Βιοεξουσία και ο ησυχαστικός δρόμος προς τον σοσιαλισμό...
ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΚΙΟΥΠΚΙΟΛΗ
Ο M. Foucault και, πιο πρόσφατα, ο G. Agamben εξύφαναν το εννοιολογικό δίχτυ της βιοεξουσίας για να συλλάβουν σημαίνουσες μεταλλαγές των εξουσιαστικών πρακτικών στην πρώιμη και την ύστερη νεωτερικότητα. Πρόκειται για στρατηγικές κυριαρχικού ελέγχου, που δρουν κυρίως πάνω στο ανθρώπινο σώμα ή ασκούνται πάνω στη «γυμνή ζωή» των ατόμων, δηλαδή σε υποκείμενα που έχουν απογυμνωθεί από κάθε πολιτικονομική προστασία και υπόκεινται πλήρως στη δικαιοδοσία μιας ανεξέλεγκτης αρχής. Η βιοεξουσία κινητοποιεί εταιρικές και κρατικές τεχνικές, που διαμορφώνουν, πειθαρχούν και αστυνομεύουν τη σωματικότητα, όπως κάνουν σήμερα λ.χ. οι βιομετρικοί έλεγχοι και θα κάνουν ίσως αύριο πολύ πιο ριζικά οι νέες βιοτεχνολογίες. Η βιοεξουσία εντοπίζεται ευρύτερα και σκαιότερα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και στις ποικιλότροπες «καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης», που διαστίζουν συχνά πυκνά τις πολιτικές διακυβέρνησης του 20ού και του 21ου αιώνα. Εδώ το κράτος καταλύει εν όλω ή εν μέρει τις καθιερωμένες, προστατευτικές κανονικότητες και τα πυκνά πλέγματα των δικαιωμάτων, για να ανακτήσει ένδοξες στιγμές απόλυτης κυριαρχίας, επικαλούμενο επιτακτικές περιστάσεις.
Σε ένα τέτοιο κοσμοείδωλο της ύστερης νεωτερικής εξουσίας οι Hardt και Negri αντιτείνουν εδώ και δέκα χρόνια μια εναλλακτική αφήγηση, που χαρτογραφεί ορίζοντες πέρα από τη βιοεξουσία αλλά μέσα από το ίδιο το πεδίο του βίου. Η «βιοπολιτική» του πλήθους αναδύεται σήμερα κομβικά στις νέες παραγωγικές δυνάμεις της άυλης εργασίας στον τομέα των υπηρεσιών και τις τεχνολογίες της επικοινωνίας, εκεί όπου γεννιούνται άμεσα ιδέες, πληροφορίες, συναισθήματα, επικοινωνιακές ανταλλαγές και κοινωνικές σχέσεις στην καθημερινότητα της οικονομικής ζωής. Η δημιουργικότητα της άυλης εργασίας είναι βιο-πολιτική, γιατί συνθέτει απευθείας σχήματα συλλογικού και ατομικού βίου (σχέσεις, συναισθήματα, ιδέες) και γιατί εξελίσσεται μέσα από δίκτυα κοινωνικής συνεργασίας, τα οποία είναι ανοικτά, ευέλικτα και οριζόντια -ελεύθερα από βίαιες, κάθετες ιεραρχίες. Έτσι η δικτυακή οργάνωση του βιοπολιτικού πλήθους καθιστά εφικτή όχι μόνο την καθημερινή λήψη συλλογικών αποφάσεων με εξισωτικό, συμμετοχικό τρόπο, αλλά και τη μελλοντική επέκταση αυτών των διασυνδέσεων και λογικών. Η «απόλυτη δημοκρατία» μιας οριζόντιας βιοπολιτικής των αυτόνομων ετεροτήτων ενδέχεται να εκτοπίσει στο άμεσο μέλλον την παγκοσμιοποιημένη βιοεξουσία της κυριαρχίας.
Μια ταινία
Μια κινηματογραφική απάντηση σε αυτή τη διάγνωση των όψιμων μετασχηματισμών της εργασίας και του κεφαλαίου δίνει η ταινία Inception του Christopher Nolan. Κρατικές και εταιρικές αρχές επιδιώκουν πλέον τη χειραγώγηση και τη διάπλαση του ατομικού ψυχισμού, με απευθείας διεισδύσεις και χειρουργικές επεμβάσεις στην πρώτη ύλη της συναισθηματικής και ιδεατής ζωής του υποκειμένου. Με άλλα λόγια, η «γυμνή ζωή» πάνω στην οποία ασκείται κατευθείαν η βιοεξουσία δεν είναι πλέον μόνο ή κυρίως το σώμα, αλλά όλο και εντονότερα η ψυχή, τα συναισθήματα, οι ιδέες, η επικοινωνία. Αναντίρρητα, τα πεδία αυτά αποτελούσαν εξαρχής αντικείμενο παρεμβάσεων και διαχείρισης από τον καπιταλισμό και την κρατική κυριαρχία, αλλά οι εξουσιαστικές τεχνικές αναπτύσσουν τώρα αδιαμεσολάβητες και παραγωγικές σχέσεις με το αντικείμενό τους, που χαρακτηρίζονται από πρωτόγνωρη βαθύτητα και ποιότητα. Πολύ απλά, με τους όρους της ταινίας, αν η διαφήμιση λ.χ. προσπαθούσε μέχρι τώρα να απευθυνθεί στο ατομικό ασυνείδητο απ’ έξω, οι νέες εξουσιαστικές τεχνικές παίζουν πλέον το παιχνίδι τους κατευθείαν μέσα στο ασυνείδητο. Αυτό υποδηλώνει ότι η βιοεξουσία δεν καταπιέζει μόνο την εναλλακτική βιοπολιτική του πλήθους απ’ έξω, όπως θεωρούν οι Hardt και Negri, αλλά δρα και μέσα της, αν δεν ταυτίζεται με αυτή. Η εξάπλωση, δηλαδή, των δικτύων της καπιταλιστικής εξουσίας δεν είναι μόνο εκτατική αλλά και εντατική. Δεν γίνεται μόνον στην επιφάνεια της ανθρώπινης βιόσφαιρας, με την πλανητική κατίσχυση της αγοραίας οικονομίας, αλλά και στο βάθος της, στον γενετικό κώδικα, στο ασυνείδητο, τα συναισθήματα, τις ιδέες, την επικοινωνία.
Δύο βιβλία
Αιχμές των εξελίξεων αυτών φωταγωγούν αρκετά εύστοχα δύο νέα βιβλία, η ψυχοκοινωνική ανάλυση του Franco ‘Bifo’ Berardi, Τhe soul at work. From alienation to autonomy,[1] και η συλλογή πολιτικών δοκιμίων της Jodi Dean, Democracy and other neoliberal fantasies. Communicative capitalism and left politics.[2] O Berardi υπεισέρχεται στις διεργασίες με τις οποίες ο «σημειοκαπιταλισμός» των ψηφιακών μηχανών κερδίζει την ίδια την ψυχή του «κογκνιταριάτου» των εργαζόμενων στα δημιουργικά του κέντρα, ενεργοποιώντας επιτατικά τις κοινωνικές, φαντασιακές και συναισθηματικές του δυνάμεις. Σε υπηρεσίες με υψηλές τεχνολογίες, η εργασία χάνει τον μονότονο και ανόητο χαρακτήρα της και τείνει να γίνει πνευματική, προκλητική, καινοτόμος, επικοινωνιακή. Έτσι, οι εργαζόμενοι επενδύουν άμεσα σε αυτή τις πιο μύχιες, ποιητικές, «ανθρώπινες» ιδιότητές τους. Η επακόλουθη συναισθηματική τους πρόσδεση, ως και ταύτιση, με τη νέα επιχειρηματική λογική του κεφαλαίου χαλυβδώνεται με τα πιο «σκοτεινά» δεσμά της εργασιακής ανασφάλειας και της εξαρτημένης ενσωμάτωσης σε ένα αυτόματο, αέναο, πλανητικό ρου πληροφοριών και σημείων.
Η Dean διαβλέπει ότι με το νεοφιλελεύθερο σχέδιο και τα παγκόσμια τεχνικά άλματα έχει επέλθει μια συναίρεση του καπιταλισμού με τη δημοκρατία, μια σύμφυρση των υλικοτεχνικών υποδομών της παγκόσμιας αγοράς με τις δημοκρατικές αξίες. Το καθεστώς του «επικοινωνιακού καπιταλισμού» συγκροτεί κοινωνικά και πολιτικά υποκείμενα, εν πολλοίς με αριστερή ιδεολογία, τα οποία δραστηριοποιούνται κατεξοχήν (ή αποκλειστικά) στους νέους τόπους της ψηφιακής διασύνδεσης, καθώς φαντασιώνονται ότι η διαδικτυακή κινητοποίηση προάγει άμεσα και αποτελεσματικά ζωτικές δημοκρατικές αξίες: την ανοικτή πρόσβαση, την ελεύθερη κριτική και συζήτηση, μαζικές πολιτικές «εκστρατείες», τη φαινομενικά ίση συμμετοχή όλων. Εφόσον, όμως, δεν οικοδομούν εναλλακτικές πολιτικές οργανώσεις και έναν μαζικό αντι-ηγεμονικό συνασπισμό, εξαντλούνται στο ηλεκτρονικό θέαμα μιας δημοκρατίας που μιλάει διαρκώς και πολυφωνικώς, αλλά δεν πράττει καθοδηγούμενη από τις πρωτοβουλίες του πολύχρωμου πλήθους. Ως αποτέλεσμα, οι πολιτικές εντάσεις και αντιθέσεις στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιότητα εξαχνώνονται και διασπείρονται σε μια κατακερματισμένη εικονική δημοκρατία. Ταυτόχρονα, οι δικτυακά δραστήριοι πολίτες συμπράττουν ενεργά στην εξέλιξη των πληροφοριακών, επικοινωνιακών και τεχνολογικών κυκλωμάτων του πλανητικού κεφαλαίου. Επανδρώνουν μαζικά την αγορά καθοριστικών για την αγοραία παγκοσμιότητα τεχνολογιών, ενώ ιδρύουν νέους θύλακες εμπορεύσιμων υπηρεσιών στους αναδυόμενους κόμβους της κοινωνικής δικτύωσης και τροφοδοτούν μια διαρκή ροή πληροφοριών, που αξιοποιείται από εταιρικά και κρατικά κέντρα κυριαρχίας. Ο επικοινωνιακός καπιταλισμός παράγει και εγκολπώνεται ένα πλήθος ενεργών δημιουργικών υποκειμένων, που τον στηρίζουν εντατικά, εκούσια και, επί της ουσίας, με ασφάλεια.
Το «νέο πνεύμα» του καπιταλισμού
Αυτό το πρίσμα προσφέρει διεισδυτικές ματιές στους σύγχρονους οραματικούς λόγους, με τις συναισθηματικές, ανθρωπιστικές, κοινωνικές και οικολογικές εξάρσεις, που συντάσσει και διακινεί συστηματικότερα πλέον το νέο πνεύμα του καπιταλισμού, το οποίο ανατράφηκε ως γνωστόν με την κινηματική κουλτούρα του ‘60 και του ‘70, και εμφανιζόταν εξαρχής ως αντι-ιεραρχικό, ανεκτικό, ευέλικτο, κοινωνικά δικτυωμένο, καινοτόμο και οικοφιλικό. Στους πολιτικούς εκπροσώπους και οργανικούς διανοούμενους αυτού του παγκόσμιου σημειοκαπιταλισμού συγκαταλέγονται σήμερα, εκτός από τον νυν πρόεδρο της σοσιαλιστικής διεθνούς των νεοφιλελεύθερων, αστέρες των επιστημών της επιχειρηματικής διοίκησης (Charles Leadbeater), φιλόδοξοι εφευρέτες-επιχειρηματίες της βιοτεχνολογίας (Craig Venter), νέοι διαφημιστές, κοινωνιολόγοι, άνθρωποι των μήντια κ.α.[3] Τα οικολογικά, εξισωτικά και ελευθεριακά οράματα που φιλοτεχνούν για έναν οιονεί ‘σοσιαλιστικό’ ή και ‘κομμουνιστικό’ μέλλον, που θα αναδυθεί μέσα από τις εκπληκτικές δυνατότητες του παρόντος, μπορούν να υπαχθούν ασφαλώς στη βιοεξουσία ή την ευρύτερη βιοπολιτική, με την προφανή έννοια ότι στελέχη των ελίτ επιδίδονται σε ασκήσεις διάπλασης των συναισθημάτων, των παραστάσεων, της φαντασίας, του ονείρου και των μορφών επικοινωνίας, για να κατακτήσουν τις ψυχές των δοκιμαζόμενων μεσαίων και κατώτερων στρωμάτων.
Η επιπλέον ιδέα, όμως, που μας υποβάλλουν οι αναλύσεις των Dean και Berardi, από κοινού με την ταινία, είναι ότι εδώ έχουμε ένα ακόμη φαινόμενο επέκτασης της βιοεξουσίας σε βάθος, μια εισβολή της σε μια πρώτη υποκειμενική-κοινωνική ύλη, που μέχρι πρότινος παρέμενε εν πολλοίς στο εξωτερικό της. Οι εξουσιαστικοί μηχανισμοί δεν αρθρώνουν μια ιδεολογία του καθεστώτος που μάχεται ευθέως τους αντικαθεστωτικούς λόγους, ούτε απλώς ενσωματώνουν και διαστρέφουν εκ των υστέρων μερικά θέματα αυτών των λόγων. Οι νέες «σοσιαλιστικές» και «κομμουνιστικές» επαναστάσεις, που επαγγέλλονται ποικιλώνυμοι εκφραστές της ηγεμονικής τάξης, εντάσσονται σε περισσότερο ή λιγότερο ευτυχείς διαδικασίες ενεργού συγκρότησης ενός «αντιπολιτευτικού, κριτικού και ουτοπικού-εναλλακτικού» λόγου. Εν ολίγοις, θα λέγαμε ότι η βιοεξουσία έχει διεισδύσει στο εσωτερικό αυτής της κοινωνικοπολιτικής σφαίρας και τη συνδιαμορφώνει, με τρόπο που θυμίζει την καταβύθιση της βιοεξουσίας στο ασυνείδητο και την παραγωγική του αναμόχλευση στο σενάριο του Inception.
Η κριτική εν προκειμένω καταγίνεται εύλογα με μια συμπτωματολογία, με τις αντιφάσεις και συγκαλύψεις που μαρτυρούν την αναλήθεια αυτών των αντικαθεστωτικών λόγων του κατεστημένου. Αλλά η πιο επικίνδυνη ίσως διάστασή τους είναι και η εμφανέστερη, δηλαδή η κραυγαλέα τους αντίθεση με την πράξη των ίδιων των φορέων τους. Γιατί ο εθισμός σε αυτή την αντίθεση, η αναγνώριση και αποδοχή της ως κοινότοπης, διδάσκει, διαχέει και ενισχύει τον χαρακτηριστικό κυνισμό της κυρίαρχης ιδεολογίας του σήμερα. Αυτή, όπως λέει ο Ζizek, γνωρίζει και ομολογεί την «αλήθεια» -ότι η πλανητική αρχή του κεφαλαίου είναι καταστροφική, ότι οι αγορές πρέπει να τεθούν υπό συλλογικό πολιτικό έλεγχο, ότι απαιτείται μια ριζική παγκόσμια αναδιανομή πλούτου και ισχύος κ.ο.κ.- αλλά πιστεύει βαθύτερα σε κάτι άλλο –στην κυριαρχία των αγορών που επικρίνει- και ενεργεί με βάση αυτή την πραγματική πίστη και όχι με οδηγό τη γνώση. Ο εθισμός στην κυνική ιδεολογία διασφαλίζει τον διαρκή εγκλωβισμό του κριτικού-οραματικού λόγου σε έναν εικονικό χώρο ιδεών και συναισθημάτων, αναπαράγει τον εσαεί διαχωρισμό του από την πίστη και την πραγματικότητα.
Η κοινοτοπία των κραυγαλέων αντιθέσεων είναι συνάμα η κακή ιδεολογία του μεταμοντερνισμού, η λογική του anything goes (ή «τα πάντα όλα») που υπηρετεί πάλι εκ των πραγμάτων το προφανές: την εξουδετέρωση της ανταγωνιστικής δύναμης των αντιφάσεων και την ισοπέδωση των νοημάτων, ώστε να αδυνατούν να προσανατολίσουν τη δράση. Μπορούμε να καταστρέφουμε με τον χρηματοοικονομικό τζόγο τις ζωές χιλιάδων απλών εργαζόμενων και ταυτόχρονα να προβαίνουμε, όπως ο George Soros, σε μεγάλες φιλανθρωπικές ευεργεσίες και να βγάζουμε λόγους για την ανάγκη ρύθμισης των αγορών. Μπορούμε να εφαρμόζουμε εξτρεμιστικές νεοφιλελεύθερες συνταγές και ταυτόχρονα να διατυμπανίζουμε την αξία μιας επανεπινόησης του σοσιαλισμού.
Δυστυχώς ή ευτυχώς, αυτές οι ιδεολογικές λειτουργίες δεν καταπολεμούνται μόνο ή κυρίως με εναλλακτικούς λόγους και οράματα, γιατί αναπτύσσονται κατεξοχήν στις συνδέσεις λόγων και έργων, αλλά και γιατί πλέον ο αντίπαλος έχει εισχωρήσει μέσα στο ίδιο το πεδίο του αντιπολιτευτικού λόγου και της εναλλακτικής βιοπολιτικής. Αντιμετωπίζονται με την ανταγωνιστική ενεργοποίηση των αντιθέσεων και την πραγματική άρση του κυνισμού, δηλαδή με την ουσιαστική οικοδόμηση άλλων, πιο αλληλέγγυων και ελεύθερων σχέσεων, που δεν «γνωρίζουν» απλώς τη σοσιαλιστική, κομμουνιστική ή αναρχική αλήθεια, αλλά την κάνουν πράξη.
Ο Αλέξανδρος Κιουπκιολής διδάσκει Πολιτική θεωρία στο ΑΠΘ
[1] Franco ‘Bifo’ Berardi, Τhe soul at work. From alienation to autonomy, μτφρ. F. Cadel, G. Mecchia, Semiotext(e), Los Angeles, 2009.
[2] Jodi Dean, Democracy and other neoliberal fantasies. Communicative capitalism and left politics, Duke University Press, Durham & Λονδίνο, 2009.
[3] Βλ. Slavoj Zizek, Living in the End Times, Verso, Λονδίνο-Νέα Υόρκη, 2010, σσ.338-340, 356-358, Charles Leadbeater, We-Think, Profile Books, Λονδίνο, 2009.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου