέσα ένα ταπεράκι. Τ’ ακούμπησε κι αυτό στο τηλέφωνο, κι από δίπλα έστρωσε ένα πιρούνι κι ένα πενηνταράκι ούζο, που τα είχε στην τσέπη του. Ύστερα, σήκωσε τ’ ακουστικό, και τηλεφώνησε. Είπε ένα σκέτο ‘γεια, εγώ είμαι’ κι αμέσως σώπασε, ζουπώντας γερά το ακουστικό στο αυτί του. Όσην ώρα άκουγε, τσίμπαγε κι από καμιά πιρουνιά μέσα από το τάπερ, έπινε κι από καμιά γουλιά ούζο, κι ύστερα τσιγάρο και κάτι βογκητά, σα γκαστρωμένη προβατίνα.
Μια ολόκληρη ώρα κράτησε αυτή η ιστορία. Τον άκουγα να κλαίει αμίλητος και τον πόναγε η καρδιά μου. Όλο ‘αχ’ και ‘αχ’ ήτανε, και δώσ’ του οι πιρουνιές και το ούζο. Στο τέλος, παραπατούσε όταν βγήκε, αλλού τα πόδια κι αλλού το κεφάλι. Πήγα από δίπλα του και τον πήρα με το μαλακό. Ήτανε να τον λυπάσαι τον κακομοίρη, σκέτη τύφλα απ’ το ποτό. Τον τράβηξα στο μαγαζί. Έδιωξα την κυρά, κλείδωσα, κατέβασα τα κιοπέγκια, του έβαλα ένα μπουκάλι ούζο μπροστά του, και μου τα ’πε όλα. Στο νησί του τηλεφωνούσε κάθε μήνα, στους δικούς του. Το σπίτι του ήτανε δίπλα στο κύμα. Και του έλειπε πολύ η θάλασσα, δεν το μπορούσε καθόλου το βουνό, πνιγότανε, έτσι μου είπε. Μόλις τηλεφωνούσε, η μάνα του έβγαζε τ’ ακουστικό απ’ το παράθυρο, για ν’ ακούει ο δασκαλάκος μας το κύμα και να παρηγοριέται. Στο τάπερ που του στέλνανε με το ΚΤΕΛ, του είχανε μέσα τηγανιά από γλυκάδια ψαριών. Κάνα χαβιάρι από μπακαλιάρο, κάνα συκώτι από μπαρμπούνι, καμιά καρδιά από ροφό, αυτά του αρέσανε του δασκαλάκου. Τα έτρωγε, άκουγε και το κύμα, και τον έπιανε το παράπονο τον άμοιρο, γιατί στη βάρκα μέσα είχε μεγαλώσει, ψαράς ήτανε ο πατέρας του. Γι’ αυτό, που λες, δεν ερχότανε στο μαγαζί μου να τηλεφωνήσει, για να μην βλέπουμε να σπαρταράει στο κλάμα.
Μου τα ’πε όλα και σα να ξαλάφρωσε λιγάκι. Ε, πάνω κει, του ’κανα κι εγώ τη συμφωνία. Να έρχεται να τηλεφωνάει στο μαγαζί όταν θα κλείνω, το βράδυ, για να μην τον βλέπει κανείς. Να ’χει τη ζέστα του, μια καρέκλα να καθίσει, ένα τραπέζι για ν’ ακουμπήσει το φαγί του. Κι έτσι έγινε από εκεί και στο εξής, δεν τον ξαναπλησίασε τον θάλαμο. Τον άφηνα μονάχο του στο μαγαζί, κλείδωνα, έκανα μια γύρα στο χωριό, κι όταν γυρνούσα, τον έβρισκα να κάθεται φρόνιμα στο τραπέζι και να με περιμένει. Από τότε, κανένας συγχωριανός δεν ξαναπλησίασε τον θάλαμο, του σπάσανε και τα τζάμια κάτι παιδιά με τις πέτρες, ρημάδι έγινε. Τι να κάνω, μαγαζί έχω κι εγώ, τι νομίζεις, δεν κρατιέται από μόνο του, θέλει να είσαι διαρκώς από πάνω του. Να σε κεράσω άλλη μια ρακί;».
Ο Σάκης Σερέφας (Θεσσαλονίκη, 1960) γράφει ποίηση, πεζό, θέατρο. Το τελευταίο του βιβλίο, «Θα γίνω ντιζέζ», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου