9/7/11

Επικαιροποίηση μιας παλαιάς τεχνικής

ΤΗΣ ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΣ ΤΣΟΥΠΡΟΥ

ΠΑΤΡΟΚΛΟΣ ΛΕΒΕΝΤΟΠΟΥΛΟΣ, Επιτύμβια, εκδόσεις Γαβριηλίδης, σελ. 50

Στο Λεξικό λογοτεχνικών όρων και θεωρίας λογοτεχνίας του J. A. Cuddon (Μεταίχμιο, 2010), στο λήμμα «επιτύμβιο (επίγραμμα)» διαβάζουμε τα ακόλουθα: «επιγραφή σε τάφο ή ταφικό μνημείο: ένα είδος αποχαιρετισμού, που μπορεί να έχει χαρακτήρα επίσημο, εγκωμιαστικό, χιουμοριστικό ή ακόμα και ανάλαφρο». Είναι γνωστά, βέβαια, τα χαρακτηριστικά για την απλότητα και την δύναμή τους επιτύμβια του Σιμωνίδη του Κείου (διασημότερο, ίσως, όλων εκείνο για τους Τριακόσιους των Θερμοπυλών), ενώ το έβδομο βιβλίο τής Παλατινής Ανθολογίας (ο Cuddon αναφέρεται, λανθασμένα, στο τέταρτο βιβλίο) περιλαμβάνει την πιο σημαντική συλλογή κλασικών επιτύμβιων επιγραμμάτων, τα οποία, μάλιστα, άσκησαν ουσιαστική επίδραση στους συγγραφείς της ρωμαϊκής και της αναγεννησιακής εποχής (από τις εκδόσεις Άγρα κυκλοφορούν οι τόμοι Επιτάφιος Λόγος και Συμποτικά Επιγράμματα, αμφότεροι σε μετάφραση του Παντελή Μπουκάλα). Στη νεότερη εποχή, δε, κάνοντας ένα μεγάλο άλμα, θα μπορούσαμε να αναφερθούμε στην χαραγμένη φράση στον τάφο του Νίκου Καζαντζάκη, γραμμένη από τον ίδιο: «Δεν ελπίζω τίποτα. Δεν φοβάμαι τίποτα. Είμαι ελεύθερος». Τι σχέση μπορεί να έχουν με τα παραπάνω τα Επιτύμβια του Πάτροκλου Λεβεντόπουλου;
Μήπως ακολουθούν την γραμμή που χάραξε ο Κωνσταντίνος Καβάφης με τα δικά του «επιτύμβια», ορισμένα από τα οποία θεωρούνται από τα ωραιότερα ποιήματά του; Αξίζει εδώ να παραθέσουμε την παρατήρηση της Ελένης Πολίτου–Μαρμαρινού, στην μελέτη της «Ο Καβάφης και ο γαλλικός Παρνασσισμός» (Συγκριτική Φιλολογία. Από τη θεωρία στην πράξη, Ελληνικά Γράμματα, 2009), σύμφωνα με την οποία όλοι σχεδόν οι Παρνασσικοί, και ιδιαίτερα ο Hérédia, έχουν χρησιμοποιήσει αυτήν την αρχαιοπρεπή ποιητική μορφή ως πρότυπο ποιητικής έκφρασης – σε ένα, μάλιστα, από τα επιτύμβια σονέτα τού Hérédia η ερευνήτρια επισημαίνει ότι «συναντάμε και τη γνωστή μας από τον Καβάφη αναπαράσταση στο ποίημα των μισοσβησμένων ταφικών επιγραφών». Σε αυτό το πλαίσιο θα εντάσσαμε και το ανά χείρας τομίδιο;
Παρόλο που το καβαφίζον ύφος είναι ενίοτε ευδιάκριτο, και όχι μόνον σε αυτήν την ποιητική συλλογή τού Λεβεντόπουλου (προηγήθηκαν Ο ποιητής, Καστανιώτης, 1999 και Λεξιθήριο, Γαβριηλίδης, 2006) τα Επιτύμβιά του είναι μία χαρακτηριστικά προσωπική δημιουργία. Με τις τυποποιημένες αφιερώσεις («εις καταξιωμένον πρεσβύτην ποιητήν», «εις υπέργηρον ερωτοπαθή γραίαν», «εις αποβιώσαντα σεμνόν υπαλληλίσκον», «εις επιδειξία γνώσης») να αντικαθιστούν την πλειοψηφία των τίτλων των εξήντα ενός, αριθμημένων με ελληνικά σημεία, ποιημάτων (εξαιρούνται τα: «Προοίμιον Άιδου», «Υπόγεια χορηγία», «σχόλιον υπερευσεβούς πιστού», «μεταθανάτιες ταξιδιωτικές οδηγίες», «υποθήκη ανδρείου αλλά βιαίου πολεμοχαρούς ανδρός», «Αγνώστου σήμα», «επισήμανση λατρευτικού κτίσματος εις κοιμητήριον» και «Διαχρονική αυταπάτη», τελευταίο της συλλογής και εμπνευσμένο) και με την απεύθυνση σε δεύτερο πρόσωπο να εναλλάσσεται, τις περισσότερες φορές, με την πρωτοπρόσωπη, λιγότερο συχνή πάντως, αφήγηση, ο Λεβεντόπουλος κατορθώνει, άλλοτε ειρωνευόμενος άλλοτε σατιρίζοντας, πάντοτε, όμως, κοιτάζοντας την ζωή από το τέλος προς την αρχή, άρα με υποψία, να μας δώσει ψήγματα εύληπτης αλλά, αναπόφευκτα, πικρής σοφίας: «Όμως ο Χάρος ήταν κατηγορηματικός/ Αμετάκλητα θα έπρεπε να αποδημήσεις./ Ιδιωτικού δικαίου είναι άλλωστε η ζωή/ Κι ήρθε η ώρα φίλτατε/ Τη συνεργασία σου να λύσεις». Μετακινούμενος από ένα ετερόχρονο, όσο και διαχρονικό, σκηνικό, που θυμίζει κάποτε και τους Μίμους του Ηρώνδα (ο Καβάφης, παρεμπιπτόντως, τους είχε αφιερώσει το, ανέκδοτο, «Οι Μιμίαμβοι του Ηρώδου»), σε ένα άλλο, απολύτως συγχρονισμένο, όπου «σε τρισάγια, μνημόσυνα ή σ’ όποιες λειτουργίες» πρέπει «να αποφεύγονται ΕΜ ΠΙ ΘΡΙ και κινητά» (και σταθμεύοντας ενδιάμεσα, για λίγο, σε μία ζοφερότητα που θυμίζει την «Λήθη» του Μαβίλη), ο σύγχρονος επιγραμματοποιός παραπέμπει αδιάκοπα στην εξίσωση όλων μπροστά στον θάνατο: πλούσιων και φτωχών, ένδοξων και άδοξων, όμορφων και άσχημων.  Αλλά και η Τέχνη προσφέρει αδιακρίτως την τελευταία μνεία – πόσες φορές δεν συναντά κανείς ένα εύστοχο επιτύμβιο σε έναν κατά τα άλλα “άσημο” τάφο;

Κωνσταντίνα Αραπάκη- Χωρίς τίτλο

Δεν υπάρχουν σχόλια: