ΔΙΗΓΗΜΑ
ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΟΥΦΑΚΗ
Σκεπτόμουν αυτό το όμορφο, κομψό παπούτσι, που φορούσες μέσα στην ταβέρνα με τα χοντρά, ξύλινα, βαρέλια, τους καπνούς από τα τσιγάρα και το χωριάτικο τζάκι. Μικρά διαστήματα σιωπής ανάμεσα σε βροντώδη γέλια και σμιξίματα γυάλινων ποτηριών, για την υγεία. Εσύ, κάτω από το τραπέζι, σταύρωνες τις γάμπες, με μικρές, προσεκτικές κινήσεις, σαν να διεύθυνες τα λόγια σου, αφανώς, με τις λεπτές μπαγκέτες των ποδιών σου. Μέσα στο άνετο, μαλακό δέρμα του παπουτσιού, τα δάχτυλά σου τρίβονταν ανεπαίσθητα στη λεπτή μεμβράνη του καλσόν, σίγουρα και ασφαλή, νευρικά και ανήσυχα. Προσπαθούσες να τονίσεις όσα έλεγες, καθηλώνοντας τις μύτες των ωραίων σου παπουτσιών στο δάπεδο, με τις φτέρνες να ανασηκώνονται σχεδόν γυμνές και απροστάτευτες στην εξωτερική θερμοκρασία του δωματίου.
Η ακαριαία αίσθηση του χιούμορ λειαίνει για λίγο τις γωνίες του προσώπου σου, που σε λίγο ξαναπαίρνουν το κανονικό τους σχήμα, κοφτερό όπως η αλήθεια που βγαίνει στην επιφάνεια με το μανδύα του αυτοσαρκασμού. Σκέφτεσαι την απροθυμία των άλλων να σε ακούσουν -σχεδόν σε προσβάλλει-, όμως εσύ, πιστή σε κάτι που νιώθεις μέσα σου σαν πεπρωμένο, συνεχίζεις να υπερασπίζεσαι ένα αίσθημα ιερότητας, όπως την ανάμνηση των οικογενειακών γιορτών γύρω από το μεγάλο τραπέζι, με οίνο και άρτο, όταν ήσουν παιδί. Στα τραπέζια γύρω μας φτηνές κανατούλες του κρασιού, στο χρώμα του χαλκού, γέρνουν στα ποτήρια και επιστρέφουν στην ακινησία, οι τηγανητές πατάτες αχνίζουν χρυσάφι στο πιάτο, στα στόματά μας στριφογυρίζουν ερωτικά σαλιγκάρια που σε λίγο ελευθερώνονται από το κέλυφός τους. Και πάλι μικρές μετατοπίσεις των ποδιών σου, οι αγκράφες επιστρέφουν τη λάμψη από το φως που δέχονται. Πλάι τους ένας λεκές από σάλτσα πάνω στο δάπεδο κι ένα μικροσκοπικό κομματάκι τυριού που ασυναίσθητα αποφεύγεις να πατήσεις. Ένα φίνο ζευγάρι γυναικεία παπούτσια, εκρού με σκούρο μπεζ φιόγκο και αγκράφα, τόσο αταίριαστα δίπλα σε όλα αυτά, σκέφτομαι. Φαντάζομαι τα παπούτσια σου να πατούν πάνω σε αστραφτερά δάπεδα μουσείων, με τον αστράγαλό σου λίγο ψηλότερα, και να αναμετριούνται για ώρα με τη γύμνια ενός κλασικού γλυπτού που έχουν απέναντί τους ή να ακουμπούν σε μεταξωτά χαλιά αστικού σπιτιού της δεκαετίας του 1960, όπου δίνεται συναυλία με έργα για πιάνο του Ερίκ Σατί, κι αργότερα, μετά την ιεροτελεστία των Γυμνοπαιδιών και των Gnossiennes, τα χαλιά να αποσύρονται και τα υπέροχα παπούτσια σου να στριφογυρίζουν σε ρυθμό ροκ εν ρολ μέχρι αργά, μαζί με τους υπόλοιπους καλεσμένους. Εκείνα, όμως, εξακολουθούν να βρίσκονται δίπλα στο λερωμένο δάπεδο της ταβέρνας, πολλές φορές προβάλλουν ελάχιστα από την άκρη του τραπεζιού μας και συχνότερα μένουν ντροπαλά κάτω από το τραπεζομάντηλο. Κάποτε μετατοπίζεις τα πόδια σου προς τα πίσω, τα παπούτσια χάνονται κάτω από την καρέκλα, σαν να συσπειρώνεσαι στον εαυτό σου, όπως τότε που ήσουν μικρή, ή σαν να ετοιμάζεσαι να βγάλεις φτερά για να πετάξεις σε άλλες ηπείρους. Εξάλλου, είσαι μια φανατική των ταξιδιών, μια συλλέκτρια εξωτερικών τοπίων και καινούργιων τόπων. Οι αγγελικοί καταρράκτες της Βενεζουέλας, οι καταθλιπτικές φαβέλες της Βραζιλίας, τα αθώα βοοειδή στις αχανείς εκτάσεις της Αργεντινής, οι εξωτικές φυτείες καπνού στην Κούβα, με φύλλα που τυλίγονται ηδονικά πάνω στη μελαμψή σάρκα ποδιών μυθικών κοριτσιών. Ακούω τις διηγήσεις από τα ταξίδια σου. Αναρωτιέμαι, αν τα λεπτά, χαμηλά σου παπούτσια είναι τόσο άνετα και βολικά στο βάδισμα, και πόσο μακριά θα μπορούσες να φτάσεις με αυτά, αλλά η γοητεία τους μου υποβάλλει κυρίως τοπία εσωτερικών χώρων και σκηνές από την καθημερινότητάς σας. Καθισμένη στο κρεβάτι, σηκώνεις ανεπαίσθητα το ένα σου πόδι από το έδαφος και ελευθερώνεις διαδοχικά τις πατούσες σου. Πριν τα ακουμπήσεις στο πάτωμα, ίσως το χέρι σου περνά φευγαλέα από την επιφάνειά τους, απαλά σαν χάδι. Όπως διατηρούν ακόμη τη ζεστασιά του σώματός σου, τα αισθάνεσαι ένα κομμάτι από σένα, όμως πρέπει να τα αποχωριστείς και να τα αποθέσεις στοργικά στη θέση τους, μέχρι την επόμενη φορά.
Δημήτρης Καλόγηρος- Η αίσθηση του χρώματος |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου