ΤΟΥ ΠΑΝΟΥ ΤΡΙΓΑΖΗ
Το να θυμόμαστε και να τιμούμε τον Τσε Γκεβάρα έχει ιδιαίτερη αξία σήμερα: για τους δύσκολους αγώνες που καλούμαστε να δώσουμε, αλλά και για τις σχέσεις μέσα στην ίδια την αριστερά της χώρας μας, που έχουν υποστεί οδυνηρούς αυτοτραυματισμούς τον τελευταίο καιρό. Η βαθιά κρίση, που ζει όλος ο κόσμος, αναδεικνύει όσο ποτέ πριν την σημασία του διεθνισμού της αριστεράς, του οποίου ο Τσε αποτελεί το απόλυτο σύμβολο. Την ίδια ώρα χρειαζόμαστε τον Τσε ως ηθικό πρότυπο και πηγή έμπνευσης για ένα μεγάλο κίνημα αξιών, καθώς η κρίση είναι πολυδιάστατη και δεν αφορά μόνο τις «κορυφές» του καπιταλιστικού συστήματος αλλά λειτουργεί διαβρωτικά μέσα στις ίδιες τις κοινωνίες, παράγοντας ποικίλες βαρβαρότητες.
Αν λέγαμε ότι ο «Τσε Γκεβάρα ζει», 43 χρόνια μετά τη δολοφονία του, θα ήταν κάτι κοινότυπο για τον «αιώνιο επαναστάτη», που η παγκοσμιότητα της παρουσίας του δεν έχει προηγούμενο. Ο Τσε γκρεμίζει σύνορα και σήμερα. Η μορφή του υπάρχει παντού όπου υπάρχει εξέγερση, σε κάθε διαδήλωση, στα πανεπιστήμια, στις μεγάλες ροκ συναυλίες, αλλά και σε άλλους χώρους όπου συγκεντρώνονται νέοι άνθρωποι. Ο Τσε έγινε ποίηση, τραγούδι, μυθιστόρημα, ήρωας πολλών ταινιών, «γκράφιτι» στους τοίχους στις γειτονιές όλου του κόσμου. Ακόμα και η καταναλωτική εκμετάλλευση του μύθου του, που προσβάλλει τη μνήμη του, δείχνει την τεράστια απήχηση του στην παγκόσμια νεολαία.
Ο Τσε δεν χωράει σε κανένα επαναστατικό «καλούπι». Δεν μπορεί κανένα ρεύμα της αριστεράς να τον οικειοποιηθεί. Αναφέρονται σ’ αυτόν όλες οι αντισυστημικές δυνάμεις, από τους κομμουνιστές και την νέα αριστερά, ως τους αντιεξουσιαστές, ακόμα και σοσιαλδημοκράτες. Η μνήμη του αποτελεί ένα είδος βάλσαμου για τον βαρύτατα πληγωμένο επαναστατικό ρομαντισμό μας από σοσιαλιστικά εγχειρήματα που οδηγήθηκαν στον εκφυλισμό. «Ίσως για μας καλύτερα που δεν γέρασες/ που έμεινες για πάντα νέος Ερνέστο/ όπως η Επανάσταση στη χαραυγή της», λέει χαρακτηριστικά σ’ ένα ποίημά του ο Τίτος Πατρίκιος.
«Ο Τσε έπεσε υπερασπιζόμενος την υπόθεση των φτωχών και των ταπεινών αυτής της γης», είπε ο Φιντέλ Κάστρο στον επικήδειο που εκφώνησε στην Πλατεία της Επανάστασης στην Αβάνα (18-10-1967), προσθέτοντας ότι «ξεχώρισε ως άνθρωπος ανυπέρβλητης δράσης, αλλά ήταν και άνθρωπος βαθυστόχαστος, με διορατική ευφυΐα και βαθιά μόρφωση». «Ο μαρξισμός μου έχει βαθιές ρίζες και έχει εξαγνιστεί», έγραφε στο τελευταίο γράμμα προς τους γονείς του, το 1965, αλλά άρχιζε το ίδιο γράμμα με τη φράση: «νοιώθω και πάλι κάτω από τις φτέρνες μου το ανεβοκατέβασμα των πλευρών του Ροσινάντε», δηλαδή έβλεπε τον εαυτό του σαν ένα είδος Δον Κιχώτη. Όμως, η παγκόσμια ακτινοβολία του Τσε δεν εξηγείται με στενά πολιτικούς και ιδεολογικούς όρους, με κριτήριο ότι εκπροσωπεί τη σωστή «συνταγή» για την επανάσταση, αλλά διότι συνεγείρει συνειδήσεις ως κορυφαίο ηθικό πρότυπο ενός ασυμβίβαστου αγωνιστή, που ενώνει την πολιτική και την ηθική.
Ο Τσε ήταν ένας μεγάλος διεθνιστής και αντιιμπεριαλιστής, στη θεωρία και στην πράξη. Αν κάναμε μια δημοσκόπηση, ρωτώντας ποια είναι η εθνικότητά, του δύσκολα θα παίρναμε σωστή απάντηση. Γεννήθηκε στην Αργεντινή, αλλά είναι ήρωας όλης της Λατινικής Αμερικής και σύμβολο της ενότητάς της. Υπήρξε από τους πρωτεργάτες της Κουβανικής Επανάστασης, δίπλα στον Φιντέλ Κάστρο, με τον οποίο συμπορεύτηκε από το 1955 ως το 1965, όταν εγκατέλειψε τη θέση του υπουργού που κατείχε στην Κούβα, για να πολεμήσει στο πλευρό εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων. Θεωρούσε ότι «το βασικό πεδίο εκμετάλλευσης του ιμπεριαλισμού περιλαμβάνει τις τρεις καθυστερημένες ηπείρους, Λατινική Αμερική, Ασία και Αφρική», και έβλεπε το μέλλον φωτεινό «αν δύο, τρία, πολλά Βιετνάμ, άνθιζαν στην επιφάνεια της γης». Με βάση αυτή την ανάλυση και όχι ως «απελπισμένη ανταρσία», επέλεξε να φύγει το 1965 για το Κογκό και να καταλήξει, το 1966, στη Βολιβία. Εκεί προσπάθησε να οργανώσει αντάρτικο κίνημα, αλλά βρήκε μεγάλες δυσκολίες και τελικά έπεσε σε ενέδρα μαζί με τους 17 συμμαχητές που του είχαν απομείνει. Αιχμαλωτίστηκε από τον βολιβιανό στρατό, με τη βοήθεια της CIA, στις 8 Οκτωβρίου 1967, και την επομένη ημέρα δολοφονήθηκε.
«Για τα παιδιά του κόσμου σκοτώθηκες/ Τσε Γκεβάρα», λέει σ’ ένα ποίημά του ο Τάσος Λειβαδίτης, που μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης (Λειτουργία Νο 2), ενώ με τον δικό του μοναδικό τρόπο θρήνησε τη δολοφονία του Τσε ο ποιητής Νίκος Καββαδίας:
Ποιος το ‘λεγε ποιος το ‘λπιζε και ποιος να το βαστάξει.
Αλάργα φεύγουν τα πουλιά και χάσαν τη λαλιά τους.
Θερίζουν του προσώπου σου το εβένινο μετάξι
νεράιδες, και το υφαίνουνε να δέσουν τα μαλλιά τους.
Το πώς δέχθηκαν οι Έλληνες αριστεροί την είδηση της δολοφονίας του Τσε μέσα στη μαύρη νύχτα της χούντας, αποδόθηκε από τον Μάνο Λοΐζο με ένα τραγούδι που λέει:
Μια φωτογραφία σου ήρθε και σε μένα/ μια φωτογραφία σου απ’ τα ξένα/ Απ’ αυτές που κρατάν οι φοιτητές/ απ’ αυτές που ξεσκίζει ο χαφιές/ απ’ αυτές που κρεμάν οι φοιτητές/ στην καρδιά τους.
Διανύοντας τον 21ο αιώνα, ο μύθος του Τσε όχι μόνο δεν έχει φθαρεί αλλά συνεχώς ενισχύεται και παγκοσμιοποιείται, ιδιαίτερα ανάμεσα στους νέους και τις νέες του πλανήτη μας. Κι αυτό συμβαίνει γιατί η κρίση του συστήματος είναι βαθειά και πολυδιάστατη και ο κόσμος πρέπει να αλλάξει ριζικά, να βγει από τις «συμπληγάδες» των ανισοτήτων, που συνθλίβουν τις κοινωνίες και ακινητοποιούν τις δημιουργικές ικανότητες των ανθρώπων. Γιατί η ίδια η ζωή στη γη απειλείται από την ραγδαία περιβαλλοντική υποβάθμιση, που οφείλεται στο κυρίαρχο μοντέλο ανάπτυξης.
Ο Τσε είναι πιο ζωντανός σήμερα. Ζει στις νίκες των συνασπισμένων αριστερών και προοδευτικών δυνάμεων στη Λ. Αμερική, στον αγώνα για την άρση του αμερικανικού εμπάργκο εις βάρος της Κούβας. Προτείνει την αριστερά ως στάση και τρόπο ζωής. Μιλάει στην καρδιά και στη συνείδησή μας με τα ίδια λόγια που μίλησε στα παιδιά του με το τελευταίο γράμμα του: «Πάνω απ΄ όλα να είστε πάντα ικανοί να νοιώθετε βαθιά μέσα σας οποιαδήποτε αδικία διαπράττεται ενάντια σε οποιονδήποτε, σε οποιαδήποτε γωνιά του κόσμου. Είναι η πιο όμορφη ιδιότητα ενός επαναστάτη».
Σημ: όλα τα αποσπάσματα σε εισαγωγικά είναι από το βιβλίο «Ερνέστο Τσε Γκεβάρα – κείμενα», Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1988, με την εξαίρεση της αναφοράς σε «απελπισμένη ανταρσία» που είναι από το βιβλίο του Γερ. Λυκιαρδόπουλου «Η έσχατη στράτευση», εκδόσεις Ύψιλον 1985.
Το τελευταίο γράμμα στους γονείς του (1965)
Αγαπημένα μου γερόντια,
Νιώθω και πάλι κάτω απ’ τις φτέρνες μου το ανεβοκατέβασμα των πλευρών του Ροσινάντε[1]. Ρίχνομαι και πάλι στους δρόμους με την ασπίδα μου στα χέρια.
Σας έγραψα κι ένα άλλο αποχαιρετιστήριο γράμμα, πάνε τώρα δέκα χρόνια από τότε. Καθώς θυμάμαι, λυπόμουν που δεν ήμουν καλύτερος στρατιώτης και καλύτερος γιατρός. Το τελευταίο δεν με ενδιαφέρει πια, μα στρατιώτης δεν είμαι τόσο κακός.
Ουσιαστικά, τίποτε δεν έχει αλλάξει, εκτός από το ότι είμαι πολύ περισσότερο συνειδητοποιημένος. Ο μαρξισμός μου έχει βαθιές ρίζες και έχει εξαγνισθεί. Πιστεύω στην ένοπλη πάλη σαν μοναδική λύση για τους λαούς που αγωνίζονται για την απελευθέρωσή τους και είμαι συνεπής με τις πεποιθήσεις μου. Πολλοί θα με πουν τυχοδιώκτη, και είμαι, μόνο που είμαι άλλου είδους τυχοδιώκτης, ένας από εκείνους που προβάλλουν τα στήθη τους για να αποδείξουν τις αλήθειες τους.
Ίσως αυτό το γράμμα να είναι το τελευταίο. Δεν το αποζητώ, βρίσκεται, όμως, μέσα στον λογικό υπολογισμό των πιθανοτήτων. Αν γίνει έτσι, σας στέλνω τον τελευταίο μου χαιρετισμό.
Σας αγάπησα πολύ, μόνο που δεν ήξερα να εκφράζω την τρυφεράδα μου. Είμαι υπερβολικά αυστηρός στις πράξεις μου και πιστεύω ότι μερικές φορές δεν με καταλάβατε. Δεν ήταν εύκολο να με καταλάβετε. Παρ’ όλα αυτά, πιστέψτε με, μόνο σήμερα.
Τώρα, μια θέληση που σφυρηλάτησα με χαρά καλλιτέχνη θα στηρίξει κάποια αδύναμα πόδια και κάποια κατάκοπα πνευμόνια. Θα το κάνω.
Να θυμάστε πού και πού αυτόν τον μικρό κοντοτιέρο[2] του εικοστού αιώνα. Φιλιά στη Σέλια, τον Ρομπέρτο, τους Χουάν Μαρτίν και Πατοτίν, την Μπεατρίς, σε όλους.
Ένα μεγάλο αγκάλιασμα για σας, από τον άσωτο και πεισματάρη γιο σας.
Ο Πάνος Τριγάζης είναι μέλος της ΚΠΕ του ΣΥΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου