22/7/11

O νεοελληνικός αφηγηματικός πεζός λόγος την περίοδο του Διαφωτισμού

ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΜΑΥΡΕΛΟΥ

ΣΤΕΣΗ ΑΘΗΝΗ, Όψεις της νεοελληνικής αφηγηματικής πεζογραφίας 1700-1830, Ε.Ι.Ε, σ. 573

Κωνσταντίνα Αραπάκη- Χωρίς τίτλο
Είναι σπάνιο στις μέρες μας να κυκλοφορούν έργα που καλύπτουν ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα λογοτεχνικής παραγωγής και μάλιστα για μια εποχή η οποία μένει εν πολλοίς αχαρτογράφητη. Ο Διαφωτισμός αποτέλεσε αντικείμενο αξιόλογων συνθετικών μελετών, αλλά έλειπε μια συνθετική μονογραφία που να εστιάζει στη δημιουργική μας πεζογραφία, αναδεικνύοντας τον μεγάλο πλούτο της. Η ανά χείρας μονογραφία καλύπτει με επάρκεια το γραμματολογικό κενό. Από την εποχή που κατατέθηκε ως διδακτορική διατριβή αποτελούσε πολύτιμο βοήθημα για τους μελετητές. Η δημοσίευση και επικαιροποίησή της όμως αποτελεί σημαντικότερο βήμα προς την κατεύθυνση της μελέτης του Διαφωτισμού από ευρύτερο φάσμα αναγνωστών.
Το εγχειρίδιο αυτό έχει την ιδιότητα να είναι εύχρηστο και πρακτικό, παρά τον μεγάλο όγκο του. Σε αυτό βοηθούν και τα δύο παραρτήματα.
Η μελετήτρια θέτει εξ αρχής και με σαφήνεια τα χρονικά όρια, αλλά παράλληλα διευκρινίζει και το σκεπτικό επιλογής και ομαδοποίησης του υλικού. Η χρονική αφετηρία δίνει στην περίπτωση των δύο πρώτων Μαυροκορδάτων τη θέση που πραγματικά τους αξίζει στην ιστορία της νεοελληνικής γραμματείας, ενώ με τόλμη συνεχίζει την παράδοση της ένταξης των Φιλοθέου Παρέργων στην μυθιστορηματική παραγωγή, παρά τις περί του αντιθέτου άτολμες γνώμες που αποφεύγουν να χαρακτηρίσουν ειδολογικά το έργο.
Στο πρώτο μέρος επιχειρείται η κατάταξη του υλικού σε κατηγορίες που κυρίως καθορίζονται από θεματικά κειμενικά ή κάποια εξωκειμενικά (λειτουργία, προθέσεις, πρόσληψη) κριτήρια και λιγότερο από μορφικά, δομικά, τροπολογικά ή εν γένει ειδολογικά κριτήρια. Η συνέπεια της Στ. Αθήνη είναι πολύ σημαντική, όπως και η πολύ προσεγμένη δομή και η σαφήνεια στη διατύπωση των απόψεών της. Η άψογη βιβλιογραφική ενημέρωση στο εν λόγω μέρος, όπως και στα άλλα εξάλλου, είναι πολύτιμη για τον μελετητή ή και τον φοιτητή που χρησιμοποιεί τη μελέτη.
Η «Αισθηματική πεζογραφία» αφορά σε κείμενα, το περιεχόμενο των οποίων προσομοιάζει ως προς το ότι αφηγούνται ιστορίες έρωτα, περιλαμβάνει τρεις ομάδες κειμένων καθορισμένες με βάση ιστορικές ειδολογικές κατηγορίες ή είδη («ερωτικό-περιπετειώδες μυθιστόρημα», «ειδυλλιακή πεζογραφία» και «ηθογραφικό αφήγημα»). Στην πορεία, γίνεται σαφής η σχέση της πεζογραφίας μας τόσο με τα αυθεντικά αρχαία ελληνικά ή βυζαντινά κείμενα, όσο και με τα αρχαιόθεμα δυτικά μυθιστορήματα, «ερωτικά-περιπετειώδη» ή «ειδυλλιακά». Η συγγραφέας, εκμεταλλευόμενη τα αποτελέσματα επί μέρους ερευνών, ανιχνεύει και τις λειτουργίες που αυτή η παραγωγή (μεταφρασμένη ή σε πρωτότυπο) επιτέλεσε στα καθ’ ημάς πολιτισμικά συμφραζόμενα. Ως προς τα «ανατολικά αφηγήματα» συνοψίζεται η παραγωγή και η βιβλιογραφία που έχει αναδείξει την παρουσία και την επίδρασή τους, είτε πρόκειται για παλαιότερα κείμενα, που παρεισέφρησαν την βυζαντινή εποχή ή αργότερα μέσω της Δύσης, είτε για δυτικά κείμενα που έχουν «ανατολικό» θέμα. Η λειτουργία τους όμως, όπως και των αρχαίων ή αρχαιόθεμων, αλλάζει σε σχέση με τις προηγούμενες εποχές.
Στο τρίτο κεφάλαιο («Απόπειρες κοινωνικής θέασης») το υλικό οριοθετείται από εξωκειμενικά κριτήρια και το θέμα, ενώ, όπως τονίζεται, τα μορφικά ή ειδολογικά κριτήρια δεν θα δικαιολογούσαν την ένταξη στην ίδια ομάδα κειμένων, αφού, όπως παρατηρεί η συγγραφέας, τα γνωρίσματα των έργων είναι «ανομοιογενή ως προς τα μορφικά και δομικά της γνωρίσματα» (σ. 74). Η εκτενής αναφορά στο μυθιστόρημα του Μαυροκορδάτου (τα Φιλοθέου πάρεργα), αποτελεί μια σημαντική συμβολή και ορθώς η παρουσίασή του καταλαμβάνει τόσο μεγάλο μερίδιο στην όλη παρουσίαση. Κάτι ανάλογο ισχύει και για τον Ανώνυμο του 1789. Τα υπόλοιπα κείμενα (ελληνικά και μεταφρασμένα) παρουσιάζονται με συστηματικό τρόπο, συνοπτικότερα όμως, αναδεικνύοντας την εξαιρετικά μεγάλη ποικιλομορφία.
Στην τέταρτη κατηγορία το βασικό κριτήριο είναι η ύπαρξη ενός κωμικού ήρωα με έμφαση στη λειτουργία του. Από τα λίγα σχετικά παραδείγματα, το μόνο «πρωτότυπο» είναι ο Παπατρέχας, ενώ μεγάλη έμφαση δίνεται στη μετάφραση και κυκλοφορία των χειρογράφων του Δον Κιχώτη.
Με βάση το περιεχόμενο και τους ήρωες καθορίζεται και η πέμπτη ομάδα κειμένων (όλα μεταφρασμένα), η οποία αφορά στα μοτίβα «Περιπλάνησης και μύησης» που εντοπίζονται στα έργα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι σχεδόν απεικονίζει τις τύχες του λεγόμενου «μυθιστορήματος μαθητείας», όπως παρατηρεί και η ίδια η συγγραφέας, χωρίς ωστόσο να φαίνεται πως πιστεύει ότι ο ειδολογικός προσδιορισμός θα ήταν δυνατό να είναι και ο τίτλος του κεφαλαίου. Στην εν λόγω ομάδα θα μπορούσε να ενταχτεί και ο Παπατρέχας, αν και σε αυτό το κείμενο δεν έχουμε ταξίδι/-α, αλλά μόνο διαδικασία μύησης.
Πολύ ευρύτερη ως προς την ειδολογική ταυτότητα των κειμένων είναι η κατηγορία των «ιστορικών» αφηγημάτων, η οποία περιλαμβάνει και αφηγήσεις εκτός λογοτεχνικού πεδίου της δημιουργικής πεζογραφίας ή/και της ιστορικής αφηγηματικής πεζογραφίας, όπως αναφέρεται στην αρχή του κεφαλαίου. Όμως, η κατηγορία αυτή είναι από τις σημαντικότερες, γιατί αναδεικνύει την πορεία μετάβασης από την βυζαντινή άποψη για την Ιστορία στη «νεότερη» (ή νεοτερική;).
Για την «Παιδική και Νεανική Λογοτεχνία» γίνεται μια απόπειρα όχι μόνο καταγραφής και περιγραφής των έργων, αλλά και μια αξιόλογη προσπάθεια διαζωγράφησης του ρόλου των προτεσταντών στην εκπαίδευση. Τέλος, τα «Σύμμεικτα Αφηγήματα», είναι αρκετά ενδιαφέρουσα ομάδα, αφού εδώ εμπλέκεται το ζήτημα της μεικτής ειδολογικής ταυτότητας στην περίπτωση της «παρουσίας στοιχείων ποιητικότητας», όπως επισημαίνεται. Η περίπλοκη αυτή ειδολογική ταυτότητα θα μπορούσε να είχε αναλυθεί περισσότερο με όρους δομικούς και μορφολογικούς, με βάση την ειδολογική θεωρία, αν και αυτό ίσως να κατέληγε σε μια ανισοβαρή για τα δεδομένα της παρούσας μελέτης έκταση. Σημαντική άποψη που διατυπώνεται είναι η σχετική με τον ρόλο των αφηγημάτων στον «ανακαινισμό» του μυθιστορήματος, κάτι που θα μπορούσε να προσεγγίσει στο μέλλον αναλυτικότερα σε σχετική μελέτη.
Το δεύτερο μέρος της μονογραφίας αποτελεί κομβικό σημείο και σημαντικότατη συμβολή στον τομέα της ανίχνευσης των θεωρητικών απόψεων των συγγραφέων της εποχής, κεφάλαιο που συνήθως λείπει από ιστορικές επισκοπήσεις για την νεοελληνική λογοτεχνία. Θα μπορούσαν, ωστόσο, να εξεταστούν βαθύτερα κάποια θέματα όπως η παρουσία της Αισθητικής ως Θεωρίας της Τέχνης εκτός από τη Ρητορική. Η Αθήνη είναι ενήμερη, όπως φαίνεται από τη πλουσιότατη βιβλιογραφία, για τα υπάρχοντα πορίσματα των ερευνητών και παρουσιάζει τις απόψεις των λογίων με εύληπτο τρόπο, ανιχνεύοντας παράλληλα τις ευρωπαϊκές «πηγές» τους. Ειδικά στην περίπτωση του Νικόλαου Μαυροκορδάτου, οι παρατηρήσεις της δείχνουν και τη βιβλιογραφική ενημέρωση, αλλά και την τόλμη (χαρακτηρίζει τα Φιλοθέου Πάρεργα «μυθιστόρημα με ρεαλιστική διάσταση»). Εξίσου σημαντικές είναι και οι παρατηρήσεις για τον γιο του Σκαρλάτο και την αλληλογραφία που είχε με τον Τεσταμπούζα.
Τα θέματα που θίγονται για την τελευταία εικοσαετία του 18ου αιώνα (κεφάλαιο δεύτερο) αναδεικνύουν την αποφασιστική στροφή προς θεωρίες Ποιητικής, Ρητορικής και Αισθητικής, οι οποίες συμβαδίζουν με τους δυτικούς προσανατολισμούς, κυρίως του (νεο)κλασικισμού, αγγίζοντας πτυχές της παραγωγής που ως τον 18ο αιώνα ήταν στο περιθώριο από την ελληνόφωνη διανοητική ελίτ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Ποίηση και η Φαντασία με την οποία συνδέεται παραγκωνίζονται, ενώ η ανάγκη για την απεικόνιση της «αλήθειας» οδηγεί στην ειδολογική επιλογή της πεζογραφίας. Το μυθιστόρημα αναδεικνύεται ως είδος ανερχόμενο, αλλά και επικίνδυνο για μερικούς. Παράλληλα, επιχειρείται και η ανίχνευση των όρων που λείπουν από τη γλώσσα μας για να περιγραφεί η όλη κλίμακα των σχετικών ειδών της πεζογραφίας.
Κομβικής σημασίας είναι το τρίτο κεφάλαιο για την κοραϊκή θεωρία, αφού ο Χιώτης λόγιος αναπτύσσει την πληρέστερη (αν και διασκορπισμένη σε ποικίλα γραπτά του) θεωρία, προτρέποντας τους Έλληνες να δημιουργήσουν πρωτότυπα κείμενα. Η ποικιλία των προβληματισμών του ξετυλίγεται στο κεφάλαιο, δίνοντας μια αρκετά ολοκληρωμένη εικόνα, με βάση την υπάρχουσα βιβλιογραφία. Ωστόσο, θα μπορούσε να είχε θιγεί και η σχέση της θεωρίας αυτής με την συγγραφική πράξη του Κοραή, κυρίως τον Παπατρέχα. Η προσπάθεια προβολής του πεζού λόγου φαίνεται και από τις απόψεις που κατατίθενται σε εγχειρίδια Ρητορικής της ίδιας εποχής (κεφάλαιο τέταρτο), ενώ η στάση του προεπαναστατικού Τύπου παρουσιάζεται ως γενικά υποστηρικτική, δίχως όμως μεγάλη παραγωγή δημοσιευμάτων. Από όλες τις προηγούμενες κατηγορίες απόψεων διαφαίνεται και η ξεκάθαρη τάση των λογίων να ενδιαφέρονται για την «ηθική» και τη σωστή λειτουργία των κειμένων επί των Ελλήνων, γεγονός που θα οδηγήσει πολλούς να διατυπώσουν συντηρητικές απόψεις για την ξένη κυρίως μυθιστορηματική παραγωγή (κεφάλαιο έκτο).
Το τρίτο μέρος της μονογραφίας εστιάζει στο ρόλο των μεταφράσεων της περιόδου. Τόσο η μεταφραστική πράξη όσο και ο σχετικός με αυτή θεωρητικός λόγος παρουσιάζονται με αναλυτικό τρόπο, πάντα με βάση τη βιβλιογραφία, για την οποία η Αθήνη φαίνεται άψογα ενημερωμένη. Η εικόνα που έχουμε από τις Ιστορίες της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας παρουσιάζεται στο πρώτο κεφάλαιο, θέτοντας ερωτήματα προς διερεύνηση σε μελλοντική ειδική μονογραφία. Στο δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάζονται πρακτικά δεδομένα για τις μεταφράσεις, όπως οι συγγραφείς που μεταφράζονται, τα έργα που προτιμώνται, οι μεταφραστές και η ανωνυμία ή επωνυμία τους κ.ά.  Τα στοιχεία αυτά αντλούνται κυρίως από παρακειμενικά δεδομένα στις σελίδες τίτλου και λιγότερο στις εισαγωγές των βιβλίων. Διερευνώνται, παράλληλα, οι λόγοι ανωνυμίας, παράλειψης ή αλλαγής τίτλου κλπ.
Ουσιαστικότερα ζητήματα τίθενται στα τρία επόμενα κεφάλαια, όπως το θέμα της «ιερότητας» της μετάφρασης, του ρόλου που οι ενδιαφερόμενοι μεταφραστές και οι χρηματοδότες τους πιστεύουν ότι θα έχει το βιβλίο που ετοιμάζεται. Εντάσσεται έτσι, στο τέταρτο κεφάλαιο, η μετάφραση εντός των πολιτισμικών και ιδεολογικών συμφραζομένων που κρύβονται πίσω από τις επιλογές (π.χ. κάλυψη αναγκών για ανάγνωση και μόρφωση, διδακτικοί σκοποί κλπ.). Το σημαντικότερο σημείο είναι όταν συνδέεται η μετάφραση με την «εθνική» και γλωσσική ταυτότητα, ανάλογα με τις επιλογές έργων και γλώσσας «άφιξης» (ελληνικής στις διάφορες μορφές της). Όλα τα παραπάνω θα οδηγήσουν στην εξέταση της πιστότητας ή «απιστίας» των μεταφρασμάτων, ανάλογα με τους παράγοντες που οδηγούν σε αυτή την πράξη.
Καταλήγοντας, θα λέγαμε ότι, πρόκειται για μια ιστορική επισκόπηση που, εκτός από σωστά δομημένη και εύληπτη, είναι και πολλαπλά χρήσιμη, αφού περιγράφει εναργώς τα δεδομένα με βάση την ευρύτατη βιβλιογραφία για επί μέρους θέματα και συγγραφείς, προτείνοντας παράλληλα (για κάποιες περιπτώσεις) με τόλμη συγκεκριμένες ερμηνείες ή πανοραμική θεώρηση εκεί που χρειάζεται.

Ο Νίκος Μαυρέλος διδάσκει Νεοελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Θράκης

Δεν υπάρχουν σχόλια: