22/7/11

Μοντερνισμός μέχρι το τέλος του κόσμου

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΑΡΣΕΝΙΟΥ, Χιλιάδα, ποιήματα, εκδόσεις Τυπωθήτω, σελ. 72


Ως πανεπιστημιακός φιλόλογος, η Ελισάβετ Αρσενίου έχει «αναλάβει» τόσο την αφήγηση της διαδρομής όσο και την παρακολούθηση των νέων εκφάνσεων του προκεχωρημένου μοντερνισμού, όχι απλώς καλύπτοντας ένα κενό, βολευόμενη ως φτωχή συγγενής δίπλα στην εξουσία και τη μονοτονία της γνωστής, κυρίαρχης μοντερνιστικής αφήγησης, αλλά καταξιώνοντας την ίδια τη φιλολογική ιδιότητα και λειτουργία, αφού ως έκκεντρη δραστηριότητα την νοηματοδοτεί, ως γρηγορούσα στο παρόν την ασκεί.
Έτσι, όταν η ίδια κατέρχεται στον ποιητικό στίβο, οι απαιτήσεις που εγείρονται είναι απείρως μεγαλύτερες, οι επιλογές της φωτίζονται συνεχώς στην οθόνη του φιλολογικού της έργου, ασφυκτιούν κάτω από το βάρος των εισηγμένων από την ίδια αισθητικών σημάνσεων, εν ολίγοις η φιλόλογος δείχνει έτοιμη να καταβροχθίσει την ποιήτρια, ή και να εκτεθεί, όπως ουκ ολίγοι συνάδελφοί της...
Ναι, έτσι θα ήταν, αν η σχέση της Αρσενίου με τον «προκεχωρημένο μοντερνισμό» ήταν απλώς φιλολογική, δηλαδή διεκπεραιωτική και αδιάφορη, γραφειοκρατική. Όμως η Αρσενίου, όπως τεκμαίρεται από την ανά χείρας ποιητική συλλογή, ζει και αναπνέει, ως σκέψη, αίσθηση και αισθητική, στις εκτάσεις που ορίζουν τα πιο ρηξικέλευθα απ’ κινήματα του μοντερνισμού, και κυρίως στη δύσκολη, κάποτε και δραματική, πάντως όχι αυτονόητη, ούτε ποτέ κυρίαρχη, προσπάθεια για τη συνέχιση των μοντερνιστικών τομών, για τη δικαίωση της καλλιτεχνικής δημιουργίας αλλά και του συμβαδίζοντος κριτικού λόγου, μέσω της πραγμάτωσης του αιτήματος της διαρκούς πρωτοπορίας.
ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ
Να γράφεις σε όμορφα καφέ
ζεστές ιδιωτικές αίθουσες
δωμάτια ξενοδοχείων πέντε αστέρων
χειμερινούς προορισμούς και καταφύγια
σαλόνια χρυσής κάρτας
δε σημαίνει πως ξεχνάς τον πόνο των ανθρώπων
δε σημαίνει πως δεν πονάς
πως δεν έχεις βαθιά σου μια κρυφή
μελαγχολία.
Να τραγουδάς σαν το πουλί
ζητώντας να μιλήσεις στα πουλάκια
να ονοματίζεις τις πέτρες
δε σημαίνει ότι απαγορεύεται να μπεις
στο κλαμπ των εξαιρετικών προσώπων.

Τίποτα δε σημαίνει.
Αλλά λέει.
Όταν όμως το διακύβευμα έχει τεθεί με τέτοιους, αισθητικούς όρους, τα πράγματα όντως γίνονται ακόμα πιο απαιτητικά για την φιλόλογο, απαγορεύοντας, ίσως και στραγγαλίζοντας, κάθε απόπειρα «πρωτογενούς» καλλιτεχνικής έκφρασης εκ μέρους της. Ναι, αν απαντούσε το διαφαινόμενο πρόβλημα με όρους τυπικά μοντερνιστικούς, θα έπρεπε να σιωπήσει. Αλλά με όρους πρωτοπορίας, δηλαδή μη σεβασμού των συμβάσεων, διεύρυνσης των ορίων, πειραματισμού, αυτοϋπονόμευσης, τα οποία χαρακτηρίζουν αυτό που κωδικοποιημένα ονόμασα «προκεχωρημένο μοντερνισμό», δηλαδή με όρους ουσιαστικής εμπλοκής σε όσα μελετά και διαχειρίζεται ως φιλόλογος, οι «πρωτογενείς» δοκιμές της Αρσενίου φαντάζουν αυτονόητες. Γιατί το ίδιο το «σώμα» το οποίο ερευνά, με το οποίο διαλέγεται, παραμένει ζωντανό και ενεργό.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΚΙΣΣΟΥ
Τα ίδια φυτά ανασηκώθηκαν.
Αγκαθωτά τα φυτά στο σκοτάδι.

Γι’ αυτό βλέπεις να δίνονται μας οδηγούν.

Ο τίτλος της συλλογής, «Χιλιάδα», δίνει ένα στίγμα χαρακτηριστικό: μονολεκτικός, σαφής, νοηματικά πεπερασμένος, όμως ταυτόχρονα αχανής, αναντίστοιχος σ’ ένα ολιγοσέλιδο ποιητικό βιβλίο, που σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να «ολοκληρώσει» ή να «εξαντλήσει» μια υπόσχεση ανάλογη με το εύρος του τίτλου. Πόσο μάλλον που το βιβλίο απαρτίζεται από τέσσερα μέρη, με τις ενδείξεις «Χιλιάδα Α» «Χιλιάδα Β», «Χιλιάδα Γ», «Χιλιάδα Δ». Πληθωρισμός; Χάος; Το πεπερασμένο της καλλιτεχνικής έκφρασης; Το μάταιο; Το μη τελεολογικό; Το μη μετρήσιμο με οποιονδήποτε ορθολογισμό;
Η απάντηση δεν μπορεί να είναι παρά μόνο αισθητική, και έχω την αίσθηση πως η αισθητική αφετηρία της Αρσενίου βρίσκεται στον μινιμαλισμό των σπαραγμάτων του Χουάν Μιρό. Μια αφετηρία που παραμένει γόνιμη σήμερα, γιατί κράτησε αποστάσεις ασφαλείας από τη σουρεαλιστική μεγαληγορία, όχι καιροσκοπικά αλλά με απόλυτη συνείδηση της τομής που πραγμάτωνε ο σουρεαλισμός στο σώμα της τέχνης: μόνο σπαράγματα, ασυνέχειες, ανομοιογένειες θα συνθέτουν εφεξής το πεδίο και τις γλώσσες της τέχνης, ό,τι κι αν διατείνονται. Και το μείζον; η σύνθεση; η μεγίστη των αφηγήσεων; Μα περί εκείνης ο λόγος, όμως με αυτούς ακριβώς τους όρους.

ΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ ΔΕΝ ΣΩΝΟΝΤΑΙ ΠΟΤΕ

Δεν είναι μόνον η επανάστασή του
που κάνει ο καθένας
ούτε αυτές που βλέπει με καπνούς και με μαντήλια
κι όσες φαντάζεται προσωπικά
να βγαίνουν από κόκκινα αστέρια
από ψευτοπολιτικά βιντεοκλίπ
αλλά κι αυτές που γίνονται τώρα
-υποθέτω με την άκρη του ματιού μου-
για να αφαιρέσουν τον έλεγχο
χωρίς μεσάζοντα και όριο ζωής
που κατακαίνε με βία βία χωρίς ρυθμό
άγρια που σπάνε
που ξεκολλάνε και λιώνουν
κι έτσι περιμένοντας
ετοιμάζουν το χώμα
για αυτές που θα γίνουν χωρίς τέλος
όχι τόσο αλλού αλλά κυρίως εδώ.


Κωνσταντίνα Αραπάκη- Χωρίς τίτλο

Δεν υπάρχουν σχόλια: