17/10/10

Μια μονομαχία με τον έρωτα


ΤΗΣ ΠΕΠΗΣ ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ

ΛΕΑΝΔΡΟΣ ΠΟΛΕΝΑΚΗΣ, Ιστορίες από το χαμένο βιβλίο του έρωτα. Ένα μυθιστόρημα για το χρόνο, εκδόσεις Ένεκεν, σελ. 221 


«Την αληθινή μας ιστορία ποτέ δεν την γράφουμε. Βρίσκεται πάντα πέραν των ορίων της γραφής, που μας δόθηκε για να την γράψουμε, αλλά δεν μπορούμε. Το παιχνίδι του μυθιστορήματος είναι από την αρχή χαμένο, καθώς προσπαθούμε να πετύχουμε το αδύνατο: Να αφηγηθούμε την ιστορία της ανεξήγητης επιστροφής μας κάποτε στο κέντρο ενός λαβύρινθου από τον οποίο είχαμε μόλις ξεφύγει. Αυτό το κομμάτι της ιστορίας μας μένει πάντοτε άγραφο, λευκό, ανερμήνευτο. Επειδή, ποιος μπορεί να γράψει μια ιστορία που να είναι συγχρόνως η αιτία και το αποτέλεσμα της γραφής της». Για να μπορέσουμε να βγούμε από το αδιέξοδο, θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε το τέρας που εμποδίζει να συλλάβουμε ακέραιη την μνήμη. Αλλιώς αυτό που μας μένει θα είναι ένας διασπασμένος, αποσπασματικός κόσμος, τα σπαράγματα ενός χαμένου βιβλίου. Διπλά χαμένου. Γιατί δεν μπόρεσε να κερδίσει το στοίχημά του να πει αυτό που πραγματικά υπήρξε. Και γιατί είναι χαμένο, ξεχασμένο σε κάποια σκοτεινή βιβλιοθήκη είτε σε κάποιο παλλαϊκό σεντούκι είτε ακόμα, σαν πολύτιμο κόσμημα ή νόμισμα στην κοιλιά ενός ψαριού που ξανά και ξανά ο συγγραφέας ψαρεύει από την θάλασσα της αφήγησης.
Το χαμένο βιβλίο είναι η επινόηση του συγγραφέα για να γεμίσει τα κενά της δικής του αφήγησης. Μέσα από αυτό, μέσα από αυθεντικά και επινοημένα παραθέματα, η μνήμη συνεχίζει να δρα καταιγιστικά, και να αποκαλύπτει ή να εφευρίσκει αναπάντεχες συναντήσεις, ένας υποτίθεται ελεύθερος συνειρμός που σαρώνει στο διάβα του γεωγραφικά μήκη και πλάτη, τη Σίφνο, την Κίμωλο, την Μήλο αλλά και όλα τα άλλα νησιά που η αφήγηση πλάθει κατά το πρότυπό τους, και ακόμη οι μεγάλες πόλεις, η Αθήνα, η Μαδρίτη, οι χώρες όπως η Αργεντινή, η Γερμανία και ακόμη στιγμές του ιστορικού και του ψυχικού χρόνου. «Ένα ασυνεχές μέσα στη συνέχεια ή ένα συνεχές μέσα στην ασυνέχεια» σύμφωνα με την ειρωνική αναφορά του συγγραφέα στις διάφορες σχολές του εβδομήντα και κάτι ή παρά κάτι που αναλώθηκαν στο στοίχημα όχι της γραφής, αλλά της δημιουργίας δύσπεπτων ορισμών που υποτίθεται ότι θα θεμελίωναν την μοναδικότητά τους. Το παιχνίδι της γραφής του χαμένου βιβλίου είναι ωστόσο απλό και δύσκολο. Η Σίφνος, είναι πρόσωπο του βιβλίου, αλλά είναι και νησί-βιβλίο, κάθε γωνιά και μια σελίδα που χρειάζεται τη γραφή για να μπορέσουμε να τη διαβάσουμε. Η Σίφνος είναι ένα νησί μήτρα της γραφής, και έμβρυο του λόγου που την μεταμορφώνει σε όλα τα νησιά, σε όλες τις γωνιές του κόσμου, πριν ξανακάνει με ένα τελευταίο μαγικό τέχνασμα, τον κόσμο να γίνει Σίφνος.    
Ένα χαμένο βιβλίο λοιπόν που μιλάει για ένα άλλο, το ίδιο χαμένο, φτιαγμένο από θραύσματα, σπαράγματα αγαπημένων βιβλίων, πραγματικών είτε φανταστικών. Αλλά όχι μόνο. Πλάι στις αναφορές σε μια πραγματική είτε φανταστική λογοτεχνία υπάρχουν οι αναφορές στην ιστορία, το ίδιο πραγματική ή/και φανταστική. Στην αναμέτρηση με το πραγματικό, μας λέει ο Πολενάκης, η ιστορία μοιάζει να δίνει και αυτή όπως και η λογοτεχνία έναν αγώνα χαμένο εκ των προτέρων. Τι κι αν γνωρίζουμε από τα χρόνια του Ηροδότου και του Θουκυδίδη ότι η Ιστορία οικοδομήθηκε  με σύνθημα την έξωση του μύθου; Ο μύθος παίρνει στο Χαμένο βιβλίο την εκδίκησή του, αφού μόνον αυτός έχει δικαίωμα να αποκαλύψει την αλήθεια που η επιστήμη μάταια ζητά να εκφράσει. Παράδειγμα η ιστορία, με τον Στάλιν, μυθικό, όπως και ο Χίτλερ, τέρας της ανθρώπινης Ιστορίας, που για χάρη του υποτίθεται ότι γράφεται ο μοναδικός δίσκος βινυλίου με το κοντσέρτο του Μότσαρτ  της  Μαρίας Γιουντίνα  που το ερμήνευσε. Οι θρηνητικές φωνές των πιστών του «Πέθανε ο Στάλιν» που θα γεμίσουν τον κόσμο ως και στην Ελλάδα, δίπλα στο σπίτι του συγγραφέα, μπλέκουν στην μυθ-ιστορία του Χαμένου βιβλίου με την φωνή του τρελού γέροντα ερημίτη που θα φωνάξει από το ξερονήσι του στη Μαύρη θάλασσα στους έντρομους ναυτικούς: «Ο μέγας Παν απέθανε». Να είναι μια μορφή της αρχαιότητας, αναρωτιέται ο συγγραφέας, ή μήπως το θύμα του Στάλιν, ο Τρότσκι που γλίτωσε από το δολοφονικό σκεπάρνι του Μερκαντέρ; Πάνω και πέρα από το πραγματικό ιστορικό γεγονός της δολοφονίας του ιδρυτή της 4ης Διεθνούς υψώνεται ο μύθος του που μας αποκαλύπτει την αθανασία της γοητείας του αιώνιου επαναστάτη.                     
Κομμάτια λοιπόν και θραύσματα, χαμένα αποσπάσματα ζωής, λογοτεχνίας ιστορίας που ενώνονται σε ανέκδοτες, αναπάντεχες συνθέσεις. Ποια όμως είναι η δύναμη που τα συνείρει σε μια αλυσίδα συνειρμών, τα συνθέτει;   Εν αρχή, όπως και με τους συνειρμούς μιας πετυχημένης συνεδρίας ψυχανάλυσης, ήν ο έρως. Ένας έρωτας που απαιτεί να είναι απόλυτος. Μια απόλυτη αρχή που να διαγράφει κάθε παρελθόν, κάθε τραύμα και κάθε μνήμη. Έρωτας λοιπόν καταδικασμένος να λήξει, να βρει το τέλος του, όπως κάθε πράγμα που θέλει να είναι η απόλυτη αρχή. Αλλά επίσης ένας έρως που ζει μέσα στο τέλος του, πέρα από το τέλος, τραύμα που μένει ανοιχτό για να ξεπηδήσει η λογοτεχνική αφήγηση.   
Ένας έρωτας που τελειώνει θα μπορούσε θαυμάσια να είναι το θέμα ενός ακόμα ανούσιου και επιτυχημένου μυθιστορήματος από αυτά που μηρυκάζουν με έπαρση το αυτονόητο και συνωθούνται στις προθήκες των βιβλιοπωλείων, τα σαλόνια των εντύπων και τις τηλεοπτικές εκπομπές όπου άσχετοι συνεντευξιάζονται με άσχετους αναμασώντας καταθλιπτικά στερεότυπα. Ο ήρωας θα εμφανιζόταν γκριζομάλλης είτε ασπρομάλλης αλλά μοιραία όσο και ανεξήγητα γοητευτικός να διεκδικεί το χυμώδες αντικείμενο του πόθου που εντελώς πρωτότυπα θα χανόταν και θα ξαναβρισκόταν με μυστηριώδη όσο και αυτονόητο τρόπο και, κυβερνημένο από σκοτεινές δυνάμεις, θα συνουσιαζόταν με ανάξιους επιβήτορες που δεν θα έφταναν τον διανοούμενο αφηγητή μας ούτε  στο μικρό διανοούμενο δαχτυλάκι του, αλλά βλέπετε, η μοίρα και οι γυναίκες είναι τυφλές.
Ο Λέανδρος Πολενάκης είναι ευτυχώς για μας και πιθανώς δυστυχώς για τον ίδιο ανίκανος είτε απρόθυμος να ακολουθήσει αυτή την φθαρμένη και όμως ακόμα αποτελεσματική συνταγή επιτυχίας. Γι αυτό και το βιβλίο του είναι σημαντικό. Να ποιο είναι το στοίχημά του: Μια μονομαχία με τον έρωτα, για τον οποίο σαν μεταφραστής της Αντιγόνης γνωρίζει πολύ καλά, ότι δεν είναι ένα αγγελούδι με τόξα και φτερά, αλλά ένας τρομερός παντοδύναμος θεός που τρελαίνει τον άνθρωπο και γκρεμίζει τα σπίτια και τις πολιτείες.
Ό έρωτας, το μαθαίνουμε από την αρχή κιόλας του βιβλίου, τέλειωσε. Τι μένει στη θέση του; Η δύναμη του έρωτα. Αυτή η παρούσα δύναμη του χαμένου έρωτα εξηγεί την δομή του βιβλίου, τον τρόπο που οργανώνεται η αφήγηση και το αινιγματικό παιχνίδι ανάμεσα στη ζωή και την τέχνη που το αποτέλεσμά του διακυβεύεται σε κάθε σελίδα του βιβλίου.                        
     Εκεί όπου ο έρωτας, ο κάθε έρωτας που συνοψίζει όλους τους έρωτες, χάνεται, μένει ένα τραύμα, ένα ρήγμα, ένα κενό. Ένα θραύσμα. Όχι όμως μόνον αυτό. Αυτό που μένει είναι η δύναμη του έρωτα. Συνώνυμη με το τραύμα κάθε αληθινής γραφής. Ο Εμπεδοκλής μας έχει διδάξει ότι η Αφροδίτη, εκτός από θεά του ερωτικού πάθους ή μάλλον επειδή ακριβώς είναι η θεά του ερωτικού πάθους, είναι μια πανίσχυρη κοσμική δύναμη συνώνυμη με την φιλότητα, δηλαδή με την δύναμη που φέρνει κοντά τα σπασμένα κομμάτια του κόσμου. Συνδέει τα σπασμένα μέλη του σώματος και τα κάνει ένα άλλο σώμα, αυτό της τέχνης. Συνδέει σπασμένα κείμενα, προφορικά και γραπτά και τα κάνει αφήγηση, ερμηνεία και προφητεία που αφηγείται την ζωή μας.
     Ο νους μας δεν θα πρέπει εδώ να πάει στις πρόσφατες μεταμοντέρνες μόδες μιας επίπλαστης διακειμενικότητας, όπου ο συγγραφέας πασχίζει να μας ξιπάσει παραθέτοντας σπαράγματα έργων που κατά βάθος δεν αγαπά αλλά γυρεύει απλώς να τα λεηλατήσει για να μας εντυπωσιάσει. Ο Πολενάκης αντίθετα είναι, ίσως για κακή ίσως για καλή του τύχη, σφραγισμένος από τα κείμενα. Και για τον λόγο αυτό όταν πασχίζει να κάνει τον απολογισμό, την απολογία της ζωής του, τα κείμενα, γραπτά και προφορικά, ξεφυτρώνουν στην έρημη χώρα του έρωτα και της δίνουν νέα ζωή. Κείμενα που αγαπήθηκαν στα εφηβικά χρόνια. Ο Θερβάντες, ο Παπαδιαμάντης, ο Λόρκα. Κείμενα που αφηγήθηκε ένας γέρος ευπατρίδης κάποια άνοιξη στην πλατεία του πατρογονικού νησιού. Κείμενα που δεν έγραψε ούτε αφηγήθηκε κανείς, αλλά γραμμένα στην ψυχή ζητούν να βγουν κάθε στιγμή. Καθώς ο Πολενάκης αφηγείται την ιστορία του, άλλες ιστορίες του παίρνουν τον λόγο, άλλες γραφίδες καθοδηγούν, μέσα από μια διαδικασία υπνοβασίας την πένα του. Ο υπνοβάτης συγγραφέας διατηρεί ωστόσο τον έλεγχο του βηματισμού του, η πένα του παίρνει με την σειρά  της εκδίκηση κλέβοντας αποσπάσματα από βιβλία που δεν γράφτηκαν ποτέ, παρά μόνον από την ίδια, όπως ο έξοχος διάλογος της Μέλανι Κλάιν με τον γεννήτορα της ψυχανάλυσης, τον Φρόυντ.
Ο ερωτικός χωρισμός και κάθε χωρισμός είναι ένα βάραθρο. Μέσα από το βάραθρο του χωρισμού ανοίγουν λαγούμια που τελικά οδηγούν σε αναπάντεχες επιστροφές και συναντήσεις.. Αναδύονται οι τρομερές σκιές  του μαύρου Αιγαίου, αυτές που περιμένουν να κοιμηθούν ο τελευταίος ρουμτουλέτης και ο έσχατος φασταφούντης για να βγουν από τα έγκατα της μνήμης.   Μετά από την ιστορία του έρωτα που χάθηκε έρχεται, προσωποποίηση και σύνοψη της ενοχής η ιστορία του καταραμένου μοναστηριού, που θα μπορούσαν να το λένε και  Μογκού. Της μονής που την γκρέμισαν κατά το μεγαλύτερο μέρος της γιατί ήταν άντρο ακατανόμαστων οργίων. Εκεί έκλειναν τα πιο όμορφα από τα άκληρα κορίτσια του νησιού, που δεν έχει όνομα, για να γίνουν οι παλλακίδες των προυχόντων, που με το σούρουπο ανηφόριζαν να βρουν τις αιχμάλωτες αγαπητικές, ενώ οι φτωχοί κρατούσαν τα παράθυρα κλειστά για να μην δουν τα αίσχη των αρχόντων. Όσα μωρά γεννιόντουσαν από τους έρωτες αυτούς πετιόντουσαν, λέει η παράδοση, στον διπλανό γκρεμό. Εδώ η λογοτεχνία εισβάλει, όχι για μοναδική φορά στο βιβλίο μέσα στην λογοτεχνία. Ο Παπαδιαμάντης παίρνει τη θέση του συγγραφέα. Μας περιγράφει τον γκρεμό με τα λόγια του Μοιρολογιού της φώκιας και κατόπιν αναλαμβάνει να δώσει μια νέα τραγική διάσταση στον μύθο. Η γριά μοναχή που σκότωνε τα παράνομα βρέφη του μοναστηριού, πρόσωπο φανταστικό και γι αυτό αληθινό, μεταμορφώνεται στην Χαδούλα, την Φόνισσα, αυτήν που τελειώνει μεταξύ θείας και ανθρωπίνης δικαιοσύνης. Για να κάνει την λογοτεχνία να μιλήσει για το έργο του ο συγγραφέας μετέρχεται μια διπλή στρατηγική. Αυτή της αντιγραφής και της ένθεσης αυθεντικών χωρίων και αυτήν της πλαστογραφίας, της δημιουργίας με άλλα λόγια πλαστών αυθεντικών κειμένων, όπως αυτό για το άγαλμα της Αφροδίτης προς το τέλος του βιβλίου.
     Όλα αυτά όμως δεν θα είχαν σημασία χωρίς το ύφος. Ο συγγραφέας μεγάλωσε μέσα στα βιβλία∙ ανάμεσα σε ανθρώπους που μιλούσαν για βιβλία στα καφενεία του Πικαντίλυ, του Φλόκα, του Λουμίδη, που υπήρξαν τα σημαντικότερα πανεπιστήμια της γενιάς του. Όμως στα καφενεία αυτά, όπως και στο βιβλίο, οι σοβαρές ή ακόμα και οι δραματικές συζητήσεις δεν γινόταν ποτέ στα σοβαρά. Ένα χαμόγελο, πικρό αλλά και φωτισμένο από μια σιωπηλή κατανόηση των ανθρωπίνων, δεν άφηνε στα λόγια να γίνουν ρητορική, να χάσουν το σκοτεινό βάθος τους παίρνοντας την διάσταση του απόλυτου. Οι ίδιες γνώσεις αντί να επιδειχθούν κρύβονταν με τέχνη, γινόταν σύμβολο αναγνώρισης, σύνθημα συνενοχής στην πάντοτε παράνομη δράση της αληθινής καλλιέργειας. Αυτό το πλάγιο χαμόγελο είναι η σφραγίδα του βιβλίου. Ο τρόπος για να ειπωθεί χαμογελώντας το μυστικό ενός ανθρώπου, του ήρωα, που συντρίφτηκε, ναυάγησε ανάμεσα στην απαίτηση να είναι απόλυτος, όπως είναι οι θεοί και τα θηρία και την πραγματικότητα του ότι είχε μια ζωή γυμναστεί στην μνήμη και στην σχετικότητα του πλάγιου χαμόγελου που μας κρατά ανθρώπους.
     Ναυαγίων ναυάγια λοιπόν. Αλλά τα ναυάγια κρύβουν θησαυρούς. Από τα βάθη της θάλασσας που είχε καταπιεί την φόνισσα Χαδούλα, αναδύεται ακρωτηριασμένο και έκπαγλο το άγαλμα της Αφροδίτης της Μήλου, τελευταία μεταμόρφωση της τρομερής και ποθητής γυναικείας μορφής που με διαφορετικά προσωπεία στοιχειώνει το βιβλίο. Ένας νεαρός  αρχαιολόγος, ο Κωνστάντιος Κεντρωτάς,  προσπαθεί  να αποδείξει ότι το άγαλμα είναι του 4ου αιώνα και καταντά μισότρελος από την έμμονη ιδέα να βρει τα χαμένα χέρια που θα ξανάδιναν στο έργο την σπαραγμένη ολότητά του. Αλλά είναι, αλήθεια, τρέλα αυτή η μανιώδης αναζήτηση της χαμένης ολότητας; Η Αφροδίτη, μάνα του θεού Έρωτα, είναι αυτή η οποία κυβερνά την παλίνδρομη κίνηση του νείκους που σπάει και ξεσκίζει τις ψυχές και τα κορμιά, τα σπίτια και τις πόλεις και, ακόμη, αυτή που μέσα από μια παλίνδρομη αρμονία τα ενώνει και πάλι. Τα ενώνει αλήθεια; Και τι θα συνέβαινε, αν ένα πρωί ξαναβρίσκαμε την Αφροδίτη του Λούβρου με τα δύο της χέρια, τα αυθεντικά, στη θέση τους; Είναι τελείως απίθανο να τα ξανασπάγαμε αμέσως, γιατί η τραυματισμένη ζωή μας δεν αντέχει το ολόκληρο, το ακέραιο; Μπορεί να γινόταν κι αυτό. Αν δούμε την ανθρώπινη Ιστορία, τις πολλές ανθρώπινες ιστορίες που είναι οι ζωές μας, αυτό μάλλον θα γινόταν. Όμως εδώ ακριβώς εισέρχεται στη σκηνή η γραφή. Αυτή είναι που βρίσκει στον βυθό της μνήμης τα σπασμένα χέρια της θεάς του έρωτα, η οποία είναι πάντα και θεά του θανάτου. Αυτή στήνει ακέραιο το άγαλμα, για να το αντικρίσουμε για μια μόνο στιγμή μέσα από τα σιωπηλά δάκρυα της συντριβής μας. Αυτό το λαμπερό άγαλμα της απώλειας  στήνει για μας η γραφή για την οποία μιλάμε σήμερα.

Η Πέπη Ρηγοπούλου διδάσκει Επικοινωνία και Αισθητική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
                                                       



Δεν υπάρχουν σχόλια: