19/3/11

Οργάνωση: Το Πλήθος για την Αριστερά


ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

ΤΩΝ MICHAEL HART
και ANTONIO NEGRI

Η Αριστερά βρίσκεται σε κρίση εδώ και δεκαετίες. Όχι μόνο τα κόμματα της Δεξιάς έχουν κυριαρχήσει στις εθνικές εκλογές στις περισσότερες χώρες του κόσμου και οι δεξιές πολιτικές έχουν καθοδηγήσει το σχηματισμό της νέας παγκόσμιας τάξης, αλλά και πολλά από τα εναπομείναντα μεγάλα κόμματα της Αριστεράς έχουν μετατοπιστεί τόσο πέρα από το κέντρο, ώστε να τείνουν να μη διακρίνονται από τη Δεξιά (…). Η κοινωνική βάση των εργατικών συνδικάτων και της βιομηχανικής εργατικής τάξης δεν είναι πλέον αρκετά ισχυρή για να υποστηρίξει τα αριστερά πολιτικά κόμματα. Στην ουσία, όλα τα κοινωνικά σώματα που σχημάτιζαν κάποτε «τον λαό της Αριστεράς» μοιάζουν να έχουν διαλυθεί. Πιο κεντρική από οτιδήποτε άλλο, ωστόσο, μας φαίνεται η εννοιολογική έλλειψη αναφορικά με το τι είναι και τι μπορεί να γίνει η Αριστερά.
Τα βασικά παλιά μοντέλα, ο σοβιετικού τύπου κρατικός σοσιαλισμός και το μοντέλο κοινωνικού κράτους της σοσιαλδημοκρατίας, έχουν απαξιωθεί ολοσχερώς, και δικαίως. (…) Αν πρόκειται να αναγεννηθεί και να μεταρρυθμιστεί η Αριστερά, αυτό θα γίνει μόνο στη βάση νέων πρακτικών, νέων μορφών οργάνωσης και νέων εννοιών.
 Προκειμένου να μιλήσει κανείς για μια νέα Αριστερά, οφείλει να μιλήσει, αφενός, για ένα μετασοσιαλιστικό και μεταφιλελεύθερο πρόγραμμα, βασισμένο σε μια υλική και εννοιολογική ρήξη με τις ιδεολογικές παραδόσεις των κινημάτων των βιομηχανικών εργατών, με τις οργανώσεις τους και με τα μοντέλα τους για τη διαχείριση της παραγωγής. Αφετέρου, χρειάζεται επίσης να αντιμετωπίσει τη νέα ανθρωπολογική πραγματικότητα, με νέους παραγωγικούς φορείς και υπό εκμετάλλευση υποκείμενα που παραμένουν μοναδικά. Πρέπει να λάβει υπόψη τη δράση των μοναδικών φορέων ως μήτρα της ελευθερίας και της πολλαπλότητας του καθενός. Εδώ, η δημοκρατία γίνεται άμεσο αντικείμενο. Η δημοκρατία δεν μπορεί πια να αξιολογείται με τον φιλελεύθερο τρόπο, ως όριο στην ισότητα, ή με τον σοσιαλιστικό τρόπο, ως όριο στην ελευθερία, αλλά πρέπει να είναι η ανεπιφύλακτη ριζοσπαστικοποίηση τόσο της ελευθερίας όσο και της ισότητας. (…) Κατά την άποψή μας, η ελευθερία και η ισότητα μπορούν να είναι οι μοχλοί μιας επαναστατικής επανεφεύρεσης της δημοκρατίας.
Το πλήθος είναι, κατά τη γνώμη μας, μια έννοια που μπορεί να συμβάλει στο καθήκον της αναγέννησης ή της μεταρρύθμισης ή, στην πραγματικότητα, της επανεφεύρεσης της Αριστεράς, καθώς δίνει όνομα σε μια μορφή πολιτικής οργάνωσης και σε ένα πολιτικό σχέδιο. Δεν προτείνουμε την έννοια ως πολιτική ντιρεκτίβα –«Σχηματίστε το πλήθος!»-, αλλά ως έναν τρόπο να δώσουμε όνομα σε ό,τι συμβαίνει ήδη και να συλλάβουμε την υπαρκτή κοινωνική και πολιτική τάση. Η ονομασία μιας τέτοιας τάσης είναι βασικό καθήκον της πολιτικής θεωρίας και ισχυρό εργαλείο για την περαιτέρω ανάπτυξη της αναδυόμενης πολιτικής μορφής. (…)
Πρέπει να σημειώσουμε (…) ότι χρησιμοποιούμε την έννοια του πλήθους σε αυτό το βιβλίο και αλλού με δύο διαφορετικούς τρόπους, για να δηλώσουμε διαφορετικές χρονικότητες. Ο πρώτος τρόπος είναι το πλήθος sub specie aeternitatis, το πλήθος από τη σκοπιά της αιωνιότητας. Αυτό είναι το πλήθος που, όπως λέει ο Σπινόζα, μέσα από τον λόγο και τα πάθη, μέσα στην περίπλοκη αλληλεπίδραση των ιστορικών δυνάμεων, δημιουργεί μια ελευθερία την οποία ο φιλόσοφος ονομάζει απόλυτη: σε όλη την ιστορία, οι άνθρωποι αρνούνται την αυθεντία και την αρχηγία, εκφράζουν τη μη αναγώγιμη διαφορά της μοναδικότητας και αναζητούν την ελευθερία σε αναρίθμητες εξεγέρσεις και επαναστάσεις. Η ελευθερία αυτή, βέβαια, δεν είναι δοσμένη από τη φύση· επέρχεται μόνο με τη διαρκή υπέρβαση εμποδίων και ορίων. Όπως οι άνθρωποι δεν γεννιούνται με αιώνιες ικανότητες εντυπωμένες στη σάρκα τους, έτσι δεν υπάρχουν ούτε τελικοί σκοποί ή τελεολογικοί στόχοι εντυπωμένοι στην ιστορία. Οι ανθρώπινες ικανότητες και οι ιστορικές τελεολογίες υπάρχουν μόνο και μόνο επειδή είναι αποτέλεσμα των ανθρώπινων παθών, της ανθρώπινης λογικής και της ανθρώπινης πάλης. Η ικανότητα για ελευθερία και η ροπή στην άρνηση της αυθεντίας έχουν γίνει, θα έλεγε κανείς, τα πιο ευγενή ανθρώπινα ένστικτα, οι πραγματικοί οιωνοί της αιωνιότητας. Ίσως αντί για αιωνιότητα  θα έπρεπε να πούμε, ακριβέστερα, ότι το πλήθος αυτό δρα πάντα στο παρόν, σε ένα διηνεκές παρόν. Αυτό το πρώτο πλήθος είναι οντολογικό, και δεν μπορούμε να συλλάβουμε το κοινωνικό μας είναι χωρίς αυτό. Το άλλο, είναι το ιστορικό πλήθος ή, στην πραγματικότητα, το όχι-ακόμα-πλήθος. Το πλήθος αυτό δεν υπήρξε ποτέ ως τώρα. (…) Τα δύο αυτά πλήθη, ωστόσο, αν και διακριτά από εννοιολογικής άποψης, δεν είναι στ’ αλήθεια ξεχωριστά. Αν το πλήθος δεν λάνθανε και δεν υπέφωσκε ήδη στο κοινωνικό μας είναι, δεν θα μπορούσαμε καν να το φανταστούμε ως πολιτικό σχέδιο· και, ομοίως, μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα το πραγματώσουμε μόνο και μόνο επειδή υπάρχει ήδη ως πραγματική δυνατότητα. Το πλήθος, λοιπόν, όταν συνθέσουμε αυτά τα δύο, έχει μια παράξενη, διπλή χρονικότητα: πάντοτε-ήδη και όχι-ακόμα.
Το πρώτο ζεύγος κριτικών, και ίσως το σημαντικότερο, κατηγορεί το πλήθος ότι είναι μια αυθόρμητη σύλληψη της πολιτικής οργάνωσης είτε ένα είδος πρωτοπορίας. Οι πρώτοι επικριτές μας λένε: «Στην πραγματικότητα, δεν είστε παρά αναρχικοί!». Αυτό προβάλλεται ιδίως από όσους δεν μπορούν να συλλάβουν την πολιτική οργάνωση παρά μόνο με όρους κόμματος, ηγεμονίας του κόμματος, και κεντρικής ηγεσίας. Η έννοια του πλήθους, ωστόσο, βασίζεται στο γεγονός ότι οι πολιτικές επιλογές μας δεν περιορίζονται στο δίλημμα μεταξύ κεντρικής ηγεσίας και αναρχίας. Προσπαθήσαμε να περιγράψουμε (…) πως η ανάπτυξη του πλήθους δεν είναι αναρχική ή αυθόρμητη, αλλά η οργάνωσή του αναδύεται απεναντίας μέσα από τη συνεργασία μοναδικών κοινωνικών υποκειμένων. Όπως η διαμόρφωση συνηθειών ή η επιτελεστικότητα ή η ανάπτυξη γλωσσών, αυτή η παραγωγή του κοινού ούτε κατευθύνεται από κάποιο κεντρικό σημείο ελέγχου και ευφυΐας ούτε είναι απόρροια μιας αυθόρμητης αρμονίας μεταξύ ατόμων –αναδύεται μάλλον στον ενδιάμεσο χώρο,  στον κοινωνικό χώρο επικοινωνίας. Το πλήθος δημιουργείται σε συνεργατικές κοινωνικές αλληλεπιδράσεις.
Από την αντίθετη σκοπιά, άλλοι προσάπτουν στην έννοια του πλήθους μια λογική πρωτοπορίας, και τη βλέπουν ως μια νέα ταυτότητα η οποία επιδιώκει να κυριαρχήσει πάνω σε άλλες. «Στην πραγματικότητα, δεν είστε παρά λενινιστές!», μας λένε. Για ποιον άλλο λόγο θα επιμέναμε να μιλάμε για «το πλήθος» αντί για «πλήθη»; Ίσως κάποιοι δουν, για παράδειγμα, την πρόταξη των παγκόσμιων κινημάτων διαμαρτυρίας, στη συζήτησή μας περί πλήθους, ως πρόταση μιας νέας πρωτοπορίας. Η μέριμνα για την ελεύθερη έκφραση των διαφορών, που υποθάλπει αυτήν την κριτική, είναι ασφαλώς σημαντική αρχή, στην οποία πιστεύουμε ένθερμα. Προσπαθήσαμε, ωστόσο, να εξηγήσουμε με εννοιολογικούς όρους ότι η μοναδικότητα δεν υποβαθμίζεται στο κοινό και, με πιο πρακτικούς όρους, ότι το γίγνεσθαι-κοινό (το γίγνεσθαι-κοινό της εργασίας, για παράδειγμα) δεν αρνείται τις πραγματικές, τοπικές διαφορές. Η έννοια του πλήθους που προτείνουμε επιχειρεί λοιπόν να διαρρήξει αυτό το αριθμητικού τύπου δίλημμα ανάμεσα στο ένα και τα πολλά. (…) Όταν όμως μπαίνουμε σε πολιτικά ζητήματα, επιμένουμε, πράγματι, να σκεφτόμαστε «το πλήθος», και όχι «πλήθη», γιατί πιστεύουμε ότι, προκειμένου να αναλάβει συντακτικό πολιτικό ρόλο και να σχηματίσει κοινωνία, το πλήθος πρέπει να μπορεί να παίρνει αποφάσεις και να δρα από κοινού. Η ενική γραμματική διατύπωση «πλήθος» δεν τονίζει, για μας, κάποια ενότητα, αλλά την κοινή κοινωνική και πολιτική ικανότητα του πλήθους.
Ένα δεύτερο ζεύγος κριτικών, που συνδέεται στενά με το πρώτο, επικεντρώνεται στην οικονομική σύλληψη του πλήθους. Αφενός, κάποιοι είναι βέβαιοι ότι το πλήθος κατανοείται ως επίθεση ενάντια στη βιομηχανική εργατική τάξη, παρά τις διαβεβαιώσεις μας περί του αντιθέτου. «Στην πραγματικότητα, είστε κατά των εργατών!», μας λένε. Η ανάλυσή μας, βεβαίως, δεν ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει βιομηχανική εργατική τάξη ή έστω ότι οι αριθμοί της παγκοσμίως έχουν μειωθεί. Η θέση μας απεναντίας (…) είναι ότι η βιομηχανική εργασία έχει εκτοπιστεί από την ηγεμονική της θέση, έναντι των άλλων μορφών εργασίας, από την άυλη εργασία, η οποία τείνει τώρα να μετασχηματίσει όλους τους τομείς της παραγωγής και την ίδια την κοινωνία σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά της. Οι βιομηχανικοί εργάτες, επομένως, παραμένουν σημαντικοί, αλλά μέσα στο πλαίσιο αυτού του νέου παραδείγματος. Εδώ λοιπόν ανακύπτει η δεύτερη κριτική αυτού του ζεύγους, ότι η θέση μας περί ηγεμονίας της άυλης εργασίας αντικαθιστά την παλιά πρωτοπορία των βιομηχανικών εργατών με μια νέα πρωτοπορία άυλων εργαζομένων – οι προγραμματιστές της Microsoft μας οδηγούν στο φωτεινό μονοπάτι! «Δεν είστε παρά μεταμοντέρνοι λενινιστές μεταμφιεσμένοι σε πρόβατα!», κραυγάζουν. Όχι, η ηγεμονική θέση μιας μορφής παραγωγής στην οικονομία δεν πρέπει να συνεπάγεται καμιά πολιτική ηγεμονία. Η θέση μας περί της ηγεμονίας της άυλης εργασίας και του γίγνεσθαι–κοινό όλων των μορφών εργασίας αποσκοπεί, τουναντίον, να αποδείξει ότι οι σύγχρονες συνθήκες τείνουν να διαμορφώσουν μια γενική επικοινωνία και συνεργασία των εργαζομένων, η οποία μπορεί να αποτελέσει τη βάση του πλήθους. Η έννοια του πλήθους, με άλλα λόγια, αντιστρατεύεται, πράγματι, όσους υποστηρίζουν ακόμα ότι η βιομηχανική εργατική τάξη, οι εκπρόσωποί της και τα κόμματά της πρέπει να βρίσκονται στην ηγεσία κάθε προοδευτικής πολιτικής, αλλά αρνείται επίσης ότι τη θέση αυτή μπορεί να την καταλάβει οποιαδήποτε μεμονωμένη τάξη εργασίας. Μπορεί κανείς επομένως να δει ξεκάθαρα πως οι οικονομικές αυτές κριτικές οδηγούν ξανά, το πρώτο ζεύγος, στις πολιτικές μορφές περί αυθορμησίας και πρωτοπορίας.
Το οικονομικό ζήτημα αποκαλύπτει επίσης μια πολύ πιο εμπεριστατωμένη κριτική η οποία προσάπτει οικονομισμό στην αντίληψή μας περί του πλήθους, καθώς αποτυγχάνει να λάβει υπόψη τη δυναμική άλλων αξόνων κοινωνικής διαφοράς και ιεραρχίας, όπως η φυλή, το φύλο και η σεξουαλικότητα. «Νοιάζεστε μόνο για την εργασία και τους εργάτες!», μας λένε. Πρέπει να τονίσουμε, γι’ άλλη μια φορά, αφενός, ότι στο πλαίσιο της βιοπολιτικής παραγωγής οι διαιρέσεις ανάμεσα στο οικονομικό, το κοινωνικό και το πολιτισμικό τείνουν να αρθούν. (…) Σημειώσαμε επίσης ότι ισχυρές παραδόσεις, ωστόσο, φυλετικής και έμφυλης πολιτικής, περιέχουν ήδη μια επιθυμία για το πλήθος, όπως όταν, για παράδειγμα, οι φεμινίστριες θέτουν ως στόχο όχι έναν κόσμο χωρίς διαφορές φύλου, αλλά έναν κόσμο στον οποίο το φύλο δεν θα μετράει (υπό την έννοια ότι δεν θα αποτελεί τη βάση ιεραρχιών)· ή όταν οι αντιρατσιστές αγωνιστές μάχονται ομοίως όχι για έναν κόσμο χωρίς φυλές, αλλά για έναν κόσμο στον οποίο η φυλή δεν θα μετράει – μια διαδικασία απελευθέρωσης, εν ολίγοις, βασισμένη στην ελεύθερη έκφραση της διαφοράς. Αυτή είναι η ιδέα της μοναδικότητας που βρίσκεται στην καρδιά του πλήθους. Τούτου ρηθέντος, εν πάση περιπτώσει, αν η έννοια του πλήθους πρόκειται να διαδραματίσει ουσιαστικό πολιτικό ρόλο, θα πρέπει να μελετηθεί και να αναπτυχθεί από όλες αυτές τις ποικίλες οπτικές γωνίες.
Ένα τρίτο ζεύγος κριτικών αμφισβητεί τη φιλοσοφική εγκυρότητα της έννοιας. Μια κριτική, η εγελιανή, βλέπει το πλήθος απλώς ως μία ακόμα εκδοχή της παραδοσιακής διαλεκτικής σχέσης του Ενός με τα Πολλά, ιδίως όταν περιγράφουμε τη βασική δυναμική της σημερινής παγκόσμιας πολιτικής ως πάλη ανάμεσα στην Αυτοκρατορία και το πλήθος. «Στην πραγματικότητα, δεν είστε παρά αποτυχημένοι ή ατελείς διαλεκτικοί!», μας λένε. Αν ίσχυε αυτό, τότε η αυτονομία του πλήθους θα περιοριζόταν δραστικά, καθώς δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς την Αυτοκρατορία, το διαλεκτικό έρεισμά του. Προσπαθήσαμε, ωστόσο, να υποστηρίξουμε με φιλοσοφικούς όρους ότι η δυναμική της μοναδικότητας και της πολλαπλότητας, η οποία ορίζει το πλήθος, αρνείται το διαλεκτικό δίλημμα ανάμεσα στο Ένα και τα Πολλά – είναι και τα δύο, και τίποτα από τα δύο. (…) Η Αυτοκρατορία και το πλήθος δεν είναι συμμετρικά: ενώ η Αυτοκρατορία εξαρτάται σταθερά από το πλήθος και την κοινωνική παραγωγικότητά του, το πλήθος είναι δυνητικά αυτόνομο κι έχει την ικανότητα να δημιουργεί κοινωνία μόνο του. Η δεύτερη, από αυτό το ζεύγος φιλοσοφικών κριτικών, η αποδομητική, τοποθετεί τη διαλεκτική στην άλλη πλευρά, στην πλευρά δηλαδή της επεκτατικής φύσης του πλήθους, και αμφισβητεί τη θέση ότι το πλήθος είναι πανπεριεκτικό. «Ξεχνάτε τους καταπιεσμένους!», μας λένε. Η διαλεκτική εδώ είναι, με άλλα λόγια, ανάμεσα στο πλήθος και όσους αποκλείονται από αυτό. Κάθε ταυτότητα, λένε αυτοί οι κριτικοί, ακόμα και το πλήθος, πρέπει να ορίζεται από το υπόλοιπό της, από όσους βρίσκονται εκτός αυτής, είτε τους αποκαλούμε αποκλεισμένους, έκτρωμα, ή υποτελείς τάξεις. Μπορούμε εδώ να επιστρέψουμε στο φιλοσοφικό επιχείρημα ότι το πλήθος μετατρέπει τη λογική αποκλεισμού και περιορισμού της ταυτότητας-διαφοράς στην ανοιχτή και επεκτατική λογική της μοναδικότητας-κοινοτικότητας, ίσως όμως είναι χρησιμότερο να φέρουμε ως παράδειγμα την απεριόριστη και απροσδιόριστη φύση των διάσπαρτων δικτύων. Μπορούν φυσικά να υπάρχουν σημεία ή συνάψεις έξω από ένα δίκτυο, αλλά κανένα και καμιά τους δεν είναι αναγκαστικά εκτός. Τα όρια του δικτύου είναι απροσδιόριστα και ανοιχτά. Επιπλέον, πρέπει να θυμόμαστε ότι το πλήθος είναι ένα σχέδιο πολιτικής οργάνωσης, κι επομένως μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω πολιτικών πρακτικών. Κανείς δεν αποκλείεται αναγκαστικά, η συμπερίληψη όμως δεν είναι εγγυημένη: η επέκταση του κοινού είναι πρακτικό, πολιτικό ζήτημα.
Αυτή η φιλοσοφική αμφισβήτηση της δυνητικά πανπεριεκτικής φύσης του πλήθους οδηγεί αμέσως σε μια σημαντική πολιτική κριτική, ότι το πλήθος είναι μια έννοια που βρίσκει εφαρμογή μόνο στα κυρίαρχα μέρη του κόσμου και στις κοινωνικές τους συνθήκες, χονδρικά στον παγκόσμιο Βορρά, ενώ δεν μπορεί να εφαρμοστεί στις υποτελείς περιοχές του παγκόσμιου Νότου. «Στην πραγματικότητα, δεν είστε παρά ελιτιστές φιλόσοφοι από τον παγκόσμιο Βορρά που παριστάνουν ότι μιλούν εξ ονόματος όλου του κόσμου!», μας λένε. Προσπαθήσαμε να απαντήσουμε σε αυτήν την ένσταση με τις αναλύσεις μας για τους χωρικούς, τους φτωχούς και τους μετανάστες (…) δείχνοντας ότι υπάρχει μια τάση προς κοινές συνθήκες εργασίας και παραγωγής. Έχουμε πλήρη επίγνωση, ωστόσο (…) ότι οι συνθήκες ανά τον κόσμο είναι πολύ διαφορετικές και χωρίζονται από δραματικές ιεραρχίες εξουσίας και πλούτου. Η θέση μας είναι ότι ένα κοινό πολιτικό σχέδιο είναι εφικτό. Η δυνατότητα αυτή, βέβαια, θα πρέπει να επαληθευτεί και να υλοποιηθεί στην πράξη. Σε κάθε περίπτωση, αρνούμαστε να δεχτούμε κάθε θεώρηση η οποία προβλέπει γραμμικά στάδια ανάπτυξης της πολιτικής οργάνωσης, ισχυριζόμενη ότι όσοι ζουν στις κυρίαρχες περιοχές μπορεί να είναι έτοιμοι για δημοκρατικές μορφές οργάνωσης όπως το πλήθος, ενώ όσοι ζουν στις υποτελείς περιοχές είναι καταδικασμένοι σε παλιότερες μορφές μέχρι να ωριμάσουν. Όλοι είμαστε ικανοί για δημοκρατία. Η πρόκληση είναι να την οργανώσουμε πολιτικά.
Τέλος, η ιδέα μας περί του πλήθους είναι πιθανό να εκληφθεί από πολλούς ως μη ρεαλιστική: «Στην πραγματικότητα, δεν είστε παρά ουτοπιστές!». Κατεβάλαμε προσπάθεια να υποστηρίξουμε ότι το πλήθος δεν είναι απλώς ένα αφηρημένο, αδύνατο όνειρο, άσχετο με τη σημερινή πραγματικότητά μας, αλλά ότι οι συγκεκριμένες συνθήκες για την ύπαρξη του πλήθους βρίσκονται ήδη υπό διαμόρφωση στον κοινωνικό μας κόσμο, κι ότι η δυνατότητα του πλήθους αναδύεται από αυτή την τάση. Τούτου λεχθέντος, είναι σημαντικό να θυμόμαστε πάντα ότι ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός, ένας καλύτερος, πιο δημοκρατικός κόσμος, και να ενισχύουμε την επιθυμία μας για έναν τέτοιο κόσμο. Το πλήθος είναι ένα έμβλημα αυτής της επιθυμίας.

MICHAEL HART & ANTONIO NEGRI, Πλήθος. Πόλεμος και δημοκρατία στην εποχή της αυτοκρατορίας, μτφρ. Γιώργος Καράμπελας, εκδόσεις Αλεξάνδρεια

Δεν υπάρχουν σχόλια: