ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΦΑΡΑΚΛΑ
Πώς απαιτείται συνένωση των αναγκαστικά μη ενωμένων όψεων του ορθού λόγου, της γνώσης και της πράξης; Αυτό το θέμα του καντιανού σχολιασμού είναι και φλέγον θέμα πολιτικής θεωρίας: Μπορεί να νοηθεί μια κοινωνία και δίκαιη και αποτελεσματική;
ΑΛΙΚΗ ΛΑΒΡΑΝΟΥ, Γνώση και πράξη. Για τη σχέση θεωρητικού και πρακτικού Λόγου στον Ιμμάνουελ Καντ, εκδόσεις Πόλις, σελ. 323
Στη νεωτερικότητα ούτε η γνώση της φύσης υπάγεται σε ηθικά κριτήρια ούτε, αντίστροφα, η ηθική σε ωφελιμιστικά κριτήρια. Η φυσική δεν έχει τελεολογικές κρίσεις σαν αυτές που χρειάζεται η ηθική. Η ηθική δεν έχει υπολογισμούς αποτελεσμάτων σαν αυτούς που χρειάζεται η φυσική. Η νεωτερικότητα χωρίζει τη θεωρία και την πράξη.
Όμως δεν εγκαταλείπει την ενότητα της θεωρίας και της πράξης, θέλει να βελτιώσει τον κόσμο, να πραγματώσει κάτι που να είναι καλό από την άποψη της ηθικής όσο και της ευτυχίας, που να μας ικανοποιεί ως ηθικά και έμβια όντα. Το πρόβλημα αυτό τίθεται στην Κριτική του πρακτικού λόγου του Καντ υπό την επικεφαλίδα του «ύψιστου αγαθού». Αυτό το θέμα απασχολεί την Λαβράνου στη μελέτη της για τον Καντ.
Αναστάσιος Καλιακάτσος- Άτιτλο |
Άλλοι φιλόσοφοι έλεγαν δογματικά ότι ξέρουμε κάτι απόλυτο, άλλοι το αρνούνταν: Δογματισμός και σκεπτικισμός αλληλοτροφοδοτούνταν. Ο Καντ αντιστρέφει το πρόβλημα: Το μόνο απόλυτο όπου έχει πρόσβαση η γνώση είναι οι προϋποθέσεις της. Σ᾽ αυτές ανήκει η ενεργητική ανάκριση της φύσης στο νεωτερικό πείραμα, που με τη σειρά της προϋποθέτει τον χωρισμό του αντικειμένου στο τι είναι και πώς μας φαίνεται. Το μόνο που γνωρίζουμε τί είναι είναι η πράξη μας. Όταν η πράξη δεν εξαρτάται από τα φαινόμενα, δηλαδή από τα συμφέροντά μας, είναι ηθική. Μόνον η ηθική πράξη είναι κάτι χωριστό από το πώς φαίνεται ο κόσμος. Τίποτε δεν εμποδίζει λοιπόν να έχουμε την πίστη ότι το πράγμα που υποθέτουμε ότι υπάρχει πίσω από το πώς εμείς ξέρουμε τη φύση δεν διακρίνεται από την ηθική πράξη μας, όσο παράξενο κι αν φαίνεται αυτό.
Όταν αναλογίζεται κανείς μάλιστα ότι, σύμφωνα με τη φυσική, όλα όσα συμβαίνουν είναι αναγκαία προϊόντα κάποιας αιτίας, κατανοεί γιατί είναι προς συμφέρον του ορθού λόγου πίσω από τη φύση να υπάρχει η ελευθερία του πράττειν: Χωρίς αυτή την υπόθεση, ό,τι πράττουμε είναι αναγκαίο προϊόν αιτίας, άρα η ελευθερία, η ευθύνη, ο καταλογισμός είναι ψευδαισθήσεις. Οπότε τούτο το καντιανό σκεπτικό δεν είναι και τόσο παράξενο όταν στρεφόμαστε στην κοινωνική θεωρία.
Για να μην καταργείται εκ προοιμίου η ελευθερία, θα πρέπει τότε τα κοινωνικά φαινόμενα να ερμηνεύονται όχι ως αναγκαία αλλά ως κάτι που μπορεί ανά πάσα στιγμή να ανατραπεί από την υποκείμενη πράξη, κάτι που τελεί υπό άρσιν. Αυτή ήταν η κεντρική διδασκαλία του Κοσμά Ψυχοπαίδη. Η Λαβράνου δείχνει εδώ πως αυτή η αντιμετώπιση φωτίζει το καντιανό σκεπτικό και λύνει βασικά του προβλήματα.
Για να μπορεί να νοηθεί έτσι η ελευθερία, πρέπει ο κόσμος να νοείται ως επιδεκτικός των σκοπών. Δεν αρκεί η πράξη να μπορεί να υπόκειται των φαινομένων, πρέπει και να δρα επάνω τους, ώστε να έχουμε πράξη, ευθύνη, και επίσης δυνατότητα ανατροπής των υφισταμένων συνθηκών. Έτσι όμως, ενώ η ελευθερία είναι δυνατή επειδή η πράξη χωρίζεται από τη γνώση, η ίδια μπορεί να πραγματωθεί εφόσον η πράξη δεν χωρίζεται από τη γνώση. Πράγμα αντινομικό.
Αυτή την αντινομία καλείται να γεφυρώσει το ύψιστο αγαθό, σκοπός που περιέχει και το ηθικό αγαθό και την ευδαιμονία, η οποία είναι βέβαια υποταγμένη στο αγαθό αλλά δεν παύει ωστόσο να θεωρείται αναγκαία και από καθαρά ηθική άποψη, έτσι ώστε ο κόσμος να είναι επιδεκτικός του αγαθού. Ο Καντ δεν είναι εκείνος ο αυστηρός ηθικιστής που φαίνεται να έγραψε τα Θεμέλια της μεταφυσικής των ηθών. Ο Καντ δεν πιστεύει ότι το καλό μπορεί να υλοποιηθεί μέσω δυστυχίας ή εν μέσω δυστυχίας. Οι Νεοκαντιανοί τον είδαν ως ηθικολόγο και γι᾽ αυτό περιθωριοποίησαν ή και απέρριψαν το ύψιστο αγαθό. Η αντινομία του χωρισμού γνώσης και πράξης και της επανένωσής τους αποτυπώνει κατά τη Λαβράνου μια μεθοδολογική διαδικασία αφαίρεσης και επανεισαγωγής της υλικότητας που είναι απόλυτα θεμιτή, την ίδια που διέκρινε ο Κ. Ψυχοπαίδης στην «χειραφετητική» εξήγηση κοινωνικών φαινομένων από τον Μαρξ.
Η αντινομία της Κριτικής του πρακτικού λόγου, γύρω από την οποία οργανώνει η Λαβράνου την ανακατασκευή της του καντιανού σκεπτικού, λέει, σύμφωνα με την πρωτότυπη ερμηνεία της ίδιας, ότι μόνον ο αμιγώς ηθικός λογισμός, που δεν αποβλέπει καθόλου στην ευδαιμονία, μπορεί να ενώσει την ηθική με την ευδαιμονία, γιατί μόνον αυτός, επειδή ακριβώς δεν έχει ευδαιμονιστικά κίνητρα, δεν καθιστά εκ προοιμίου αδύνατη τη συνύπαρξη ηθικής και ευτυχίας. Όποιος αναζητά την ευτυχία, δεν μπορεί να είναι και ηθικός, π.χ. χρησιμοποιεί άλλους ως μέσα για τη δική του καλοπέραση. Όποιος αναζητά μόνο την ηθική, δικαιούται λογικά να έχει την πίστη ότι θα ευτυχήσει, γιατί δεν εμποδίζει τη συνύφανση του ηθικού με το ευδαιμονιστικό στοιχείο της πράξης. Αν θες να είσαι πρώτα πρώτα σωστός, μπορείς να είσαι και ευτυχισμένος, αν όμως θες πρώτα να είσαι ευτυχισμένος, δεν μπορείς να είσαι και σωστός.
Στην δεύτερη περίπτωση ίσως νομίζω ότι μπορώ να προσδιορίσω τον τρόπο επίτευξης της ευδαιμονίας έτσι ώστε να συμφωνεί με την ηθική. Πρόκειται όμως για ψευδαίσθηση: Η πράξη στον αισθητό κόσμο είναι απροσδιόριστη από τη φύση της, και εν τέλει αυτός είναι ο λόγος που η ευδαιμονία πρέπει να έρχεται μόνον επιπλέον, όχι να μπαίνει στον υπολογισμό των μέσων.
Όπως δείχνει η Λαβράνου αναλύοντας τη συζήτηση Κονστάν-Καντ για το ψέμα, εκείνο που δίνει την επίφαση αυστηρού ηθικολόγου στον Καντ είναι ότι δεν λαβαίνουμε υπόψη την κριτική του στην ψευδαίσθηση παντοδυναμίας που προϋποθέτει κάθε εργαλειακού τύπου αντιμετώπιση του διλήμματος μεταξύ ηθικής και πράξης στον αισθητό κόσμο.
Έστω ότι ένας δολοφόνος κυνηγάει κάποιον που κρύφτηκε σπίτι μου. Έρχεται και με ρωτά αν κρύβεται εδώ. Τι κάνω; Το κοινό αίσθημα, που ο Καντ διόλου δεν περιφρονεί, λέει να του πω ψέματα. Ο Καντ λέει να του το πω, και μετά να τον υπερασπιστώ. Γιατί; Διότι όταν ψεύδομαι έχω την ψευδαίσθηση ότι η πράξη στον αισθητό κόσμο δεν είναι απροσδιόριστη, ότι ελέγχω το τι πρόκειται να πράξουν ο θύτης και το θύμα αν πω την αλήθεια ή όχι. Αλλά είναι ψευδαίσθηση. Μπορεί να πω την αλήθεια και το θύμα να σωθεί, μπορεί το ψέμα να συμβάλει στο φόνο του. Η αναγνώριση της απροσδιοριστίας της πράξης, όπως στην περίπτωση της ευδαιμονίας, δίνει τη λύση, την ίδια λύση: Κάμε το καλό, πες την αλήθεια, γιατί δεν είσαι παντογνώστης.
Το πολιτικό πλαίσιο, που τεκμαίρεται από την αντίρρηση του Κονστάν στον Καντ, σημαίνει ότι αυτή η στάση έχει την εξής πολιτική προέκταση: Αν αντιπαλεύεις το τυραννικό κράτος με δικά του μέσα, όπως το ψέμα, είσαι έρμαιο των απρόβλεπτων περιπλοκών της πραγματικότητας και αδυνατείς, εν τέλει, να πραγματώσεις το δίκαιο σκοπό σου. Πρέπει λοιπόν να πράττεις ως εάν ίσχυε το δίκαιο, να χωρίζεις την πολιτική σου πράξη από τα όποια αβέβαια διδάγματα του πραγματισμού με σκοπό να δεσμεύσεις το κράτος στις αρχές που εσύ ακολουθείς απέναντί του.
Το ψέμα προσβάλλει το δικαίωμα της ανθρωπότητας να ζει ελεύθερη. Η «πολιτική της ειλικρίνειας» παρακινεί τους δρώντες να διαμορφώσουν τον κόσμο κανονιστικά, αποφεύγει την αυτοαντιφατικότητα της άποψης του Κονστάν, ότι εγώ αποφασίζω ποιος έχει το «δικαίωμα να του πουν την αλήθεια».
Θα μου πείτε, αν έχω απέναντί μου τους ναζί, δεν λέω ψέματα ότι δεν κρύβω καμία οικογένεια εβραίων στο σπίτι μου; Φαντάζομαι ότι ο Καντ θα απαντούσε ότι υπάρχουν περιπτώσεις όπου το κράτος δεν μπορεί να δεσμευθεί. Τότε αναλαμβάνει ο καθένας την ευθύνη των πράξεών του. Τότε όμως δεν υπάρχουν κανόνες, μόνο πράξεις ηρωισμού.
Ο Γιώργος Φαράκλας διδάσκει Πολιτική φιλοσοφία στο τμήμα Πολιτικής επιστήμης και ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου