9/7/11

Από πατριώτης Έλληνας, πατριώτης Εβραίος...

ΤΟΥ ΛΑΜΠΡΟΥ ΜΠΑΛΤΣΙΩΤΗ

ΙΑΚΩΒ ΣΙΜΠΗ – ΚΑΡΙΝΑ ΛΑΜΨΑ, Η ζωή απ’ την αρχή. Η μετανάστευση των Ελλήνων Εβραίων στην Παλαιστίνη (1945-1948), εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σελ. 399

Η προσφορά του βιβλίου στην ελληνόγλωσση βιβλιογραφία είναι σαφώς ευρύτερη από τις αναφορές στον τίτλο. Γιατί με αφορμή την μεταπολεμική έξοδο των ελλήνων Εβραίων, οι συγγραφείς ασχολούνται και εξετάζουν μια σειρά ζητήματα. Ο έλληνας αναγνώστης έχει πλέον ένα εγχειρίδιο για την ιστορία της εβραϊκής μεταπολεμικής μετανάστευσης, για το πώς συγκροτήθηκε το κράτος του Ισραήλ, αλλά και περισσότερες γνώσεις για την ιστορία των ελλήνων Εβραίων πέραν από την περίοδο 1945-1948.
Για το κύριο θέμα που εξετάζει το βιβλίο, οι συγγραφείς επεξεργάστηκαν έναν τεράστιο όγκο αρχειακού υλικού και συνεντεύξεων το οποίο τιθάσευσαν με επιτυχία. Πρόκειται για την αγνοημένη, και σε ένα βαθμό αποσιωπημένη, εκούσια μετανάστευση στην Παλαιστίνη/Ισραήλ. Αποσιωπημένη από την ίδια την εβραϊκή κοινότητα, καθώς η μετανάστευση περίπου του μισού των επιζώντων διαταράσσει το σχήμα  της αφοσίωσης των Εβραίων στο ελληνικό κράτος –έστω, πόσο μάλλον  στο ελληνικό έθνος. Αποσιωπημένη βέβαια και από την επίσημη ελληνική εθνική ιστοριογραφία, καθώς στη μετακίνηση αυτή εμπλέκεται η κεντρική ελληνική διοίκηση, οι τοπικές αρχές και «ορθόδοξοι» Έλληνες που με τις διοικητικές πρακτικές, τις πολιτικές και τη στάση τους επεδίωξαν και «συνέβαλαν» σε αυτήν την έξοδο.
Η τεκμηρίωση αυτών των στάσεων και πρακτικών συνιστά ένα από τα πιο ενδιαφέροντα και αποκαλυπτικά στοιχεία του βιβλίου, καθώς η σχετική συζήτηση για τις πολιτικές της ελληνικής διοίκησης απέναντι στους Εβραίους της Ελλάδας άνοιξε μόλις τα τελευταία χρόνια.[1] Στα μέσα του 1946 είχαν αποδοθεί μόνο 37 από τα τουλάχιστον 2000 καταστήματα που ανήκαν σε Εβραίους της Θεσσαλονίκης. Όχι μόνο δεν εκτελούνταν οι αποφάσεις των δικαστηρίων, αλλά η Γενική Διοίκηση Μακεδονίας καλούσε την κοινότητα να περιορίσει τις αξιώσεις της για να μη δημιουργηθεί «κοινωνικό ζήτημα». Όπως αποκαλύπτεται στο βιβλίο, οι  ελληνικές αρχές έφτασαν στο σημείο να αρνηθούν την (επαν)είσοδο σε έλληνες Εβραίους που δεν είχαν ελληνική ιθαγένεια. Το τμήμα αυτό του βιβλίου (σσ. 122-160) είναι κατά τη γνώμη μας από τα πιο ενδιαφέροντα, καθώς η παρουσίαση του πλέγματος των νομικών και διοικητικών οχλήσεων προς τις εβραϊκές κοινότητες νοηματοδοτεί διαφορετικά την «εκούσια μετανάστευση», αλλά και συμπληρώνει την εικόνα για την πολιτική απέναντι σε κάθε πληθυσμιακή ομάδα που θεωρήθηκε «αλλογενής» την περίοδο του Εμφυλίου.
Η παρουσίαση των προσπαθειών της διεθνούς και ντόπιας ομάδας που είχε αναλάβει να πείσει και να προετοιμάσει τους έλληνες Εβραίους για την αναχώρησή τους και η ανάλογη περιγραφή των πρώτων χρόνων διαβίωσης στην Παλαιστίνη/Ισραήλ,  πέρα από το αυτόνομο ενδιαφέρον που έχει, μας αποκαλύπτει με εξαιρετικό τρόπο αυτή την ιδιότυπη γέννηση του εθνικού κράτους του Ισραήλ και  μια εβραϊκής-ισραηλινής ταυτότητας, μια ιδιότυπης, πλην όμως κανονικής εθνογένεσης που οι απαρχές της πήγαιναν πίσω κάποιες δεκαετίες. Ή όπως το θέτει σε ένα κείμενό του στο βιβλίο ένας από τους συντονιστές της σιωνιστικής τάσης μιλώντας για τους έλληνες Εβραίους «δεν έχουν ιδέα από εβραϊσμό». Έτσι, ένα δεύτερο ιδιαίτερης σημασία σημείο του βιβλίου είναι αυτό που σχετίζεται με τις μαρτυρίες του πώς οι (έλληνες, στην περίπτωσή μας), Εβραίοι, έγιναν Ισραηλινοί. Ο λόγος τους, κυρίως στο εκτεταμένο Επίμετρο του τόμου με τίτλο «Μαρτυρίες», είναι συγκλονιστικός. Όχι μόνο για το τι πέρασαν στην Κατοχή, πώς τους φέρθηκε η μεταπολεμική Ελλάδα, πώς διαψεύστηκαν οι προσδοκίες τους περί ισραηλινού παραδείσου, αλλά περισσότερο για το πώς δημιουργείται μια εθνική κοινότητα και πώς δημιουργεί-αναπλάθει την αφήγησή της. Για τον γράφοντα, συγκλονιστικότερη είναι η σιωπή των ανθρώπων αυτών για τη γλώσσα τους. Καμία ουσιαστικά αναφορά για τη γλωσσική μετατόπιση δεν υπάρχει στις μαρτυρίες ή και στο κείμενο. Όπως όλοι οι μετέπειτα ισραηλινοί, οι έλληνες Εβραίοι έπρεπε όχι μόνο να μάθουν άμεσα μια άγνωστη σε αυτούς γλώσσα, αλλά και να «ξεχάσουν» άμεσα τη μητρική τους (κυρίως judeospañol, αλλά και ελληνικά και άλλες). Αυτή η εξαιρετικά βίαιη και επιτυχημένη διαδικασία που έλαβε χώρα στο Ισραήλ, μαζί με την απεμπόληση κάθε ιδιαιτερότητας στο όνομα μιας κοινής εβραϊκής «ισραηλινότητας», φαίνεται ότι ήταν εξαιρετικά επιτυχημένη πέρα από το πρακτικό επίπεδο και στην καθολική συμβολική ηγεμονία της. «Ξαφνικά, από πατριώτης Έλληνας, έγινα πατριώτης Εβραίος», μας λέει πολύ χαρακτηριστικά ένας από τους μεταναστεύσαντες.  Αντίθετα με τη γλώσσα, οι αντιπαραθέσεις μεταξύ των Εβραίων από διαφορετικό γλωσσοπολιτισμικό περιβάλλον και η απουσία οποιουδήποτε δεσμού μεταξύ τους είναι εμφανής στις μαρτυρίες. Όχι γιατί η διαδικασία ομογενοποίησης και απεμπόλησης της όποιας ιδιαιτερότητας ήταν λιγότερο επιτυχημένη στα 60 χρόνια της ζωής του Ισραήλ. Αλλά γιατί επρόκειτο για ανθρώπους που έζησαν την αρχική προσπάθεια ομογενοποίησης,[2] καθώς και το ότι η ιδιαιτερότητα της προέλευσης σχετίστηκε με την κοινωνική διαστρωμάτωση και τις ευκαιρίες ανέλιξης στο νέο κράτος, άρα διατήρησε κάποια συμβολική σημασία, θετική ή αρνητική.
Δύο είναι τα μειονεκτήματα του βιβλίου. Το πρώτο αφορά την «παράλληλη» ενασχόληση με πολλά ζητήματα, που όπως είδαμε, συνιστά τόσο προτέρημα, όσο και μειονέκτημα του τόμου. Μειονέκτημα, με την έννοια ότι ο αναγνώστης εμπλέκεται σε εκτεταμένες και λεπτομερείς αναφορές που λίγο σχετίζονται με την θεματική του βιβλίου. Επίσης, η απουσία παραπομπών για μερικά ζητήματα αδυνατίζει την τεκμηρίωση.   Αυτό που θα μπορούσε να καταλογίσει κανείς στο βιβλίο ως δεύτερο μειονέκτημα, είναι ότι υφέρπει μια μεταφυσική και τελεολογική αντίληψη για την πορεία των πραγμάτων. Είτε για την κακή βρετανική πολιτική που εμπόδιζε την μετανάστευση (ο προσεκτικός αναγνώστης θα την έβρισκε ούτως ή άλλως απλώς αντιφατική), είτε για την ίδια τη μετανάστευση: «Δεν άργησαν όμως να δουν τις θετικές πλευρές» της ζωής στα κιμπούτς μας λένε οι συγγραφείς στη σ. 277, δικαιολογώντας ασυνείδητα την αρνητική στάση των νεοαφιχθέντων. Αυτός νομίζω είναι και ο κύριος λόγος που απουσιάζει η οργανωμένη παρουσίαση των απόψεων και της δυναμικής των ελλήνων Εβραίων που αντιτίθεντο στη μετακίνηση (κομμουνιστών και μη) και η υποτίμηση των αρνητικών στάσεων αυτών που κατέφθασαν στην Παλαιστίνη/Ισραήλ.
Για να μην παρεξηγηθούν οι πιο πάνω αναφορές, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι ο τόμος στέκεται μακριά τόσο από τις εξιδανικεύσεις και αποσιωπήσεις, όπως για παράδειγμα της έκδοσης του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών το 2000, όσο και από τις υποτιθέμενες αντιεθνικιστικές δημοσιεύσεις του τύπου «Η γενοκτονία των Εβραίων στο Βραχώρι το 1821». Καταφέρνει να καλύψει επιτυχώς ένα μεγάλο ερευνητικό και βιβλιογραφικό κενό, όχι μόνο για την ιστορία των ελλήνων Εβραίων, αλλά εν τέλει της ελληνικής (και ισραηλινής) ιστορίας. Ελπίζουμε τα κενά που μένουν, για την πρώιμη μετανάστευση στην Παλαιστίνη (πριν τον Πόλεμο) και για την μετέπειτα ιστορία των ελλήνων Εβραίων στο Ισραήλ να καλυφθούν εξίσου επιτυχώς από τους ίδιους ή άλλους ερευνητές.
Κλείνοντας, θα προέτρεπα ακόμη και όσους δεν ενδιαφέρονται για την ιστορία, να διαβάσουν από το βιβλίο μόνο τις μαρτυρίες. «Ιστοριούλες» που μπροστά τους τα πιο απίθανα χολιγουντιανά σενάρια είναι παιδαριώδη και η συγκίνηση που προσφέρει το ...«Νησί» μηδαμινή. Αλλά, κυρίως, η ανάγνωσή τους θα συνέβαλε στο να πάψουν να ακούγονται φωνές, όπως αυτή που περιέχεται σε μια μαρτυρία: Μια γειτόνισσα κρυμμένης εβραϊκής οικογένειας, ανακαλύπτει το 1944 ότι οι γείτονές της δεν ήταν ορθόδοξοι. Η καλοπροαίρετη, κατά τα άλλα, κυρία τους ρωτά:  «Μοιάζετε νορμάλ άνθρωποι, πώς είναι δυνατόν να είστε Εβραίοι;».

Ο Λάμπρος Μπαλτσιώτης είναι διδάκτωρ Ιστορίας


[1] Κυρίως από τους Γιώργο Μαργαρίτη στους «Ανεπιθύμητους συμπατριώτες», τον Gunnar Hering  (ελλ. μτφ. το 2006) και τη Ρένα Μόλχο για την αντιεβραϊκή νομοθεσία του Βενιζέλου.
[2] Η σημερινή νέα γενιά των ισραηλινών έχει συνήθως μια αχνή ιδέα για την καταγωγή της, και, εκτός εξαιρέσεων που σχετίζονται και με κοινωνικοικονομικούς παράγοντες, καμία γνώση της γλώσσας που μιλούσαν οι ανιόντες τους. Προφανώς αυτό δεν ισχύει για τις νεότερες μετακινήσεις προς το Ισραήλ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: