20/11/10

Στο κέντρο της πόλης

ΦΥΛΛΑ ΣΤΟΝ ΚΑΙΡΟ

ΤΟΥ ΣΤΑΜΑΤΗ ΣΑΚΕΛΛΙΩΝΑ

Παλιά αστική πολυκατοικία, στον τρίτο όροφο ένα ζευγάρι μαλώνει. Ή μάλλον αυτός είναι σιωπηλός και η γυναίκα μισόγυμνη φωνάζει. Απέναντι ακριβώς σε μια άλλη πολυκατοικία δύο έφηβοι παρακολουθούν το ζευγάρι. Ή μάλλον την μισόγυμνη γυναίκα. Παρακαλούν να μείνει η γυναίκα μισόγυμνη. Ήδη βλέπουν το στήθος της.
Έξω στον δρόμο ένας άλλος έφηβος γυρνά στο σπίτι του πηγαίνοντας τοίχο τοίχο. Φοβάται, φοβάται τα λευκά παιδιά με τη σβάστικα. Είναι κι αυτός λευκός, αλλά κάτι τον κρατά, κάτι νομίζει, ανεπαίσθητο, θα προδώσει το κρυφό πάθος του. Ακόμη και μέσα στο σπίτι του περπατά τοίχο τοίχο. Νοιώθει το βλέμμα των δικών του εξαιρετικά ερευνητικό.
Η γυναίκα δεν φωνάζει πια, κάνει έρωτα. Τα αγόρια απέναντι χαίρονται αυτό το ανέλπιστο δώρο. Μαθητές ακόμα, ψάχνουν το χρόνο, ψάχνουν απεγνωσμένα τις γυμνές στιγμές.
Ο νεαρός ομοφυλόφιλος βρήκε τις στιγμές αλλά δεν έχει τον τόπο. Έρημος. Ήδη φάνηκαν. Τα λευκά παιδιά με τις σβάστικες και τους λοστούς. Περπατούν στρατιωτικά. Είναι γυμνοί από τη μέση και πάνω. Το βλέμμα τους ατσάλινο δίχτυ. Δεν υπάρχει έλεος. Ο θόρυβος από τις μπότες τους διακόπτει τη χαρά των μαθητών και τον έρωτα της γυναίκας. Τα φώτα σβήνουν. Ο νεαρός ομοφυλόφιλος ψάχνει τα κλειδιά του. Τα χέρια του τρέμουν. Ο ιδρώτας, ο φόβος. Είναι αδύναμος, το ξέρει. Τα λευκά παιδιά με τις σβάστικες, σαν σκυλιά διψασμένα για αίμα, μυρίζουν το φόβο. Τριγυρίζουν τον νεαρό ομοφυλόφιλο και γελάνε. Ένα γέλιο σκληρό, γέλιο του δυνατού σαρώνει το δρόμο. Το πρώτο αίμα. Οι λοστοί ανεβοκατεβαίνουν με μανία. Στα πόδια, στα χέρια, στο σώμα, στο πρόσωπο. Στο κέντρο της πόλης. Έρημος. Η ισχνή φωνή του νεαρού ομοφυλόφιλου ανεβαίνει στον όροφο των αγοριών, στον όροφο της γυναίκας. Τα λευκά παιδιά έχουν φύγει. Πάνε πιο κάτω, σε ένα μπαρ εγχρώμων. Σήμερα είναι η σειρά τους για περιπολία. Αίμα και τιμή. Σε λίγο μια φωτιά φαίνεται από εκεί που ήταν το μπαρ. Η γυναίκα κατεβαίνει στο δρόμο, κατεβαίνουν και τα δύο αγόρια. Πλησιάζουν τον νεαρό ομοφυλόφιλο. Τα αγόρια δεν τον αγγίζουν. Κάτι είχαν ακούσει σχετικά, μα δεν ήταν σίγουροι. Η γυναίκα χωρίς δισταγμό τον αγκαλιάζει. Σκουπίζει το αίμα από το πρόσωπό του. Εκείνη ξέρει πώς είναι η βία πάνω στο σώμα. Τον αγκαλιάζει σαν να αγκαλιάζει τον εαυτό της. Εκείνος γέρνει προς το στήθος της. Άθελά του τα χείλη του ακουμπούν τις ρώγες της. Εκείνη αχνογελά. Ξέρει χρόνια τον ιδιωτικό του βίο. Τα αγόρια παρακαλούν να ήταν στη θέση του. Η γυναίκα τους κάνει νόημα να τον ανεβάσουν στο σπίτι της. Η φωτιά μαίνεται και οι φωνές ακούγονται μέχρι το μικρό ήσυχο δρόμο. Η γυναίκα περιποιείται τα τραύματα του νεαρού ομοφυλόφιλου, ενώ τα αγόρια ειδοποιούν το ασθενοφόρο. Ο άντρας μένει σιωπηλός. Αλλά αυτή τη φορά νοιώθει ένα δέος. Νοιώθει ανήμπορος να καταλάβει. Το ασθενοφόρο έρχεται και παίρνει τον νεαρό ομοφυλόφιλο. Η σειρήνα του στριγγλίζει φεύγοντας.
Όλα έμειναν πίσω. Ό,τι έγινε στο μικρό ήσυχο δρόμο είναι σαν μην έγινε ποτέ. Όλα χάθηκαν στο κέντρο της πόλης. Η γυναίκα αφήνει τα δύο αγόρια να τη χαϊδέψουν, να χαϊδέψουν το φόβο τους. Ο άντρας φεύγει, νοιώθει ξένος. Ξένος στο φόβο, ξένος στο θρήνο, ξένος στο χάδι. Νιώθει έρημος. Η γυναίκα γελά μ' ένα γέλιο πικρό. Θυμάται. Εκείνη έχει τη μνήμη. Θυμάται κι άλλες φορές, τότε που η αστυνομία έψαχνε πάλι καταθέσεις.
Τώρα περπατά στο δρόμο με τα σπασμένα γυαλιά. Θέλει να βρει τα λευκά παιδιά με τη σβάστικα. Θυμός, οργή, μίσος. Λέξεις γεμάτες. Όπλο γεμάτο. Τα αγόρια ακολουθούν τη γυναίκα. Τώρα μαθαίνουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: